Τήν Δευτέρα 31ῃ Αὐγούστου ἐπί τῇ ἑορτῇ τῆς Καταθέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐπανηγύρισεν τό ἐν Περιστερίῳ ὁμώνυμο Ιερόν Ησυχαστήριον. Ὅθεν ἀφ΄ ἑσπέρας ἐψάλη κατά τό ἔθος ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ, χοροστατοῦντος τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου, Πέτρας κ. Δαβίδ, όστις εκήρυξε καί τόν θείον λογον, πλαισιουμένου κατά τήν τελετήν τῆς Λιτῆς ὑπό τοῦ Μακαριωτάτου Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν κ.κ. Μακαρίου, τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος και Θαυμακού κ. Γεροντίου, καί τών Θεοφιλεστάτων Ἐπισκόπων Περιστερᾶς κ. Μακαρίου, καί Καισαρείας κ. Τιμοθέου, καθώς καί τοῦ ἱεροῦ κλήρου της Ιεράς αρχιεπισκοπής Αθηνών. Τό πρωΐ της αγιωνύμου ημέρας ἐπραγματοποιήθη ὁ ἐπί τῇ ἑορτῃ πανηγυρικός Ὄρθρος, καί ἐν συνεχείᾳ ἡ ἀρχιερατική θεία Λειτουργία προεξάρχοντος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου κ. Μακαρίου  τῶν ὡς ἅνω ἀρχιερέων, καί τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Κατά το κοινωνικό τόν θείον λόγον εκήρυξε ο Πανοσιολογιώτατος αρχιμανδρίτης π. Μακάριος Παλαιολόγου.

 

 

Το Σάββατο 27η Αὐγούστου ἡμέρα μνήμης τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Φανουρίου του νεοφανούς, πανηγύρισε ὁ ὁμώνυμος ἱερός ναός τοῦ Ἁγίου στήν πόλι των  Σερρών. Εἰς τήν πανήγυρη προεξῆρχε ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἐλλάδος κ.κ. Μακάριος, συλλειτουργούντων τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Εὐθυμίου,  τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος και Θαυμακού κ. Γεροντίου, του Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Περιστερᾶς κ. Μακαρίου, καί τοῦ ἱεροῦ κλήρου.

 

 

 

Πανήγυρις Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καναδά υπό του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ.κ. Μακαρίου

 

 

 

Ι. Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης

Υπό του Σεβασμιωάτου Μητροπολίτου Θεσαλλονίκης κ. Ευθυμίου 

           

 

Ι. Ν Κοιμήσεως της Θεοτόκου Φλώρινας

 

 

ΨΑΛΜΟΣ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΤΡΑΣ ΔΑΒΙΔ

 

Γλυκιά μου Παναγία! Πάναγνε Μήτερ του Εμμανουήλ!

Η διάθεση της στιγμής με ωθεί στο να ανατείνω προς εσέ το όμμα της καρδιάς. Η ψυχική της ώρας ευφορία με οδηγεί στο να αφεθώ ανενδοιάστως στην μητρική σου αγκάλη. Λάβε σε παρακαλώ την άμορφη δυναμική του στιγμιαίου συναισθηματισμού και μόρφωσέ την σύμφωνα με τα δικά σου θέλγητρα.

Το ακατέργαστον αυτής είδον οι οφθαλμοί σου. Λάξευσέ το με την θεομητορική σου καλαισθησία και σμίλευσε στο τέμενος της επιθυμίας μου, την μυστική έλξη για τον Ωραίο κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων. Απόσταξε στον ευαίσθητο κόσμο των συναισθημάτων, την ένθεον της Χάριτος δρόσον για να απαλλαγεί από τον φλογμόν της φιληδονίας.

Όλην μου την επιθυμία, διαπέρασε με την έκσταση της ουρανίου χαράς και το διάχυτον φως της γαλήνιας ευφροσύνης του Παραδείσου. Εξάγνισε την ψυχή μου και μέσω του διαποτισμού και της εμβαπτίσεώς της από το ιερό όνειρο που φλέγεται από τα απαστράπτοντα αγαθά της Βασιλείας του Χριστού, πέρασέ την στον διάδρομο της αιωνιότητος. Έναν άπειρο χώρο που ξεχειλίζει από τον άρρητο πόθο και την διάπυρη αγάπη για το θείο.

Εκκένωσε στην αίθουσα της καρδιάς μου το ακένωτον μύρο σου και έμπλησον την ύπαρξιν μου από ευωδία Χριστού. Γλύκανε τα αισθητήρια του πνεύματος με το ουράνιο μάννα. Χαρίτωσέ μου τον λογισμό και καταύγασον τας φρένας. Μέθυσε τα ενδότερα του νου με οίνον στάζοντα από τον πέπειρον βότρυν που εγεώργησας.

Εισάγαγε εις το είναι μου, τον μέγαν Ήλιον Χριστόν, για να αναδυθεί στον ουρανό της ψυχής μου η ροδοδάκτυλη αυγή της μυστικής ημέρας. Χορήγησέ μου θεϊκή αγαθότητα και ανάπλασε νοητώς τον παλαιόν άνθρωπον, για να δυνηθεί να επωάσει ζωήν καινήν στα σπλάχνα του.

Στάλαξε στα έγκατά μου το νέκταρ της αϊδίου μακαριότητος και το ροδόσταμο της ακαταπαύστου υποστατικής μου κατατήξεως από την ασίγαστον επιπόθησιν του Αναβαλλομένου το φως ως ιμάτιον. Πότισέ με από τον χείμαρρον της τρυφής σου και κάνε με να παραλληρώ, ηδυνόμενος από την πιότητα του πνεύματός σου.

Ικέτευσε τον Οροφουργό της αψίδας του ουρανού και Δομήτορα του θόλου της Εκκλησίας να με στερεώνει στην αγάπη της Μητέρας Του, καθώς όποιον κατατιτρώσκει η εσωτερική καύση της θεομητορικής αγαπήσεως, αυτόν και μόνον, ανελέητα και αδυσώπητα τον συγκλονίζουν τα ωκεάνεια κύματα της γαλήνιας αβύσσου του Πνεύματος.

Εκείνος που συνταράσσεται από μυστικές δονήσεις της ψυχής, που διαμελίζεται κάτω από το βάρος της ακαταλήπτου φιλανθρωπίας σου, αυτός και μόνον μπορεί να ηδύνει τα διαμελισμένα και συντηγμένα μέλη, με την άφραστον θυμηδία και άδηλον χαρμονή, που εμποιεί στην καρδιά του, η μετά του Υιού σου διατριβή.

Εκείνος που βιώνει συναισθήματα άγια, συναρπαστικά, ακατανόητα, μιας ανεξιχνίαστης ωραιότητος που τον παρασύρει στην αδιάλειπτη επίκληση του πανακηράτου ονόματός σου, αυτός και μόνον μπορεί να εξάπτει στον νουν του, τον ένθερμον ζήλον για τον ποιούντα τους λειτουργούς Αυτού πυρός φλόγα και να μεθάει την καρδία του με την θεία και νηφάλιον μέθη.

Γλυκιά μου Παναγία! Πίστεψέ με! Είναι κάτι παραπάνω από ανέκφραστες αυτές οι στιγμές! Είθε η αιωνιότητα να γίνει ένα με αυτές! Πάναγνε σε ευχαριστώ ειλικρινά μέσα από τα βάθη της ψυχής μου, για αυτό που με βοήθησες και με αξίωσες να γίνω! Σε προσκυνώ, σε αγαπάω! Τι θα έκανα χωρίς εσένα; Τι περισσότερο θα ήμουν από ένα τίποτα;

Σε παρακαλώ Πανάσπιλε! Χαρίτωσέ με και έσο προστάτης και οδηγός στην ζωή μου κι εγώ υπόσχεση σου δίνω ότι θα προσπαθήσω για το καλύτερο, προκειμένου να είμαστε ενωμένοι εσύ κι εγώ, τόσο στον παρόντα βίο, όσο και στην μέλλουσα Βασιλεία του Υιού σου!

Ταύτην μοι την επαγγελίαν επιτελούντι, είη ο Θεός αρωγός εν τω βίω. Αμήν! 

 

 

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ 2022- ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΤΡΑΣ ΔΑΒΙΔ

Ιδιαίτερα χαρούμενος είμαι σήμερα, αγαπητοί μου, διότι η πολυαγαπημένη μας αγία Ειρήνη ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου, με αξιώνει ανήμερα στην εορτή της, με τις ευχές και ευλογίες του Παναγιωτάτου μας, να την υπηρετήσω στην εορτή της, ως διάκονος του θείου λόγου. Όταν είμαι εδώ στον ναό της, πάντοτε αναμιμνήσκομαι και ενθυμούμαι ημερών αρχαίων. Είναι πολύ σημαντική για εμένα η Αγία Ειρήνη, διότι εδώ εγνώρισα τον Μακαριώτατο Γέροντά μου κ.κ. Μακάριο και τον Παναγιώτατο Μητροπολίτη μας κ.κ. Ευθύμιο, τους πατέρες αλλά και όλους εσάς, τον κόσμο της Αγίας Ειρήνης, αλλά και ολάκερης της Θεσσαλονίκης και όχι μόνον, που ερχόταν εδώ και επισκεπτόταν την Αγία Ειρήνη. Εδώ γίναμε συνοδεία με τους πατέρες του Αγίου Ιακώβου, εδώ πρωτοσυστάθηκε υπό τον μακαριστό γέροντα Ιάκωβο Παπαδέλη, η συνοδεία, που έμελλε να πρωταγωνιστήσει στην Εκκλησία εις τα έσχατα χρόνια που διερχόμαστε. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ο μακαριστός μας πάππος γέροντας Ιάκωβος, εκοιμήθη την ημέρα της Αγίας Ειρήνης, την οποία  τόσο πολύ αγάπησε και διακόνησε, δαπανώντας εαυτόν με ανύστακτη διάθεση για την δόξα και εύκλεια της Αγίας. Και η Αγία Ειρήνη για να τον τιμήσει για την προσφορά του, την αυταπάρνηση της διακονίας του και το θυσιαστικό του πνεύμα, τον επήρε στην αγκαλιά της, την ημέρα της εορτής της.

Από όλα τα χαρίσματα και τις αρετές, που διέθετε η Οσία Ειρήνη και που δεν ήταν και λίγες, νομίζω πως η κορυφαία ήταν η καθαρή, πύρινη και αδιάλειπτη προσευχή της και τα όσα θαυμαστά συνέβαιναν κατά την διάρκεια αυτής. Η Οσία προσευχόταν ακατάπαυστα και μνημόνευε τον Θεόν, περισσότερο και από όσο ανέπνεε. Γι’αυτό άλλωστε και την αγάπησε ο Χριστός τόσο πολύ, που την κατέστησε ήδη από αυτήν την ζωή, νύμφη του ηγαπημένη.

Όταν προσευχόταν η Αγία, στεκόταν ορθή και με φλογερή και βαθιά πίστη και εμπιστοσύνη, προσευχόταν στον Κύριο για ώρες πολλές, με συγκέντρωση και χωρίς περισπασμούς. Πολλές φορές οι δαίμονες προσπαθούσαν να αποσπάσουν την προσοχή της από την προσευχή, άλλοτε με γέλια και θεατρινισμούς και άλλοτε με απειλές και φοβέρες. Μάλιστα ένας από αυτούς της είπε κάποτε: «Έως πότε Ειρήνη θα ανεχόμαστε τις πύρινες προσευχές σου, που θλίβουν το γένος μας; Έως πότε με την θεάρεστη συμπεριφορά σου θα φλογίζεις τα σωθικά μας;».

 Μία φορά που προσευχόταν η Αγία με θέρμη, κάποιοι από τους δαίμονες άρπαξαν λαμπάδες, πήραν φωτιά από τα κανδήλια και πυρπόλησαν την Οσία Ειρήνη. Η φωτιά κατέκαψε τα ενδύματά της και θα κατέκαιε τις σάρκες της, αν οι καπνοί, που γέμισαν το κελλί της, δεν έβγαιναν από τα παράθυρα, για να το καταλάβουν οι μοναχές και να τρέξουν κοντά της και να την γλυτώσουν. Και ενώ αυτά συνέβαιναν, η Οσία Ειρήνη συνέχιζε να  προσεύχεται ατάραχη, σαν να μην καίγεται η ίδια, αλλά κάποιος άλλος. Και όπως άγγελος Κυρίου εδρόσιζε τους τρεις παίδας μέσα στην κάμινο της Βαβυλώνος, έτσι και τώρα άγγελος από Θεού έπλεκε στην Οσία το στεφάνι της δόξας, το οποίο δεν πρόλαβε να της το φορέσει, καθώς οι μοναχές έσβησαν την φωτιά και έδωσαν τέλος στο μαρτύριό της. Και η Οσία τι έκανε; Όχι μόνο δεν επαίνεσε τις μοναχές, όπως θα περίμενε κανείς, αφού την έσωσαν από περίπου βέβαιο θάνατο, αλλά αντιθέτως σχεδόν τις μάλωσε και τις επέπληξε, όταν άρχισαν αυτές να φροντίζουν τις πληγές της. Από το καμένο σώμα της Αγίας έβγαινε ουράνια ευωδία και θαυματουργικά ο Χριστός αμέσως την θεράπευσε.

Κάποια άλλη φορά κατά το μεσονύκτιο, σηκώθηκε μία μοναχή για να προσευχηθεί στο κελλί της και βλέπει την Οσία Ειρήνη να προσεύχεται στο προαύλιο του καθολικού και να στέκεται όρθια σε στάση προσευχής, όπως το συνήθιζε. Ξαφνικά όμως η Οσία άρχισε να σηκώνεται ψηλά και να μετεωρείται πάνω από το έδαφος σε ύψος, όσο περίπου το μισό ύψος του αναστήματος ενός ανθρώπου. Την ίδια στιγμή τα δύο πανύψηλα κυπαρίσσια, που βρισκόταν εκεί δίπλα της, έκλιναν τις κορυφές τους μέχρι την γη και παρέμειναν έτσι, για όσο διαρκούσε η προσευχή της Οσίας, για αρκετές δηλαδή ώρες. Όταν η Οσία Ειρήνη τελείωσε την προσευχή της, τα ευλόγησε σταυρωτά, όπως το συνήθιζε και αυτά ανασηκώθηκαν πάλι στην κανονική τους θέση. Τι παρατηρούμε εδώ αγαπητοί μου; Ότι ακόμη και τα άψυχα όντα (η κτίσις όλη), συναισθάνονται την αρετή των αγίων και υποκλίνονται μπροστά στο μεγαλείο της ψυχής, αλλά και της προσευχής των φίλων του Θεού.

Εμείς εδώ λοιπόν σήμερα δι’ολίγων, θα ασχοληθούμε με την αρετή και εργασία της προσευχής, χωρίς να αναφέρουμε άγνωστα πράγματα, αλλά περισσότερο υπενθυμίζοντας ήδη γνωστά. Θα ξεκινήσουμε με τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, ο οποίος στον λόγο του περί προσευχής λέει τα εξής: « Η προσευχή είναι ένωσις του ανθρώπου με τον Θεό, καθώς και σύστασις και διατήρησις του κόσμου». Πράγματι με την προσευχή ο άνθρωπος ενώνεται με τον Θεό, αλλά και με τις προσευχές των αγίων και τις Ορθόδοξες θείες λειτουργίες, διατηρείται και συνέχεται ο κόσμος από το χέρι του Χριστού και την θεία πρόνοια.

 Η προσευχή είναι-κατά τον άγιο- η γέφυρα που μας σώζει από τους πειρασμούς και το τείχος που μας προστατεύει από τις θλίψεις. Με την προσευχή συντρίβουμε τους πολεμίους και χαίρονται οι άγγελοι. Προγευόμαστε την μελλοντική ευφροσύνη και προξενούμε στην ψυχή μας, τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, με την αφανή πρόοδο και τον φωτισμό του νου, που επέρχονται ως μόνιμες καταστάσεις, όταν επιμένουμε στην ακατάπαυστη δοξολογία και την διηνεκή επίκληση του παναγίου ονόματος του Κυρίου.

Κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό που υπογραμμίζει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, είναι ότι η προσευχή γίνεται πέλεκυς που κτυπά την απόγνωση, είναι απόδειξις της ελπίδος και διάλυσις της λύπης. Εκείνος που προσεύχεται με θέρμη και εκ βάθους καρδίας στον Χριστό, δεν πρόκειται να κυριευθεί από τα δίχτυα της απόγνωσης και της απελπισίας, διότι η προσευχή του είναι θυγατέρα της ελπίδος, αφού προσεύχεται, σημαίνει, ότι ελπίζει στον Κύριο, εμπιστεύεται τον Κύριο, αλλά ταυτόχρονα η προσευχή του είναι και μητέρα της ελπίδος, γεννά την ελπίδα στο πρόσωπο του Χριστού και των αγίων του και την ισχυροποιεί.

 Και βεβαίως διαλύεται η λύπη, μειώνεται ο θυμός και η μνησικακία, αποκαλύπτονται μελλοντικά πράγματα και φανερώνεται η πνευματική κατάσταση και η πνευματική δόξα, που έχει κανείς, καθώς η προσευχή είναι ο καθρέπτης της πνευματικής προόδου και όπως το λέει χαρακτηριστικά ο άγιος, η προσευχή είναι για εκείνον που προσεύχεται, δικαστήριο και κριτήριο και βήμα του Κυρίου, πριν από το μελλοντικό βήμα. Διότι η προσευχή με την ποιότητα, την ένταση, την δύναμη, την πυκνότητα, την καθαρότητα και την επιμονή της, κρίνει τον προσευχόμενο, καθώς τα χαρακτηριστικά της προσευχής του, είναι εκείνα που προσδιορίζουν και χαρακτηρίζουν την κατάσταση της καρδιάς του και το βάθος της προαιρέσεως του.

Ο άγιος ζητάει από εμάς να στεκόμαστε ως υπόδικοι και φταίχτες ενώπιον του Κυρίου και να μην λέμε πολλά στην προσευχή μας, για να μην διασκορπίζεται ο νους μας, αναζητώντας λόγια. Ο τελώνης έναν λόγο είπε και εξιλέωσε τον Θεό. Το ίδιο και ο ληστής επάνω στον Σταυρό. Ο Χριστός άλλωστε ξέρει τι θα του ζητήσουμε, προτού να το ζητήσουμε. Μια λεπτομέρεια, που όμως είναι σημαντική. Όταν αισθάνεσαι γλυκύτητα ή κατάνυξη σε κάποιο λόγο της προσευχής σου, σταμάτησε σε αυτόν, επανέλαβέ τον, για όσο διαρκεί η κατάνυξη, διότι τότε συμπροσεύχεται μαζί μας ο άγγελος φύλακάς μας.

Μεγάλη βαρύτητα δίνει ο άγιος στην πραότητα και την αοργησία με την οποία πρέπει να προσευχόμεθα. Κάτι όχι τόσο εύκολο, αλλά απαραίτητο, διότι εάν επιχειρούμε να προσευχηθούμε, γεμάτοι οργή και μνησικακία, δεν θα είναι εύκολο να συγκεντρωθούμε, αλλά ούτε και να προσευχηθούμε με θέρμη και ζήλο, διότι ο θυμός και η αγανάκτηση για το κακό, που μας έκαναν οι εχθροί μας, θα ψυχράνουν την καρδιά μας και δεν θα της επιτρέψουν να προσευχηθεί, όπως πρέπει.

Σε σχέση με την μάζωξη και τιθάσευση του ατίθασου και άσωτου νου μας, ο άγιος επισημαίνει, πως αν αγωνιζόμαστε συνεχώς και αποφασιστικώς, τότε θα μας επισκεφτεί και εμάς, Εκείνος που θέτει όρια στη θάλασσα του νου και κατά την ώρα της προσευχής μας, θα της πει: «Μέχρι τούτου ελεύση, και ουχ υπερβήση» (Ιώβ λή, 11). Είναι αδύνατον να δεσμεύσει κανείς ένα πνεύμα, όπως τον νου. Όπου όμως παρουσιασθεί ο Κτίστης του πνεύματος, τα πάντα υποτάσσονται. Η προσευχή βεβαίως προϋποθέτει την ύπαρξη πίστεως, διότι η πίστη δίνει φτερά στην προσευχή. Χωρίς την πίστη και την εμπιστοσύνη στον Κύριο, η προσευχή δεν μπορεί να πετάξει στον ουρανό. Και για να αποκτήσουμε ασφαλώς προσευχή καθαρή και ποιοτική και επομένως θεάρεστη, θα πρέπει να προσευχόμεθα, έστω και χωρίς συγκέντρωση μερικές φορές ή ρυπαρά και ακηδιαστικά κάποιες άλλες, δηλαδή έστω κι αν μας ταλαιπωρούν μάταιες ενθυμήσεις, ρεμβασμοί και διαλογισμοί πονηροί, το σημαντικό είναι να μην παραιτηθούμε, να μην σταματήσουμε, αλλά να συνεχίζουμε την προσευχή, χωρίς να υπολογίζουμε κόπο και πόνο.

Πρέπει να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε καλά εμείς οι χριστιανοί, ότι δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο, αγαθότερο, υψηλότερο, ανώτερο, γλυκύτερο και ερασμιώτερο από το πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού και επομένως δεν αξίζει τίποτε περισσότερο, από το να προσκολλώμαστε απερίσπαστα μέσω της προσευχής στο θεϊκό πρόσωπο του Κυρίου. Επομένως ακόμη κι αν κάποιες φορές δεν εισακούονται τα αιτήματά μας και μόνο το γεγονός ότι επιμένουμε στην προσευχή, δηλαδή στην προσκόλληση και τη συνεχή παραμονή στην ένωση με το άκρως εφετόν και επιθυμητόν, που είναι ο Χριστός, αυτό από μόνο του, προξενεί τεράστια ωφέλεια στην ψυχή μας, την ύπαρξή μας και τη ζωή μας και μας κληροδοτεί την μέλλουσα Βασιλεία της αθανασίας και της θεϊκής αγάπης, που δεν έχει τέλος. Εάν βεβαίως εισακουόμαστε, όταν προσευχόμαστε για άλλους, δεν πρέπει να υπερηφανευόμαστε, διότι η πίστη αυτών ενήργησε, ώστε να εισακουσθεί η προσευχή μας.

 Τελειώνοντας με τους λόγους του αγίου Ιωάννου του Σιναϊτου, μένουμε σε αυτό που λέγει, ότι είναι βαρύ να αρπάξεις το νερό από το στόμα του διψασμένου. Βαρύτερο όμως είναι να διακόψεις μια ψυχή, που προσεύχεται με κατάνυξη από την πολυπόθητη αυτή προσευχή της, πριν την τελειώσει. Θα πρέπει λοιπόν να προσέξουμε, όταν κάποιος από την οικογένεια στο σπίτι μας, προσεύχεται και μάλιστα με δάκρυα και κατάνυξη, να μην τον διακόψουμε κατ’ουδένα τρόπο, ούτε με την τηλεόραση, ούτε με άκαιρες συζητήσεις και φλυαρίες, ούτε με τους θορύβους του σπιτιού, αλλά να κάνουμε ησυχία, μέχρι να τελειώσει την προσευχή του, το μέλος που προσεύχεται, διότι συν τοις άλλοις δεν ξέρουμε εάν θα ξαναβρεθεί σε μία τέτοια κατάσταση κατανύξεως και δακρύων. Εάν το κάνουμε αυτό, έστω κι αν εμείς δεν είμαστε πολύ της προσευχής, το γεγονός ότι προσέξαμε και σεβαστήκαμε εκείνον που προσευχόταν, αυτό θα μετρήσει υπέρ μας.

Η προσευχή, αγαπητοί μου, είναι έργο ευεργετικό, όχι μόνον για τον προσευχόμενο, αλλά και για το περιβάλλον του, καθώς και για όλους για όσους προσεύχεται. Ιδιαίτερα οι προσευχές των αγίων είναι μεγίστης σημασίας για την ανθρωπότητα ολόκληρον. Οι προσευχές των ηγιασμένων ψυχών επηρεάζουν την ιστορία του κόσμου, προκαλώντας την πολλαπλή ευεργετική επέμβαση του Θεού στον ρουν της ιστορίας. Γι’αυτό και κάνουν πολύ μεγάλο λάθος, εκείνοι που θεωρούν αντικοινωνικούς τους μοναχούς, τους αναχωρητές και τους ανθρώπους που αφιερώνουν την ζωή τους στην προσευχή και αένναη δοξολογία του Θεού και ότι δήθεν δεν προσφέρουν τίποτα στην κοινωνία. Ίσα-ίσα δεν υπάρχει πιο κοινωνική και αλληλέγγυα εργασία και μεγαλύτερη προσφορά στο κοινωνικό σύνολο από την εργασία της προσευχής.

 Η δύναμη της προσευχής και η δύναμη της φιλίας με τον Χριστό, των φίλων του Θεού, δηλαδή των αγίων, είναι τεράστια και μπορεί να μεταμορφώσει ψυχές και να αναμορφώσει την κοινωνία. Εκείνος μάλιστα που με την εδώ ζωή του, έγινε φίλος του Θεού και έτσι η ύπαρξή του εκτείνεται στην αθανασία, θα μπορεί να έχει ασύλληπτη και αδάπανη ευεργετικότητα για τον κόσμο ανά τους αιώνας, με την υπεραξία της ακοίμητης πρεσβείας και μεσιτείας του προς Κύριον. Οι πιστοί γνωρίζουν, ότι η τιμή των αγίων διαβαίνει στον Χριστό, γι’αυτό και τιμούν τους αγίους, τους σέβονται και προσεύχονται σε αυτούς επικαλούμενοι την μεσιτεία τους και έχοντας ελπίδα στην παρρησία, που έχουν οι άγιοι ενώπιον του θρόνου του Θεού.

 Για χίλια έτη οι Ρωμηοί εκράτησαν δια μέσου μυρίων δεινών την ένδοξον Ορθόδοξον Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, που τους εχάρισε ο Χριστός και η Υπέρμαχος Στρατηγός, χάρις εις τας προσευχάς τους, τα Μοναστήρια και τις Εκκλησίες τους και χάρις εις τας πρεσβείας της Παναγίας και των Αγίων μας, τας οποίας επεκαλούντο αδιαλείπτως και ακαταπαύστως. Οι πρόγονοί μας εγνώριζαν καλώς την αναγκαιότητα της προσευχής, δια της οποίας καταφλέγεται ο διάβολος, μαζί με τα ολέθρια ψυχικά και σωματικά πάθη. Επιπλέον είχαν συνείδηση, ότι τα αγαθά έργα είναι καλά, αρκεί να εκπορεύονται από μία καρδιά ταπεινή και προσευχομένη. Εάν ελπίζουμε εις τα έργα μόνον, χωρίς την ταπείνωση και την καθαρότητα, που εκπηγάζουν από ταπεινή και καθαρή προσευχή, κινδυνεύουμε να ακούσουμε υπό του Κυρίου, το «ουκ οίδα υμάς».

Στο σημείο αυτό όμως ας δούμε και ολίγα τινά, από όσα λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος περί προσευχής. Ένα στοιχείο στο οποίο δίνει ιδιαίτερη σημασία ο άγιος, είναι η επιμονή κατά τη διάρκεια της προσευχής. Έστω κι αν δεν εισακουόμαστε αρχικά και πολυκαιρίζουμε στην προσευχή, δεν θα πρέπει να αποκάμουμε, αλλά να επιμείνουμε μέχρι να εισακουστούμε. Και αναφέρει την περίπτωση της Χαναναίας, η οποία τελικά ανταμείφθηκε και εισακούστηκε το αίτημά της από τον Κύριο, διότι δεν παραιτήθηκε, δεν απογοητεύθηκε, όταν αρχικά ο Κύριος δεν της έδινε σημασία ή της μιλούσε προσβλητικά, αλλά συνέχισε να τον παρακαλάει με ζήλο και θερμή πίστη και τελικά ο Χριστός της έκανε το χατήρι και θεράπευσε την κόρη της. (Εις την Γένεσιν ΛΔ΄, ΕΠΕ 3,428. PG 53,314).

Στο ζήτημα για το ποια πρέπει να είναι τα αιτήματά μας, ο άγιος απαντά πως είναι ανάξιο από τον τόσο γενναιόδωρο και παντοδύναμο Κύριο να ζητάμε αυτά που καταστρέφονται στην παρούσα ζωή και μεταβάλλονται και αλλάζουν συνέχεια. Διότι τέτοια είναι όλα τα ανθρώπινα πράγματα, είτε μιλήσεις για τον πλούτο, είτε για την εξουσία, είτε για την ανθρώπινη δόξα. Ας ζητάμε λοιπόν εκείνα που μένουν για πάντα, τα αιώνια, εκείνα που δεν γνωρίζουν μεταβολή. Και γνωρίζοντας την καλωσύνη του Κυρίου μας, ας μην κάνουμε λόγο για τα παρόντα, αλλά ας μεταφέρουμε τον ζήλο μας στην επιθυμία των επουρανίων αγαθών. (Εις την Γένεσιν ΝΔ΄, ΕΠΕ 4,374-378. PG 54,478-479).

Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο να προσευχόμασθε υπέρ των εχθρών μας ή τουλάχιστον να μην προσευχόμασθε με μνησικακία και μίσος. Ζητάει η προσευχή μας να είναι ήρεμη και γαλήνια και να έχει χαρούμενο και ήπιο πρόσωπο. Τέτοια είναι η προσευχή, που γίνεται με πραότητα και όχι εναντίον των εχθρών. Όπως τονίζει ο άγιος, η γλώσσα που δεν λέει τίποτα το πικρό στην προσευχή, αλλά όσα λέει είναι ευχάριστα, αυτή είναι η γλώσσα των αγγέλων. Όταν έρχεται και προσεύχεται για εκείνους που την αδικούν και την βλάπτουν, τότε και οι άγγελοι στέκονται όρθιοι και την ακούν με πολλή ησυχία και όταν τελειώσει, δεν σταματούν να την χειροκροτούν, να την επαινούν και να την θαυμάζουν.

Είναι σημαντικό να προσευχόμασθε δίχως οργή και θυμό (εκτός κι αν τον στρέφουμε κατά των δαιμόνων και κατά της αδικίας που υπάρχει στον κόσμο γενικότερα), διότι ο διάβολος φοβάται περισσότερο αυτόν που συγκρατεί την οργή του και νικά τον θυμό του, παρά εκείνον που θεραπεύει δαιμονισμένους. Γιατί και τα πάθη αυτά είναι φοβερός δαίμονας και πρέπει περισσότερο να λυπούμαστε τους οργίλους και θυμώδεις και όχι τους δαιμονισμένους. Άλλωστε, όπως υπογραμμίζει ο άγιος, το να είναι κανείς δαιμονισμένος δεν οδηγεί στην γέενα της κολάσεως, ενώ η οργή και η μνησικακία βγάζουν τον άνθρωπο έξω από την Βασιλεία των ουρανών. (Εις τον Δ΄ Ψαλμόν, ΕΠΕ 5,136-142. PG 55,44-45).

Ασφαλώς για να εισακουσθεί κανείς, θα πρέπει να είναι ταπεινός στην καρδιά, πτωχός στο πνεύμα και να έχει φρόνημα ταπεινό, διότι όχημα της προσευχής είναι η ταπεινοφροσύνη. Οπωσδήποτε απαραίτητη είναι η ευγνωμοσύνη και η ευχαριστιακή δοξολογία μετά την λήψη του αιτουμένου. Ο άγιος τονίζει, πως εκείνοι που παρακαλούν με πάρα πολύ μεγάλη προθυμία και επιμονή, πριν ακόμη λάβουν το δώρο, δηλαδή το αιτούμενο, έχουν την αίσθηση από την καθαρή και πολύ μεγάλη τους διάθεση με την οποία προσευχήθηκαν, ότι έλαβαν ήδη το δώρο, διότι από προηγουμένως έχει πλημμυρίσει η καρδιά τους από την ευφροσύνη της θείας χάριτος, που τους επισκέφτηκε κατά την διάρκεια της προσευχής τους. Αυτοί έχουν ήδη πετύχει του σκοπού της προσευχής των, έστω κι αν δεν έλαβαν, ακριβώς ό,τι ζήτησαν. (Εις τον ΙΒ΄ Ψαλμόν, ΕΠΕ 5,566. PG 56,152).

Είναι σημαντικό αυτό που λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, πως όταν βρεθούμε σε κάποια απρόσμενη συμφορά, δεν πρέπει να χάσουμε το θάρρος μας, αλλά αμέσως να δυναμώσουμε το φρόνημά μας και να τρέξουμε στο ακύμαντο λιμάνι και στον απόρθητο πύργο, την βοήθεια του Θεού. Βέβαια αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο για κανέναν μας εκείνες τις ώρες της μεγάλης συμφοράς και του δεινού πειρασμού, αλλά ο άγιος επισημαίνει, πως γι’αυτό ο Κύριος, επέτρεψε να πέσουμε στην συμφορά, για να τον καλέσουμε και μάλιστα με θέρμη και ζήλο και προθυμία πολλή. (Εις τον ΡΙΔ΄ Ψαλμόν, ΕΠΕ 6,520-522. PG 55,315-316).

Πολλές φορές, λέει ο άγιος Ιωάννης, είδε γυναίκες να προσεύχονται από τα βάθη της καρδιάς τους για τον ξενιτεμένο σύζυγό τους και το άρρωστο παιδί τους, με τέτοιο τρόπο, και τόσα πολλά δάκρυα να χύνουν, ώστε να πετυχαίνουν τον σκοπό της προσευχής τους. Άλλο παράδειγμα που μας δίνει είναι η μητέρα του προφήτου Σαμουήλ, η Άννα, η οποία προσευχόταν από τα βάθη της καρδιάς της, έχυνε αμέτρητες πηγές δακρύων και με την προσευχή της υψώθηκε στον ουρανό. (Α΄ Βας 1,10-11). Εκείνος που προσεύχεται έτσι, βεβαιώνει ο άγιος, πριν ακόμη λάβει εκείνα που ζητά, κερδίζει από την προσευχή μεγάλα καλά. Διότι καταπραϋνει όλα τα πάθη, μαλακώνει τον θυμό, διώχνει τον φθόνο, διαλύει την επιθυμία, καταμαραίνει τον έρωτα για τα κοσμικά πράγματα, χαρίζει στην ψυχή του πολλή γαλήνη, και ανεβαίνει πλέον στον ίδιο τον ουρανό. Διότι όπως ακριβώς η βροχή που πέφτει μαλακώνει την σκληρή γη, ή η φωτιά το σίδερο, έτσι και η παρόμοια προσευχή, καταμαλακώνει και διαποτίζει την σκληρή από τα πάθη διάνοια, δυνατότερα από την φωτιά και περισσότερο από την βροχή. Όταν λοιπόν προσεύχεσαι, μην ζητάς μόνον αυτό, δηλαδή πως να λάβεις εκείνο που αιτείσαι, αλλά και πως να κάνεις καλύτερη την ψυχή σου με την προσευχή αυτή. Διότι αυτό είναι και το έργο της προσευχής. Εκείνος που προσεύχεται με τον τρόπο αυτό, γίνεται ανώτερος από τα κοσμικά πράγματα, δίνει φτερά στην διάνοιά του, κάνει ανάλαφρη την σκέψη του και δεν κυριεύεται από κανένα πάθος. (Εις τον ΡΚΘ΄ Ψαλμόν, ΕΠΕ 7,68-76. PG 55,373-376).

Εν κατακλείδι, αγαπητοί μου, εύχομαι με τις πρεσβείες της Οσίας Ειρήνης και των λοιπών αγίων, να μιμηθούμε την μεγάλη αγάπη που έτρεφαν οι ηγιασμένες ψυχές για την συνομιλία με τον Χριστό και να επιδοθούμε με ζήλο θεϊκό και ουράνιο πόθο στο θεάρεστο έργο της προσευχής, που τόσα καλά θα φέρει στην ζωή μας αυτή, αλλά κυρίως θα γίνει σε εμάς, πρόξενος της μελλούσης Βασιλείας, για να χαιρόμαστε εκεί αθανάτως, με τους αγγέλους του Θεού και πάντας τους αγίους, υμνούντες και δοξάζοντες ακαταπαύστως το πανάγιον όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, Αμήν!     

Η ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ ΣΟΦΙΑ ΩΣ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΣΥΝΑΞΗ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ (2021) ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΤΡΑΣ ΔΑΒΙΔ

Για μία ακόμη χρονιά αγαπητοί μου συγκεντρωθήκαμε όλοι εδώ, για να εορτάσουμε την σύναξη των Αγίων Αποστόλων. Να γευθούμε την χάρη τους και να επικαλεσθούμε την μεσιτεία τους, βασιζόμενοι στη μέγιστη παρρησία που διαθέτουν απέναντι στο μεγάλο τους Διδάσκαλο, τον Θεάνθρωπο της Αγάπης, τον Κύριό μας και Δεσπότη Ιησού Χριστό. 

Σήμερα δεν θα πραγματοποιήσουμε υψηλές θεολογικές πτήσεις γύρω από τα πρόσωπα των Αγίων Αποστόλων. Παρά ταύτα ένα ερώτημα που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας, είναι πως θα αντιμετώπιζαν την εποχή μας, εάν ζούσαν σε αυτήν, οι Άγιοι Απόστολοι ή έστω οι μαθητές τους, οι έχοντες το αυτό πνεύμα και φρόνημα με τους αγίους Αποστόλους. Ασφαλώς δεν μπορούμε να μιλήσουμε εκτενώς, πολλώ δε μάλλον να εξαντλήσουμε ένα τέτοιο θέμα στα όρια ενός κηρύγματος. Απλώς θα κάνουμε δυο-τρεις παρατηρήσεις, σύντομες κατά το δυνατόν, σχετικά με αυτό.

Η εποχή στην οποία ζούμε, είναι όπως ομολογούν αυτοπροσδιοριστικά οι ίδιοι οι εργάτες της ανομίας, οι εχθροί του Χριστού, η Νέα Εποχή, η Εποχή του Υδροχόου, του νέου Μεσσία της ανθρωπότητος, που θα έλθει για εκείνους που θα έχουν απαρνηθεί τον προηγούμενο Μεσσία, τον αληθινό. Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της εποχής μας, που διαγράφουν το γενικότερο πλαίσιό της και θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και ως σημεία των καιρών, είναι η παγκοσμιοποίηση όλων σχεδόν των τομέων της ζωής, η πλήθυνση και αύξηση της ανομίας και της αδικίας σε εξωπραγματικό βαθμό, η απροκάλυπτη πλέον, φανερή όσο ποτέ άλλοτε και θρασύτατη δράση των σκοτεινών και αντιχρίστων δυνάμεων, καθώς και η με γεωμετρική πρόοδο ολοένα αυξανόμενη ψηφιοποίηση του κόσμου με την αλματώδη και αδιανόητη ανάπτυξη της τεχνολογίας.

Για να απαντήσει ο σημερινός πιστός ορθόδοξα χριστιανικά στις προκλήσεις της εποχής, θα πρέπει κατά τη γνώμη μας να διαθέτει κυρίως τα πνευματικά αισθητήρια των Αγίων Αποστόλων και πάντων των Αγίων, δηλαδή τη θεϊκή σοφία και τον φωτισμένο τους νου, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, μικρό ή μεγάλο. Ορθόδοξα πνευματικά αισθητήρια, Ορθόδοξη κατά Θεόν σοφία. Για αυτήν την σοφία μας ομιλούν όλοι οι Απόστολοι και ιδιαιτέρως ο Απόστολος Παύλος. Δεν εννοούν βεβαίως οι Απόστολοι την σοφία και την εξυπνάδα του κόσμου τούτου, ούτε τον κοινόν νουν που έχουν όλοι οι άνθρωποι και μ’αυτόν σκέπτονται. Ο νους αυτός από μόνος του χωρίς τη θεία φώτιση είναι εσκοτισμένος σε ότι αφορά πνευματικά ζητήματα. Και η εξυπνάδα ενός ανθρώπου, όσο ευφυής κι αν είναι αυτός, δεν αρκεί για να τον προστατέψει από τις προκλήσεις της εποχής μας και να τον βοηθήσει να διακρίνει τα σημεία των καιρών. Δια τούτο θα υπάρξουν πολλοί πανέξυπνοι άνθρωποι που θα την πατήσουν, κατά το δη λεγόμενον, θα εξαπατηθούν και θα κλίνουν γόνυ τω Βάαλ. Θα υποκύψουν στα θέλγητρα της εποχής. Όπως λέει και ο λαός μας, το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.

 Καθώς βεβαιώνει και ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, η σοφία του κόσμου τούτου δεν κατεβαίνει από τον ουρανό, δεν είναι θεία σοφία, αλλά επίγειος, σαρκική, υπηρετεί μόνο τα γήινα και την σάρκα και είναι ξένη προς το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, εμπνεόμενη από τους δαίμονες. Και άρα θα οδηγήσει όχι στον Ουράνιο και Θεϊκό Μεσσία, αλλά σε έναν επίγειο, σαρκικό και δαιμονιώδη μεσσία. Διότι η σοφία αυτή είναι ανίκανη να βοηθήσει να αντιμετωπισθούν σημαντικά θέματα, όπως αυτά που σχετίζονται με την σωτηρία μας, με διάκριση του ποιο είναι το πραγματικό μας συμφέρον, εάν και πότε θα πρέπει να ομολογούμε τον Χριστό, τι είναι εκ Θεού και τι δαιμονικό. Η επίγειος σοφία, η κατά κόσμον είναι ικανή μόνο στο να μας κάνει να ασχολούμασθε με μάταιες ενασχολήσεις, να σπαταλάμε τον χρόνο μας με προσπάθειες για εφήμερες κατακτήσεις, έτσι ώστε η καρδιά μας να καταστεί ανίκανη να νιώσει τι θα πει κατάνυξη, συντριβή και μετάνοια και φθάνοντας εν τέλει στην ώρα του θανάτου μας, να μην έχουμε κανένα απολύτως εφόδιο, που θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμο για την άλλη ζωή.

 Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι οι ίδιοι Απόστολοι του Χριστού δεν ήταν ούτε οι πιο μορφωμένοι, οι πιο σοφοί κατά κόσμον, ούτε οι πιο έξυπνοι άνθρωποι του κόσμου. Τα κατάφεραν όμως περίφημα, πραγματοποιώντας το μεγαλειώδες έργο, που τους ανέθεσε ο Κύριος. Και πέτυχαν κάτι αδιανόητο, απίστευτο και ανθρωπίνως αδύνατο, να κηρύξουν το ευαγγέλιο του Χριστού και να εδραιώσουν την Ορθόδοξη Πίστη σε όλη την τότε γνωστή οικουμένη, έχοντας απέναντί τους θεούς και δαίμονες και αντιμετωπίζοντας αξεπέραστα για άλλους και ανυπέρβλητα εμπόδια. 

Όπως τονίζει ο Απ. Παύλος η κατά Θεόν σοφία διδάσκεται σε εκείνους που είναι ώριμοι και τέλειοι πνευματικά ή τουλάχιστον σε εκείνους που αγωνίζονται κατά των παθών και αποκτούν συν τω χρόνω με τον αγώνα τους πείρα και ωριμότητα πνευματική. Είναι αυτό που λένε οι Ανδρέας και Αρέθας Καισαρείας στην ερμηνεία της Ιεράς Αποκαλύψεως, ότι η πείρα και ο χρόνος θα διδάξει σε εκείνους που νήφουν, που επαγρυπνούν και αγωνίζονται, τα σημεία των καιρών και θα τους πληροφορήσει εσωτερικά για την εκπλήρωση των προφητειών. Σε καρδιά που είναι γεμάτη από πικρία και ζήλον αρνητικό για τον πλησίον και τρέφει για τον συνάνθρωπο κακία, δόλο και μίσος, δεν κατέρχεται η θεϊκή σοφία και αφήνει απληροφόρητη την καρδιά αυτή και επομένως έκθετη και ευάλωτη στη σαγήνη και την απάτη της Νέας Εποχής.

 Συνεχίζοντας ο Απ. Παύλος λέγει ότι η θεϊκή σοφία δεν είναι σοφία του κόσμου τούτου, ούτε σοφία των αρχόντων του παρόντος αιώνος των καταργουμένων. Αυτοί σήμερα είναι και αύριο καταργούνται. Τόσο εφήμεροι και πρόσκαιροι είναι. Και η εξουσία τους είναι προσωρινή. Κανένας μεγάλος του κόσμου αυτού δεν γνώρισε τη θεϊκή σοφία. Πως λοιπόν μπορεί να μεταδώσει κάτι που δεν έχει; Εάν άλλοστε ήταν μέτοχοι της σοφίας του ουρανού οι πολιτικοί άρχοντες, δεν θα καταφέρονταν με τόσο μίσος κατά του Χριστού και της Εκκλησίας, μίσος που πολλές φορές είναι μεταμφιεσμένο σε ευλαβές ενδιαφέρον, ούτε και θα εσταύρωναν πάλιν και πολλάκις τον Βασιλέα της Δόξης. Αυτό ας το ακούσουν προσεκτικά όλοι οι πιστοί μας και ας μην προσκολλώνται στα κόμματα, υπολαμβάνοντάς τα ως σανίδα σωτηρίας, ούτε να έχουν υπερβολική εμπιστοσύνη στους πολιτικούς, τους άρχοντες του αιώνος τούτου, από τη στιγμή μάλιστα που οι ίδιοι οι πολιτικοί ερίζουν συνεχώς και  φαίνεται να μην εμπιστεύονται, να μην σέβονται και να μην εκτιμάνε ο ένας τον άλλον, προσβάλλοντας και αμφισβητώντας την αξιοπιστία και την προσωπικότητα αλλήλων. Άλλοστε ας μην ξεχνάμε ότι από τον ευρύτερο χώρο της πολιτικής εξουσίας θα προέλθει το θηρίον το αναβαίνον εκ της θαλάσσης, το βδέλυγμα της ερημώσεως, ο υιός της ανομίας.

Και συνεχίζοντας στην Ά προς Κορινθίους επιστολή του ο Παύλος λέγει ότι οι Απόστολοι του Χριστού διδάσκουνε σοφία που δίνει ο Θεός (και αυτό το κάνουνε διαχρονικά σε όλους τους αιώνες), σοφία μυστηριώδη που δεν μπορεί ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους μόνος του να την ανακαλύψει. Γι’αυτό πρόκειται για θεία αποκάλυψη και όχι για ανθρώπινη ανακάλυψη. Σοφία η οποία και τώρα ακόμη που απεκαλύφθη από τον Θεό στους εκλεκτούς του, μένει κρυμμένη και λανθάνουσα για όσους είναι ξένοι προς τον Χριστόν και δεν συνδέονται μαζί του. Η σοφία του Θεού μας μιλάει για πράγματα που δεν τα είδε μάτι, δεν τα άκουσε αυτί και δεν τα σκέφθηκε, ούτε τα φαντάσθηκε νους και καρδιά ανθρώπου. Και όλα αυτά τα ετοίμασε ο Χριστός για εκείνους που τον αγαπούν, έτσι ώστε και στην εποχή των εσχάτων, να έχουν το μέτρο, το κριτήριο και τα αισθητήρια να ακτινογραφούν τα έσχατα και να μπορούν μέχρι τέλους να διακρίνουν την πλάνη και τις πλεκτάνες του πονηρού. Η σοφία όμως του Θεού φανερώνει όχι μόνο όλα τα μυστικά και μυστήρια του ουρανού, αλλά ακόμη και όλα τα μυστικά και μυστήρια των σκοτεινών και υποχθονίων δυνάμεων, του πονηρού και των οργάνων του. Τα βάθη Του Πνεύματος, αλλά και τα βαθέα του Σατανά. Για να θέλγεται ο νους και η καρδιά των ευσεβών από τα βάθη του Πνεύματος, αλλά και να διδάσκεται αυτά που πρέπει από τα βαθέα του Σατανά. Έτσι ώστε οι πιστοί να μην καταλήξουν όπως οι πολλοί σαν τους τυφλούς στον Άδη και να μην βρεθούν στο βάραθρο της απωλείας, χωρίς να πάρουν είδηση για την καταστροφή στην οποία οδηγείται η ανθρωπότητα.

Δια τούτο λοιπόν οι πιστοί χριστιανοί είναι προνομιούχοι. Γιατί έχουν ή μπορούν να αποκτήσουν κάτι, που οι λοιποί των ανθρώπων δεν μπορούν να διανοηθούν ή δεν υποψιάζονται καν ότι υπάρχει. Την σοφία του Θεού. Αρκεί όπως υπογραμμίζει ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος να το ζητάνε από τον Χριστό με θερμή πίστη και με έντονη και επίμονη προσευχή. Χρειάζεται λοιπόν προσευχή και μελέτη του λόγου του Θεού για να αποκτήσει κανείς την άνωθεν σοφία. Παράλληλα πρέπει να ζητούμε με επίταση από τον Κύριο να μας χαρίσει νουν Χριστού για να μπορούμε να διακρίνουμε τα νοήματα του πονηρού, τις πονηρές και εφάμαρτες σκέψεις που μας υποβάλλει ο διάβολος, τους λογισμούς του Σατανά από τα θεία νοήματα και να μπορούμε να αποφεύγουμε τις παγίδες και τα τεχνάσματά του, σε έναν κόσμο και σε μία εποχή που βρίθει από τους πειρασμούς και τα νοήματα του Εωσφόρου. Έτσι θα μπορούμε να διακρίνουμε καθαρά και με σαφήνεια ποιο είναι το θέλημα του Θεού σε κάθε περίπτωση και δεν θα πελαγοδρομούμε κινδυνεύοντας να καταλήξουμε σε αδιέξοδο ή πολύ χειρότερα στην απώλεια και την καταστροφή. Η σοφία του Θεού θα κατευθύνει την ζωή μας και θα μας καθοδηγεί στο σωστό δρόμο και την ορθή πορεία, χαρίζοντάς μας σκέψη και αίσθηση Χριστού.

Η θεϊκή σοφία μας δίδεται ως αόρατη ευλογία και χάρις από τον Χριστόν, όχι όμως χωρίς να κοπιάσουμε και σίγουρα όχι σε εκείνους που έχουν τεράστια άγνοια της Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας και δεν έχουν ιδέα ούτε από τα βασικά, κυρίως λόγω αμέλειας και αδιαφορίας. Εδώ είμαστε ακόμη και ο Χριστός μας δίνει χρόνο, μακροθυμεί και παρατείνει τη ζωή μας, προκειμένου να εργαστούμε, να καλλιεργήσουμε τον αγρό της ψυχής μας και να αναπληρώσουμε όσο πρέπει τις ελλείψεις και την άγνοιά μας. Δεν ζητάει ο Κύριος κάτι φοβερό από εμάς, ούτε έχει υπερβολικές απαιτήσεις, δεν ζητάει να αρθούμε στο ύψος των αγίων Αποστόλων και να φθάσουμε το πνευματικό τους μεγαλείο-άλλη ήταν η εποχή η δική τους με την σωματική ευλογία και παρουσία του ιδίου του Χριστού και άλλη η δική μας, όπου ο Κύριος απουσιάζει όχι μόνο σωματικά αλλά και πνευματικά από τις καρδιές των περισσοτέρων- αλλά σίγουρα θα απαιτήσει από εμάς να αξιοποιήσουμε το πνευματικό οπλοστάσιο της Εκκλησίας όσο πρέπει, προκειμένου να πορευθούμε στους εσχάτους καιρούς που ζούμε, όπως οι εκλεκτοί του εκείνοι που δεν πρόκειται να πλανηθούν και όχι εκείνοι από τους εκλεκτούς που εν τέλει θα πλανηθούν.

 Όσο λοιπόν θα εργαζόμασθε πνευματικά, όσο ο λόγος του Θεού θα εισδύει μέσα στα κατάβαθά μας, τόσο θα μας εξοπλίζει και με τη δυνατότητα να βλέπουμε σωστά, να κρίνουμε όπως θέλει ο Θεός και έτσι να ενεργούμε αναλόγως. Έτσι θα γινόμαστε έτοιμοι συν τω χρόνω και ικανοί να μπορούμε να απαντάμε ορθόδοξα στις προκλήσεις της εποχής μας. Επειδή όμως κανείς από εμάς δεν είναι αδέσποτος ή τουλάχιστον δεν πρέπει να είναι, χωρίς πνευματικό πατέρα εννοώ, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η μεγαλύτερη αρετή που ελκύει την κατά Θεόν σοφία είναι η ταπείνωση. Σε υπερήφανη καρδιά δεν αναπαύεται, έστω κι αν αυτή η καρδιά γνωρίζει απ’έξω κι ανακατωτά όλη τη διδασκαλία της Εκκλησίας και έχει όλα τα χαρίσματα του κόσμου. Αυτή άλλοστε θα είναι περισσότερο μια ξηρή και θεωρητική γνώση, που δεν στηρίζεται όμως και δεν πηγάζει από την πνευματική πείρα και το ορθόδοξο βίωμα. Οπότε ένας σοφός πνευματικός πατέρας, μπορεί να καθοδηγήσει απλανώς τον ταπεινό μαθητή και να του μεταδώσει την δική του θεϊκή σοφία και να κάνει έτσι πιο εύκολο το έργο του υποτακτικού του.

Είμαστε όμως έτοιμοι αγαπητοί μου, εάν και εφόσον χρειαστεί να απαρνηθούμε τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες με τις οποίες ζούμε; Η ζωή μας κυριαρχείται από τις τεχνολογικές ανέσεις της εποχής. Τι θα έλεγαν οι Απόστολοι του Χριστού με τη θεϊκή τους σοφία, εάν έρχονταν αντιμέτωποι με την τεχνολογική εξέλιξη της εποχής μας; Ας είμαστε ειλικρινείς. Η κορύφωση της τεχνολογίας είναι αυτή που μαζί με όλα τα άλλα έχει οδηγήσει σε πνευματική χαυνότητα και χαλαρότητα και σε έκπτωση των ηθών και των αξιών της ανθρωπότητας. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι οι Απόστολοι θα είχαν θετική άποψη για την τεχνολογία της εποχής μας. Και δεν νοείται να υπάρχει χριστιανός που να είναι τελείως ανυποψίαστος για τον αρνητικό ρόλο, που θα διαδραματίσει ο τεχνολογικός παροξυσμός στις ημέρες των εσχάτων. Δεν μπορούμε να θεωρούμε τελείως αθώα την οποιαδήποτε εξέλιξη. Όλα γίνονται για κάποιο σκοπό. Όλα εξυπηρετούν ένα γενικότερο και ευρύτερο πλάνο.

Από την άλλη δεν μπορούμε να απαρνηθούμε και τελείως τη ζωή που μας προσφέρει η τεχνολογική πρόοδος, διότι αλλοιώς θα έπρεπε να είμαστε αποφασισμένοι να ζήσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας στις ερήμους και τις σπηλιές της γης, μακριά από οποιαδήποτε άνεση και παροχή μας προσφέρει αυτή. Βεβαίως όποιος θέλει είναι ελεύθερος να το κάνει. Να ζήσει μια ζωή χωρίς καμία τεχνολογική άνεση. Όχι όμως να το επιβάλλει και στους άλλους. Αυτό δεν έχει το δικαίωμα να το κάνει. Η άποψή μας είναι πως μπορούμε να ζούμε στην κοινωνία και να κάνουμε περισσότερο ή λιγότερο λελογισμένη χρήση των δυνατοτήτων που μας προσφέρει η εποχή μας, γνωρίζοντας πως κάποια στιγμή, θα κληθούμε να τα παρατήσουμε όλα και να θυσιάσουμε τα πάντα για τον Χριστόν. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι, όταν έλθει η στιγμή αυτή. Δια τούτο οφείλουμε ανά πάσα στιγμή να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να ελέγχουμε διαρκώς τον βαθμό προσκολλήσεώς μας στις ανέσεις και τις συνήθειες της εποχής μας. 

Εν κατακλείδι ας κάνουμε αγαπητοί μου την προσευχή μας στους αγίους Αποστόλους, προκειμένου να χαρίζουν σε όλους μας πλούσια τη θεϊκή τους σοφία και τον ουράνιο φωτισμό, έτσι ώστε να ξεπεράσουμε κάθε εμπόδιο, εσωτερικό και εξωτερικό που θα μπορούσαμε να συναντήσουμε στον παρόντα αιώνα τον απατεώνα και να βρεθούμε στη Βασιλεία του Χριστού, ευφραινόμενοι μετά των Αποστόλων του Χριστού και πάντων των Αγίων εις αιώνας αιώνων, όντας ενωμένοι αδιασπάστως με τον αληθινό Μεσσία και Υιόν του Θεού, τον όντως Ηγαπημένον Κύριον και Βασιλέα της Δόξης, τον Θεάνθρωπον της Αγάπης Ιησούν. Αμήν.

   

 

Η Πνευματολογία κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά

 

Υπό Ιερομ. Μακαρίου Παλαιολόγου

 

Κυριακή Β’ των Νηστειών,

 Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Μακάριε,

Παναγιώτατε Μητροπολίτα, Θεσσαλονίκης κ. Ευθύμιε,

Σεβασμιώτατε και Θεοφιλέστατοι Επίσκοποι της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών,

Πανοσιολογιώτατοι, Αιδεσιμολογιώτατοι, Οσιώτατες μητέρες, αγαπητοί μου αδελφοί,

ημέρα αφιερωμένη στην μνήμη του Αγίου Γρηγορίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά, του μεγάλου αυτού Ιεράρχου, υπερασπιστού και στύλου της Ορθοδόξου Πίστεως και αγωνιστού για την διατήρηση της γνησίας και ανοθεύτου αληθείας της πίστεως. Ως γνήσιος εκπρόσωπος της Ορθοδοξίας υπήρξε ακαταμάχητος ερμηνευτής και επίμονος υπερασπιστής, γι’  αυτό και η Εκκλησίας μας τοποθετεί την εορτή του, την Κυριακή μετά την, της Ορθοδοξίας, ως συνέχεια των αγώνων του υπέρ αυτής. Δοξάζω τον Θεό για την ευκαιρία της συναντήσεώς μας αυτής, και ενασχολήσεως με σημαντικά θεολογικά θέματα όπως είναι το σημερινό επιλεγέν  θέμα, το οποίο έχει τίτλο ‘’Η Πνευματολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά’’. Το θέμα αυτό ήταν το δεύτερο ανάμεσα σε αυτά που θα επέλεγα, αλλά  κατόπιν προτροπής του Παναγιωτάτου Μητροπολίτους μας, αποφάσισα να μιλήσω όχι για το θέμα διάκρισης ουσίας και ενεργειών αλλά για την διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.  Η μορφή  και το έργο του Αγίου Γρηγορίου, αποδεικνύουν τρανώς ότι η εποχή των μεγάλων Πατέρων και γενικώς η «πατερική εποχή» δεν τελειώνει, όπως κακώς συνηθίζεται να υποστηρίζεται με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Είναι πλέον καιρός η Ορθόδοξη Θεολογία να συνειδητοποιήσει την ιστορική συνέχειά της, η οποία δεν διεκόπη ποτέ. Μόνο εάν παραδεχθούμε την «διακοπή» της Εκκλησίας και την «νέκρωσή» της σε ορισμένες εποχές, μόνο τότε δικαιολογούμαστε να παραδεχθούμε την ύπαρξη θεολογικώς «κενών εποχών» στην ζωή της. «Πατερική εποχή» είναι κάθε εποχή, η οποία χαρίζει αγίους στην Εκκλησία. Κάθε άγιος είναι πατήρ της Εκκλησίας και κάθε εποχή των Πατέρων είναι η ίδια με την εποχή της Εκκλησίας. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι ένας εκ των πλέον αντιπροσωπευτικών μαρτύρων αυτής της ζωντανής συνέχειας της πατερικής εποχής. Η μορφή του Αγίου, πιστεύω έχει αποκτήσει τις πραγματικές διαστάσεις της, και ευλόγως δεν είναι απλώς ένας άγιος της Εκκλησίας, , αλλά ως θεολογική μορφή είναι η δημιουργική συνέχεια και ανάπτυξη ολόκληρης της πατερικής σκέψεως. Έτσι όπως μετά τον Άγιο Αθανάσιο ήταν αδιανόητη η θεολογία χωρίς εκείνον, και μετά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, χωρίς τον Άγιο Μάξιμο, έτσι και μετά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά είναι αδιανόητη η Θεολογία η Ορθόδοξη χωρίς εκείνον.

 Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359)[1]

Ο πατέρας του Αγίου Γρηγορίου, Κωνσταντίνος Παλαμάς, ήταν συγκλητικός, μέλος της αυτοκρατορικής αυλής και φίλος του Αυτοκράτορα Ανδρονίκου του Β’. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, γεννήθηκε το 1296 μ. Χ. Πολύ νωρίς πέθανε ο πατέρας του και εκείνος στην ηλικία των 7 ετών έγινε προστατευόμενος του αυτοκράτορα Ανδρονίκου του Γ’. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως, και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την φιλοσοφία. Στην ηλικία κοντά των 17 ετών άφησε τις σπουδές και μελετούσε ασκητικά έργα και επιδόθηκε στην άσκηση. Ο αυτοκράτορας τον προόριζε για ανώτατα αξιώματα, αλλά εκείνον τον ένοιαζε η νοερά προσευχή. Στα 20 έμεινε σε διάφορα μοναστήρια της Θράκης  του Αγίου Όρους και της Μακεδονίας. Κατόπιν έγινε ιερέας το 1326 μ. Χ στην Θεσσαλονίκη.  Η εισβολή των Σέρβων από τον Στέφανο Δουσάν στην Βέροια, οι λεηλασίες και ο εξανδραποδισμός, τον ανάγκασαν να επιστρέψει στον Άθωνα. Στο κελλί του Αγίου Σάββα και σε αυτήν την εποχή μετασχηματίζεται και ο λόγος του από ηθικός σε δογματικό εντολή την οποία έλαβε σε όραμα. Νόμιζε, καλυφθείς από ελαφρά σκιά ύπνου, ότι κρατούσε στα χέρια του σκεύος γεμάτο από γάλα, το οποίο ξαφνικά φούσκωνε και άρχισε να εκχειλίζει, ενώ συγχρόνως μεταβαλλόταν σε οίνο εύγευστο  ο οποίος ανέδυε ευχάριστη ευωδία. Νέος επιφανής Άγγελος εμφανίσθηκε, τον επετίμησε με τους λόγους «διατί δεν μεταδίδεις από το θείον τούτο ποτόν το οποίο αναβλύζει κατά θαυμαστό τρόπο, αλλά το αφήνεις να χύνεται ματαίως;». Αντιλήφθηκε ο Άγιος ότι η έννοια της οπτασίας ήταν ότι έπρεπε να δώσει στον λόγο του υψηλό και δογματικό περιεχόμενο και έτσι άρχισε να γράφει[2]

Το 1334 επί αυτοκράτορος Ανδρονίκου του Γ’, ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη για επανάληψη διαπραγματεύσεων περί ενώσεως των εκκλησιών αντιπρόσωποι του πάπα, ο Ιταλός Φραγκίσκος, επίσκοπος Χερσώνος και ο Άγγλος Ριχάρδος, επίσκοπος Βοσπόρου. Τούς δύο θεολόγους αντιμετώπισε τότε ένας «ορθόδοξος» της Δύσεως, Βαρλαάμ ο Καλαβρός. Οι θεολογικοί κύκλοι της Ανατολής θεώρησαν ότι ο Βαρλαάμ με όσα εισηγήθηκε περιέπλεξε ακόμη περισσότερο το θέμα. Ο βιογράφος του Παλαμά παρατηρεί ότι ο Βαρλαάμ, αναλαμβάνοντας δήθεν να ελέγξει τους Λατίνους για την προσθήκη του Filioque απέτυχε, διότι προσπάθησε να θεραπεύσει το κακό των Λατίνων με νέο μεγαλύτερο κακό[3]. Τότε ο Άγιος Γρηγόριος εκλήθη να πάρει μέρος στον διάλογο και οι τίτλοι ακόμη των έργων του περί «ἀποδεικτικού» λόγου, δείχνουν την αντίθεση του και στον Βαρλαάμ.

 Ο Βαρλαάμ υποστήριζε ότι ο ισχυρισμός των Λατίνων περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού δεν στηρίζεται στην λογική, διότι το θείο είναι ακατάληπτο. Η θέση αυτή καθώς ήταν σύμφωνη με τις φυσιολογικές προϋποθέσεις του Βαρλαάμ, υπέσκαπτε τα θεμέλια του ορθοδόξου δόγματος γι’ αυτό ο Παλαμάς συνέταξε τα έργα του «Λόγοι δύο ἀποδεικτικοί περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» στους οποίους τονίζει ότι υπάρχει επί του Θεού απόδειξη, αλλ’ αυτή είναι διαφορετική από την λογική του ανθρώπου ενώ απαντά κυρίως στις προτάσεις των Λατίνων και των Λατινοφρόνων.

Πρώτος που απέκρουσε την προσθήκη του Filioque υπήρξε ο Άγιος Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Μέγας. Επιχειρήματα του Αγίου Φωτίου χρησιμοποιεί και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.

Ο Άγιος Γρηγόριος αρχίζει τον λόγο του κάνοντας αναφορά στον διάβολο και στους υπάκοους σε αυτόν αιρετικούς (αρειανούς, Ευνομιανούς, Μακεδονιανούς) και γράφει γι’ αυτούς ότι εκπροσωπούν τον διάβολο  που βάζει στους αιρετικούς άδικες και αιρετικές σκέψεις. Σε αυτόν τον διάβολο, είναι πειθήνιοι και οι Λατίνοι οι οποίοι εισάγουν νέους περί Θεού όρους, οι οποίοι φέρνουν μεγάλα κακά [4].  Κάποιες φορές δε οι λατίνοι ισχυρίζονται ότι συμφωνούν με εμάς, μόνο έχοντας διαφωνία σε κάποιους λόγους, λέγοντας ψέματα στους εαυτό τους. Αφού όμως εμείς δεν δεχόμαστε την ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος  ως προερχόμενη  και από την υπόσταση του Υιού, ενώ εκείνοι την δέχονται ως προεχομένη και από τον Υιό, είναι αδύνατο να καταλήγουμε και οι δύο σε μία έννοια… και δεν είναι δυνατόν να είμαστε στην αλήθεια όταν για το ίδιο πράγμα αποδώσουμε και αρνηθούμε αυτό[5] λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Μέσα στο Θεό υπάρχει μία μόνο υπεράρχιος αρχή και έναν μόνο αναίτιο που είναι ο Θεός Πατήρ.  «Εσείς»- λέει ο Θεολόγος της Θεσσαλονίκης,- δέχεσθαι δύο αρχές αν και δεν το ισχυρίζεσθε φανερά,  αλλά αυτό συνάγεται από τα όσα λέτε»[6]. «Εμείς που διδαχθήκαμε από την θεοσοφία των Πατέρων, δεν αγνοούμε τα εφευρήματα τα διαβόλου…,  γι’  αυτό, ποτέ δεν πρόκειται να σας δεχθούμε σαν κοινωνούς, όσο χρόνο ομολογείτε ότι το Πνεύμα προέρχεται και εκ του Υιού»[7]. Όταν διδάσκετε αυτά, Προσθέτετε στην αποκαλυπτική για το άγιο Πνεύμα θεολογία του Χριστού που είναι η αυτοαλήθεια,(ενν. ο Χριστός), ο Θεός ο ενανθρωπίσας,(εκείνος είπε :Το Πνεύμα της αληθείας, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα)[8], και συνεπώς, αθετείτε τα του Χριστού[9].

Έρχεσθε επίσης σε αντίθεση με τους Ευαγγελιστές, τους Αποστόλους και τους θεολόγους οι οποίοι δεν μίλησαν ποτέ περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό. Επίσης ούτε στις Συνόδους ειπώθηκε ή θεολογήθηκε κάτι τέτοιο[10]. Πώς τολμάτε να εισαγάγετε τόσον εκφυλιστικήν[11], προσθήκην εις τον όρο της πίστεως τον οποίο  οι έγκριτοι πατέρες παρέδωσαν πνευματοκινήτως[12];Εις το σύμβολο αυτό, δεν επιτρέπεται καθόλου να προσθέσει ή να αφαιρέσει κανείς μετά την Δεύτερη Σύνοδο των αγίων, από την οποία όποιος τολμήσει κάτι τέτοιο υποβάλλεται σε κατάρα και εκβάλλεται από την Εκκλησία[13]».

Το δεύτερο πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζει ο Παλαμάς είναι ερμηνευτικό. Οι Λατίνοι ισχυρίζονταν ότι το σύμβολο λέει ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός, αλλά δεν λέει «εκ μόνου του Πατρός», επομένως επιτρέπεται να υιοθετήσουμε ότι το σύμβολο σιωπηρώς δέχεται και την εκ του Υιού εκπόρευση. Ανάλογες απόψεις υποστήριξε ο Βαρλαάμ, με το «Συμβουλευτικό περί ὁμονοίας πρός Ρωμαίους καί Λατίνους» κατά τις συνομιλίες του 1334[14].

Ο λόγος αυτός εκφράζει για τον Βαρλαάμ και τις αντιλήψεις του για τον τρόπο, κατά τον οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί η ένωση των εκκλησιών. Με το «Συμβουλευτικό» τόνιζε ότι το θέμα της εκπορεύσεως ή όχι του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού δίχασε την Εκκλησία, και πρότεινε δε για αποφυγή σχισμάτων την καθιέρωση του «νόμου», κατά τον οποίο δημόσια μεν θα απαγγελλόταν το σύμβολο ως είχε, χωρίς της προσθήκης του Filioque, κατ’ ιδίαν δε ο καθ’ ένας μπορούσε να έχει το δικό του πιστεύω πάνω στο θέμα αυτό[15]. Επιπλέον συμβούλεψε και τους Έλληνες και τους Λατίνους να μετριάσουν τις εκφράσεις τους, για να ειρηνεύσουν οι εκκλησίες. Έτσι προς τους Έλληνες έλεγε να αφήσουν αυτήν την θέση και να μην την λέγουν, διότι είναι «στασιαστική» και αίτιο συμφορών στην Εκκλησία[16] και στον πάπα ζητούσε να ακυρώσει αυτήν την λέξη και τότε θα είναι ο ευεργετικότερος όλων  διότι αυτή η προσθήκη δημιούργησε πολλά δεινά και κανένα καλό δεν έφερε στην εκκλησία. Η κεφαλή ο Χριστός, έμεινε άτμητος, τα δε μέλη διαιρεθέντα και φιλονικούντα αμφισβητούν την κεφαλή. Έτσι ο πάπας αφαιρώντας το Filioque θα ενώσει την Εκκλησία, θα φέρει ειρήνη και θα απολαμβάνει την τιμή των τεσσάρων πατριαρχών[17].

Ο Παλαμάς αντικρούοντας τις θέσεις των Λατίνων υποστήριξε ότι το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από μόνο τον Πατέρα. Προκειμένου αφ’ ενός να αναιρέσει και αφ’ ετέρου να θεμελιώσει τις ορθόδοξες θέσεις ο Παλαμάς επικαλείται το Σύμβολο Νικαίας- Κωνσταντινουπόλεως. Με το σύμβολο ομολογούμε πίστη σε «ἕναν Θεόν, πατέρα παντοκράτορα». Επίσης ομολογούμε πίστη και «εἰς ἕναν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων» και «εἰς τό Πνεῦμα τό ἅγιον τό ἐκ τοῦ πατρός ἐκπορευόμενον». Όπως λοιπόν ομολογούμε ότι ο Υιός γεννάται εκ του Πατρός, συννοείται και συνυπακούεται το «μόνου», έτσι το ίδιο ισχύει και για το Άγιο Πνεύμα[18]. Ακολούθως ο Παλαμάς επιστρατεύει πατέρες της Εκκλησίας, παραθέτοντας την διδασκαλία τους πάνω σ’ αυτό το θέμα.

Πρώτη μαρτυρία από τον Άγιο Ιουστίνο τον Φιλόσοφο και μάρτυρα: «οὕτω καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ πατρός, πλήν τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως · ὁ μέν γάρ γεννητῶς ἐκ φωτός ἐξέλαμψε, τό δέ ἐκπορευτῶς προῆλθεν»[19]. Δεύτερη μαρτυρία του Αγίου Μεγάλου. Αθανασίου ο οποίος ρωτά: « Τίς ἐστι Θεός; Ἡ πάντων ἀρχή κατά τόν Ἀπόστολον λέγοντα, εἶς Θεός «ὁ Πατῆρ, ἐξ’ οὗ τά πάντα, καί γάρ ὁ λόγος ἐξ’ αὐτοῦ γεννητῶς, καί τό πνεῦμα ἐξ’ αὐτοῦ ἐκπορευτῶς»[20]. Τον Παλαμά ενισχύει επίσης και η διδασκαλία του Αγ. Κυρίλλου, που τονίζει ότι τα προσκυνητά πρόσωπα είναι τρία· ο Πατήρ, η πηγή της θεότητος, ο Υιός, γεννηθείς εκ του Πατρός, και το Πνεύμα το Άγιο εκπορευόμενον εκ του Πατρός[21].

Κατά τις μαρτυρίες του συμβόλου της πίστεως και των πατερικών χωρίων, αν και δεν λέγεται «εκ μόνου του πατρός», διότι δεν είχε δημιουργηθεί τέτοιο θέμα, η εκπόρευση αναφέρεται  μόνο στον Πατέρα.

Μόνη πηγή θεότητος είναι ο Πατήρ. Ο Υιός με κανένα τρόπο δεν έχει την εκπόρευση, όπως ούτε το Πνεύμα την γέννηση. Αυτό αποτελεί αλήθεια της Εκκλησίας. Η τήρηση αυτή επιβάλλεται αλλιώς καταλήγουμε σε βλασφημία. Όπως ο Υιός είναι γεννητός, έτσι και μονογενής, έτσι ένα και μόνο είναι το εκπορευτό, το Πνεύμα το άγιο. Και όπως ο Υιός γεννάται αμέσως από τον Πατέρα, έτσι και το Πνεύμα το άγιο εκπορεύεται από μόνο τον Πατέρα αμέσως[22].  Είναι άρα αδύνατον να υπάρχει εκπορευτό και από τον Υιό, εκτός εάν και ο Υιός είναι Πατήρ.

Την ανατολική θέση για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από μόνο τον Πατέρα κατοχύρωσαν κυρίως οι Καππαδόκες θεολόγοι, που εισήγαγαν τον όρο «αἴτιον» στις ενδοτριαδικές σχέσεις. Το αίτιο αναφέρεται αποκλειστικά στον Πατέρα[23]. Ο Υιός γεννάται από την υπόσταση του Πατρός ενώ το Πνεύμα εκπορεύεται από αυτή. Σύμφωνα με αυτά ένα είναι το αίτιο, και μία η θεογόνος πηγή, το πρόσωπο του Πατρός. Ο Γρηγόριος Νύσσης χρησιμοποιώντας τον όρο «αἴτιον»  ξεχωρίζει μεταξύ πολλών και διαφόρων αιτίων στους ανθρώπους και του ενός στις ενδοτριαδικές σχέσεις. Τά πρόσωπα τοῦ ἀνθρώπου δέν έχουν  ὅλα τήν ὕπαρξιν ἀπ’ εὐθείας ἀπό τό ἴδιον πρόσωπον, διότι μαζί μέ τά αἰτιατά εἶναι καί τά αἴτια πολλά καί διάφορα. Ἐπί τῆς ἁγίας Τριάδος ὅμως δέν συμβαίνει τό ἴδιον διότι τό ἕν καί τό αὐτό εἶναι τό πρόσωπον, ἀπό τό ὁποῖον γεννᾶται ὁ Υἱός καί ἐκπορεύεται τό ἅγιον Πνεῦμα, τό τοῦ Πατρός. Διά τοῦτο ἔχομεν τό θάρρος νά λέγωμεν ἐγκύρως ἕνα Θεόν τόν ἕναν αἴτιον μαζί μέ τά αἰτιατά αὐτοῦ»[24]. Ο Παλαμάς εμμένοντας στην διδασκαλία αυτή υπογραμμίζει ότι στην Τριάδα υπάρχει ένα αίτιο, ο Πατήρ, μαζί με τα δύο αιτιατά[25].

Η προσθήκη στο σύμβολο της πίστεως «καί ἐκ τοῦ υἱοῦ» δεν εισάγει μόνο δύο αρχές, οδηγεί και σε πολυθεΐα. Ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης δίδαξε ότι «ὅσα ἐστί τοῦ πατρός καί τοῦ υἱοῦ, ταῦτα καί τῷ θεαρχικῷ πνεύματι κοινῶς καί ἠνωμένως ἀνατίθεσθαι»[26], ἐνῷ ὁ Μ. Βασίλειος «πάντα τά κοινά Πατρί και Υἱῷ κοινά ἐστι τῷ Πνεύματι»[27].Εάν όμως είναι κοινό και το εκπορεύειν το Πνεύμα, παρατηρεί ο Παλαμάς, τότε κατά συνέπεια και αυτό πρέπει να εκπορεύσει άλλο πνεύμα. Έτσι πρέπει να δεχθούμε όχι τριάδα, αλλά τετράδα[28]. Ο ισχυρισμός των Λατίνων ότι εκ δύο προσώπων προέρχεται το ένα  εισάγουν δύο αρχές και δύο αίτια και πολυθεΐα[29]. Βεβαίως παρατηρεί ο Παλαμάς ουδέποτε οι Λατίνοι είπαν ή δίδαξαν ετούτο, αλλ’ ισχυριζόμενοι ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Υιού, εισάγουν δύο αντιθέτους αρχές και κατ’ ανάγκην καταλήγουν σε πολυθεΐα[30].

Οι Λατίνοι συγχέουν τα υποστατικά με τα φυσικά προσόντα, δηλαδή τις τριαδικές υποστάσεις με την φύση του Θεού. Συγχέοντας δε μεταξύ των ενεργημάτων όλης της θείας φύσεως, όπως είναι το δημιουργικόν, και των υποστατικών όπως είναι το εκπορευτόν, αποδίδουν το τελευταίο αυτό, όχι στην υπόσταση του Πατρός μόνο, αλλά και στην υπόσταση του Υιού, ή μάλλον σε ολόκληρη τη θεότητα, όπως πράγματι και η δημιουργία αποδίδεται σε ολόκληρη την θεότητα. Η σύγχυση αυτή είναι απόρροια παλαιών μοναρχιανικών αντιλήψεων της Ρώμης. Ο Παλαμάς αποκρούοντας την εκπόρευση εκ του Υιού, σημειώνει τον κίνδυνο ταύτισης της υποστάσεως του Υιού με την του Πατρός[31]. Για να διευκρινίσει ακόμη περισσότερο την εκ μόνου του Πατρός εκπόρευση ο Παλαμάς διαστέλλει μεταξύ της κατά χάριν θεοποιήσεως του ανθρώπου που αυτός καθίσταται θεός όχι εκ μόνου του Πατρός αλλά και δια του Υιού εν Αγίω Πνεύματι και της καθ’ ύπαρξιν και κατά φύσιν θεότητος του Πνεύματος. Το Πνεύμα είναι όμως Θεός φύσει[32].

Άλλο θέμα που αντιμετωπίζει ο Παλαμάς είναι η διδασκαλία του Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος είπε για τον Κύριο ότι είναι αρχή εκ της αρχής[33]. Αυτήν επικαλούνται οι Λατίνοι για στήριξη των θέσεών τους. Αυτοί έναντι των Ορθοδόξων πρόβαλαν την δική τους διδασκαλία όπως είχε διαμορφωθεί από σειρά πολλών διακεκριμένων θεολόγων, από του Αυγουστίνου Ιππώνος μέχρι του Ανσέλμου Κατερβουρίας και του Θωμά του Ακινάτου, για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και εκ του Υιού. Αναγνωρίζοντας όμως και οι ίδιοι τον κίνδυνο εισαγωγής δυαρχίας στην τριαδική θεολογία, εξελάμβαναν αυτήν τη δυαδική εκπόρευση ουσιωδώς εκ μίας αρχής, χωρίς να φοβούνται τον κίνδυνο καταλήξεως στην αρχαία μοναρχιανική αντίληψη. Ο Βαρλαάμ ενδιαφερόμενος πολύ για την ένωση των εκκλησιών, τόνιζε ότι δεν είναι άτοπο να δεχθεί κανείς δύο αρχές, τον Πατέρα και τον Υιό, όχι όμως διηρημένες ή αντιτιθέμενες, αλλά την μία από την άλλη, επικαλούμενος και την ανωτέρω μαρτυρία του Γρηγορίου του Θεολόγου[34].Τις θέσεις του αυτές ανέπτυξε εκτός των άλλων και στο «Συμβουλευτικόν», επανέλαβε δε αυτές και στις προς τον Παλαμά επιστολές του[35].

Ο Παλαμάς απορρίπτοντας αυτήν την ερμηνεία στο χωρίο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου έλεγε ότι για κανέναν λόγω μπορεί να αναφέρεται αυτή στην εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Ο Χριστός είναι όντως αρχή, όχι όμως του Αγίου Πνεύματος, αλλά των δημιουργημάτων. Με την έννοια αυτή όχι μόνο ο Πατήρ, αλλά και ο Υιός και το Πνεύμα είναι η αρχή του κόσμου. Προς στήριξη της διδασκαλίας αυτής επικαλείται Γραφικά χωρία, από τα οποία φαίνεται ότι η δημιουργία είναι έργο κοινό της Αγίας Τριάδος «πνεῦμα Κυρίου τό ποιῆσάν με»[36], «λόγῳ μέν Κυρίου τούς οὐρανούς στερεωθῆναι»[37]  κ. α. Ερμηνεύοντας τα χωρία αυτά , λέει ο Παλαμάς ότι ο Υιός και το Πνεύμα δημιούργησαν τον κόσμο και είναι αρχή της δημιουργίας[38].Η ορθή ερμηνεία της φράσεως του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου είναι ότι ο Υιός δεν είναι αρχή του Πνεύματος, αλλά των κτισμάτων, όπως αρχή των κτισμάτων είναι και το Πνεύμα. Δηλαδή αναφέρεται στην μία δημιουργική αρχή που είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα[39].

Εάν παρά αυτά κάνουμε και τον Υιό αρχή του Πνεύματος με την έννοια αυτή, τότε και το Πνεύμα υποβιβάζεται σε δούλο και κτίσμα όπως τα δημιουργήματα: «Τοῦ δέ Πνεύματος πῶς θά ἠδύνατο νά εἴπῃ κανείς ἀρχήν ἐπί τῆς σημασίας ταύτης τόν Υἱόν, ἐκτός ἐάν καί τό Πνεῦμα εἶναι δοῦλον καί κτιστόν;»[40]. Η εμμονή στην διδασκαλία αυτή παρουσιάζει τον Υιό ως άλλη αρχή, ως άλλη θεότητα, της κοινωνίας του Πνεύματος σε αυτή την περίπτωση να καθίσταται αδύνατη προς τον Πατέρα : «Εἰ δέ τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος θεότητος ὁ Υἱός ἐστιν ἀρχή κοινωνεῖν δέ κατ’ αὐτήν τῷ Πατρί ἀμήχανον, μόνος γάρ τεθεολόγηται πηγαία θεότης Πατήρ, ἑτέρας ἄρα διαφόρου τινός θεότητος ὁ Υἱός ἐστι ἀρχή καί διέσπασε τό Πνεῦμα τῆς πηγαζούσης ἐκ τοῦ Πατρός θεότητος. Ἡ δύο διαφόρους θεότητας δώσωμεν τούτῳ τῷ ἑνί οἱ καί τοῖς τρισίν μίαν ἀνομολογοῦντες θεότητα;»[41]

Συναφές θέμα με την ερμηνεία του ανωτέρου χωρίου του Γρηγορίου του Θεολόγου είναι και αυτή που δίδεται από τον Παλαμά στις προθέσεις «ἐκ» και «διά», το νόημα των οποίων ταύτιζαν οι Λατίνοι. Η πρόθεση «διά» πρέπει να ταυτίζεται όχι με την «εκ» αλλά με την «συν» και «μετά». Έτσι πρέπει να κατανοήσουμε όταν γίνεται λόγος στους ορθοδόξους ότι το Πνεύμα διά του Υιού εκπορεύεται, «συν τω Υιώ το Πνεύμα εκ του Πατρός». Η εκ του Πατρός εκπόρευση του Πνεύματος συμπαρομαρτεί την αΐδια γέννηση του Υιού, κατά τον Δαμασκηνό ο οποίος είπε «Πνεῦμα γάρ μεμαθήκαμεν, το συμπαρομαρτυροῦν τῷ λόγῳ καί φανεροῦν αὐτοῦ την ἐνέργειαν»[42] ενώ κατά τον Μ. Βασίλειο, η πρόθεση «διά» αναφέρεται στα κτίσματα. Ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Πατέρα δια του Υιού, κατά τον Απ. Παύλο «ἐξ’ αὐτοῦ καί δι’ αὐτοῦ»[43].

 Διευκρινίζοντας ο Παλαμάς περαιτέρω το νόημα των προθέσεων «διά» λέει ότι δια μέσου Θεού εκ Θεού, «οὐ Θεόν ὑφιστάμενον δοξάζομεν», αλλά μόνο κτίσματα. Ο Χριστός δεν είναι όργανο αλλά συνδημιουργός. Οι Λατίνοι φρονώντας ότι δια μέσω του Υιού, δηλαδή δια μέσω της θεότητας του Υιού, ήλθε ο Πατήρ για να εκπορεύσει το Πνεύμα, καταλήγουν σε βλασφημία, διότι δια μέσου Θεού δεν προέρχεται Θεός, αλλά κτίσματα[44].Οι προθέσεις «ἐκ» και «διά» ορθά ερμηνευόμενες δεν μαρτυρούν διαφωνία ούτε διαφοροποιούν την Τριάδα, αλλά διευκρινίζουν και τονίζουν την ενότητά της[45].

Τα κτίσματα, έχοντας την αρχή τους στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, είναι αποτέλεσμα θελήσεως του Θεού. Δηλαδή όλης της Αγίας Τριάδος. Εάν πούμε ότι το Πνεύμα προήλθε διά του Υιού, τότε και αυτό είναι προϊόν θελήσεως. Αλλά τα δύο πρόσωπα, ο Υιός και το άγιο Πνεύμα, προήλθαν όχι από την θέληση αλλά από την φύση του Πατρός. Εάν επιμείνουμε στην ταύτιση του νοήματος των δύο αυτών προθέσεων υπάρχει φόβος να ερμηνευθεί ως διαβατικώς και παροδικώς, κατά κάποιον τρόπο δια του Υιού διέρχεται το Πνεύμα. Αλλά τότε είναι σαν να μιλούμε για τόπο και όργανο. Η φύση όμως του οργάνου είναι διαφορετική από την φύση του Θεού. Όταν δε, λέμε ότι τα πάντα διά του Υιού εκ του Πατρός, όχι διαβατικώς αλλά δημιουργικώς. Ο Χριστός δεν είναι το όργανο αλλά συνδημιουργός, όπως συνδημιουργός με την έννοια αυτή είναι και το Πνεύμα[46]. Κατά τον Μ. Βασίλειο «τό διά τοῦ Υἱοῦ δημιουργεῖν τόν Πατέρα οὔτε ἀτελῆ τοῦ πατρός τήν δημιουργίαν συνίστησιν, οὔτε ἄτονον τοῦ Υἱοῦ παραδηλοῖ τήν ἐνέργειαν, ἀλλά τό ἡνωμένον τοῦ θελήματος παρίστησι»[47]. Ο Υιός και το Πνεύμα είναι συναίτιοι της δημιουργίας. Γι’ αυτό ο Πατήρ καλείται και προκαταρκτικόν αίτιον, επειδή δημιούργησε τα κτίσματα. Ο όρος, διευκρινίζει και πάλι ο Παλαμάς, αφορά όχι στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αλλά στην δημιουργία. «Οὐκ ἐπί τοῦ ἀνάρχου τοίνυν Πνεύματος το προκαταρκτικόν καί πρῶτον αἴτιον, ἄπαγε τῆς βλασφημίας, ἀλλ’ ἐπί τῶν ἐσχηκότων τήν χρονικήν ἀρχήν, ἐφ’ ὧν καί ὁ Υἱός τῷ Πατρί συναίτιός ἐστι»[48]. Κατά την επιγραμματική φράση του Παλαμά, ο κόσμος δημιουργήθηκε όχι από του Πατρός, αλλά από τον Θεό, δηλαδή από τον Θεό Πατέρα, τον Θεό Υιό και τον Θεό Άγιο Πνεύμα[49].

Οι Λατίνοι συγχέουν και ταυτίζουν την εκπόρευση με την αποστολή του Αγ. Πνεύματος. Αλλ’ η αποστολή, λέει ο Παλαμάς, είναι αποτέλεσμα θελήσεως. Τα έργα της τρισυποστάτου θεότητος είναι κοινά. Ένα δε από τα έργα είναι και η αποστολή, δηλαδή η φανέρωση. Το Άγιο Πνεύμα φανερώνεται αφ’ εαυτού του, έρχεται προς εμάς πεμπόμενον από τον Πατέρα και τον Υιό. Η εκ του Υιού πέμψις του Πνεύματος σημαίνει φανέρωση αυτού. Σύμφωνα με αυτά άλλη  είναι η σημασία της εκπορεύσεως και άλλη της φανέρωσης. Εάν ταυτίσουμε αποστολή και φανέρωση με την εκπόρευση, τότε κατ’ ανάγκη πρέπει να πούμε ότι και ο Υιός εκπορεύεται από το Άγιο Πνεύμα. Διότι ο Υιός στάλθηκε στον κόσμο πρίν από το Άγιο Πνεύμα. Η αποστολή του Υιού είναι έργο του Πατρός και του Πνεύματος, κατά την Γραφή[50].Εάν πέμψη και αποστολή του Πνεύματος ταυτισθεί με την εκπόρευση, τότε και η αποστολή, δηλαδή η πέμψη του Υιού στον κόσμο, κατά συνεκδοχή, πρέπει να θεωρηθεί ως εκπόρευση[51].

 Η αποστολή είναι έργο θελήσεως και αποτελεί εκδήλωση προς τα έξω, συνδέεται δε προς την δημιουργία. Το Πνεύμα ούτε κτίσμα είναι ούτε έχει την ίδια προέλευση, την οποία έχουν τα κτίσματα. Το Άγιο Πνεύμα έχει την ύπαρξή του από την φύση και όχι από την θέληση. «Ἔργον μέν γάρ φύσεως κατ’ αὐτούς (τούς θεολόγους) ἡ προαιώνιος καί ἀΐδιος γέννησις. Ἔργον δέ θείας θελήσεως ἡ κτίσις»[52]. Εκπόρευση σημαίνει την καθ’ αυτό από τον Πατέρα ύπαρξη, αποστολή σημαίνει συγκατάβαση χάρη ημών των ανθρώπων[53] .

Το Άγιο Πνεύμα ήλθε στον κόσμο μετά τον Υιό, πεμπόμενο από τον Υιό. Η πέμψη γίνεται εν χρόνω. Η εν χρόνω αποστολή γίνεται για αιτία, ενώ η εκπόρευση χωρίς αιτία, ούτε χρονικά, ούτε προς ωρισμένους, αλλά γενικά και απόλυτα, ως ομόθεον και ομοούσιον και εξαρτώμενο όπως και ο Υιός από την ίδια αιτία και αρχήν, και παρ’  εαυτού ερχόμενο ως κύριον και αυτεξούσιον[54].

Ακολούθως ο Παλαμάς ερμηνεύει το νόημα του εμφυσήματος του Κυρίου προς τους μαθητές. Όταν ο Κύριος είπε προς τους μαθητές του «Λάβετε πνεῦμα ἅγιον» δεν έδιδε την υπόσταση του Πνεύματος, δεδομένου ότι σε άλλη περίπτωση ο ίδιος ο Κύριος τόνισε ότι ο Παράκλητος θα ερχόταν μετά την εις ουρανούς ανάληψή του, αλλά τις ενέργειες του Πνεύματος. Εξ’ άλλου ο Χριστός παρατηρεί ο Παλαμάς, δεν είπε «λάβετε το Πνεύμα», αλλά απλώς «Πνεῦμα» χωρίς άρθρο, δηλαδή «βραχύ τι τοῦ πνεύματος» και προσθέτει. «Σαφές οὖν ὡς μερικήν τοῦ Πνεύματος ἐνέργειαν διά τοῦ ἐμφυσήματος ἔδωσεν, οὐκ αὐτοῦ τήν φύσιν ἤ τήν ὑπόστασιν. ἀμερής γάρ παντάπασιν ἡ τοῦ θείου Πνεύματος φύσις τε καί ὑπόστασις»[55].  Και γιατί έδωσε δι’  εμφυσήσεως ότι έδωσε; Για να δείξει ότι είναι μία η ενέργεια του Θείου Πνεύματος και του Υιού και με αυτό να παραστήσει την συνάφεια και συμφυΐα και ομοτιμία δηλαδή  Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος.

Η σημασία ακόμη του πέμπεσθαι και δίδοσθαι τίποτε άλλο ενέχει εκτός από την φανέρωση. Εάν η φανέρωση ταυτίζεται με την εκπόρευση, τότε η πέμψη πρέπει να είναι αΐδιος, πράγμα μή ορθό[56].

Κατά την έκφραση του Γρηγορίου του Θεολόγου ο Χριστός είναι ταμίας του Πνεύματος, ως Θεός και Θεού Υιός. Ο ταμίας όμως δεν έχει από τον εαυτό του τα δεδομένα, αν και ο Χριστός έχει όλο το Πνεύμα, το οποίο αναπαύεται σ’ αυτόν[57]. Επίσης διαφορετική είναι και η έννοια της προόδου, και όχι η εκπόρευση. Η πρόοδος αυτή σημαίνει την έκχυση σε κάθε σάρκα. Ο Παλαμάς την εκ του Πατρός και του Υιού πρόοδο είναι διατεθειμένος να εκλάβει  ως εκπόρευσις, με την έννοια της έκχυσης. Η πρόοδος αυτή του Πνεύματος ονομάζεται ευδοκία Πατρός και Υιού, διότι γίνεται για φιλανθρωπία. Ονομάζεται επίσης και αποστολή και δόση και συγκατάβαση. Οι λέξεις αυτές εκφράζουν την εν χρόνω φανέρωση[58].

Συνοπτική περί του Πνεύματος διδασκαλία του Γρηγορίου του Παλαμά έχουμε στην ομολογία του ενώπιον της συνόδου[59]. Ο Πατήρ είναι ο μόνος πατήρ του Υιού, ενώ ένας και μόνος προβολεύς του Πνεύματος. Ο Θεός Πατήρ είναι πάντοτε Πατήρ, μόνος Πατήρ και μόνος προβολεύς. Ο Θεός πατήρ είναι μείζων του Υιού και του Πνεύματος, αυτό μόνο κατά την αιτία της υπάρξεως ενώ κατά τα άλλα όλα ο Πατήρ είναι ομότιμος με τα δύο άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, Του Πατρός Υιός είναι ένας, άναρχος μεν ως άχρονος, όχι όμως και άναρχος, διότι πηγή και ρίζα έχει τον Πατέρα. Το ίδιο και το Άγιο Πνεύμα. Αυτό είναι συνάναρχο του Πατρός και του Υιού, ως άχρονο, όχι όμως άναρχο, διότι και γι’ αυτό πηγή και ρίζα είναι ο Πατήρ, όχι όμως ως γεννητό το Πνεύμα αλλ’ ως εκπορευτό.. Το Άγιο Πνεύμα προέρχεται από τον πατέρα αχρόνως και απαθώς, «οὐ γεννητῶς ἀλλ’ ἐκπορευτῶς» αδιαίρετο του Πατρός και του Υιού, ως προερχόμενο από τον Πατέρα αχρόνως και απαθώς. Προερχόμενο από τον Πατέρα και αναπαυόμενο στον Υιό είναι ενωμένο ασυγχύτως και αμερίστως και αδιαιρέτως. Το Πνεύμα του Θεού, εκ Θεού, «οὐκ ἄλλος μέν καθ’ ὅ Θεός, ἄλλος δέ καθ’  ὅ Παράκλητος». Πνεύμα αυθυπόστατον εκπορευόμενο εκ του Πατρός και δι’ Υιού πεμπόμενο, δηλαδή φανερούμενο, αίτιο και αυτό όλων των γεγονότων. Το Άγιο Πνεύμα επέμφθει από τον Υιό προς του οικείους μαθητές, δηλαδή φανερώθηκε.

 Το όλο περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος θέμα εξετάσθηκε από τις εξής πλευρές. Εάν επιτρεπόταν κατ’ αρχήν να γίνει η προσθήκη των Λατίνων «και εκ του Υιού», και εάν ευσταθεί η διδασκαλία περί αυτού. Το δεύτερο πρόβλημα είναι κατ’ αρχήν ερμηνευτικό. Οι Λατίνοι ισχυρίζονταν ότι το σύμβολο της πίστεως λέει ότι το Πνεύμα εκπορεύεται «εκ του Πατρός» αλλά δεν λέει «εκ μόνου του Πατρός» και επομένως επιτρέπεται να υποθέσουμε ότι το σύμβολο δέχεται σιωπηρώς και την εκ του Υιού εκπόρευση. Ο Άγιος Γρηγόριος αποδεικνύει με επιχειρήματα ότι δεν επιτρέπεται η προσθήκη και ούτε είναι σωστή η επιχειρηματολογία για την προσθήκη και εκ του Υιού. Για να στηρίξει τις απόψεις του καταφεύγει σε θεολογικές περί Τριάδος προϋποθέσεις. Οι Λατίνοι συνέχεαν τα υποστατικά με τα φυσικά προσόντα, δηλαδή τις τριαδικές υποστάσεις με την φύση του Θεού. Συγχέοντας δε μεταξύ των ενεργημάτων της συνόλου θείας φύσεως, όπως είναι το δημιουργικόν, και των υποστατικών όπως είναι το εκπορευτόν, απέδιδαν την εκπόρευση όχι στην υπόσταση του Πατρός μόνον, αλλά και στην του Υιού ή καλύτερα σε ολόκληρη τη θεότητα., όπως η δημιουργία αποδίδεται σε ολόκληρη τη θεότητα.

Αγαπητοί μου, φθάνοντας στο τέλος της ομιλία μου, είδαμε τον Θεολόγο της Θεσσαλονίκης Άγιο Γρηγόριο να εκθέτει την διδασκαλία του για την τρισυπόστατη Θεότητα και για την κάθε μία υπόσταση και διαπιστώσαμε ότι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος  είναι το κέντρο της όλης θεολογίας του. Μίλησε ιδιαίτερα για τα σημεία εκείνα που αμφισβητούνται από τους κακοδόξους Λατίνους. Το πρόβλημα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος δεν ήταν δυνατόν να αφήσει αδιάφορο τον Άγιο Γρηγόριο, όχι μόνο γιατί ήταν ένα από τα κυριότερα θέματα διαφοράς με τους Λατίνους, αλλά και γιατί αυτό ήταν η αφορμή για να διατυπώσει τη διδασκαλία του περί διακρίσεως θείας ουσίας και ενεργειών στον Θεό. Η διάκριση ουσίας και ενεργειών στον Θεό καθιστά απαράδεκτη την καινοτομία του λατινικού filioque και αν γίνει αυτό παραδεκτό, τότε προσλαμβάνει τελείως διαφορετική έννοια.  Συμπερασματικά, υπάρχουν σαφή διαχωριστικά όρια μεταξύ της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, της καθ’  ημάς Ανατολής και των Φραγκολατίνων της Δύσεως. Μπορεί κάποιοι να ισχυρίζονται ότι μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Ρωμαιοκαθολικών δογματικές και κανονικές διαφορές δεν είναι ούτε πολλές ούτε μεγάλες[60], αλλά ο απροσμάχητος Θεολόγος Άγιος Γρηγόριος δίνει διαφορετική απάντηση. Εύχομαι, το παράδειγμα του πατρός και διδασκάλου Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά να μας στερεώνει στην ενιαία γραμμή των πατέρων της Εκκλησίας μας, που διατύπωσαν σε δόγματα την διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας,  και να μας δώσουν την ανάλογη γραμμή πλεύσεως στα ζητήματα της πίστεως αλλά να συγκρατήσει μερικούς επηρεαζομένους από την εφήμερη σκοπιμότητα, και από επικίνδυνους πειραματισμούς. Να μας δώσει επαγρύπνηση, ανασύνταξη των πνευματικών μας δυνάμεων, ενδελεχή μελέτη της Ορθοδόξου διδασκαλίας των Πατέρων και βαθιά κατανόηση του δογματικού πλούτου της Πίστεώς μας. Μόνος τρόπος, να επιτευχθεί η ενότητα του χριστιανικού κόσμου, είναι η ασφαλής και σωτήρια μέθοδος του Χριστού, των Αποστόλων και των Αγίων, δηλαδή  να αποδεχθούν την μία πίστη του Χριστού, την μόνη σώζουσα αλήθεια.

[1] Κ. Δυοβουνιώτου, «Τό ἔτος θανάτου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ», Επ. Επετ. Θεολ. Σχ. Αθ. 1. (1924),74.

[2] Γρηγορίου Παλαμά, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, τόμος 1, σελ. 13.

[3] Φιλοθέου, Λόγος ἐγκωμιαστικός εἰς τόν ἐν Ἁγίοις Πατέρα ἡμῶν Γρηγόριον Ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τόν Παλαμάν,  P.G. 151, 584 C.

[4] Γρηγορίου Παλαμά, Λόγος Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος 1ος Ε.Π.Ε τόμος 1 σσ. 68-71 Θεσσαλονίκη 1981.

[5] Το ίδιο όπου παρ. σελ 71.

[6] Γρηγορίου Παλαμά, το ίδιο, σελ. 75.

[7] Το ίδιο, σελ. 75.

[8] Το ίδιο.

[9] Το ίδιο.

[10] Το ίδιο, σελ 77.

[11] Τόσον μεγάλη διαφθορά στη φύση.

[12] Το ίδιο, σελ. 77.

[13] Το ίδιο, σσ. 79-81.

[14] Βαρλαάμ μοναχού, Συμβουλευτικός περί ὁμονοίας πρός Ρωμαίους καί Λατίνους, εκδ. Ciro Giannelli, Scripta Minora, Studi Bizantini e neoellenici, Roma 1963, s. 70-84.

[15] Το ίδιο, σελ. 73.

[16] Το ίδιο σελ. 76.

[17] Το ίδιο σελ. 78.

[18] [18] Γρηγορίου Παλαμά, όπου παρ, σσ. 83-85.

[19] Ιουστίνου, Έκθεσις τῆς ὀρθῆς ομολογίας 9, P.G. 6, 1224 A  ·

[20] Γρηγορίου Παλαμά, όπου παρ, σελ 86.

[21] «Αἱ προσκυνηταί τρεῖς ὑποστάσεις γινώσκονται καί πιστεύονται ἐν Πατρί ἀνάρχῳ καί ἐν Υἱῶ μονογενεῖ καί ἐν Πνεύματι ἁγίῷ τῷ ἐκπορευομένῳ καθάπερ εἴρηται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, οὐ γεννητῶς, καθάπερ ὁ Υἱός, ἀλλ’ ἐκπορευομένῳ καθάπερ εἴρηται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός…» Γρηγορίου Παλαμά, όπου παρ σελ. 116.

[22] Γρηγορίου Παλαμά, όπου παρ, παράγραφος 8 σσ. 94-95.

[23] Εἰσαγωγή Π. Χρήστου εἰς  το κείμενο Λόγοι Ἀποδεικτικοί, περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐν «Γρηγορίου Παλαμᾶ συγγράματα», τόμος Α’, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 9.

[24]Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Ἕλληνας ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, P.G. 45, 180BC. Γρηγορίου Παλαμά, όπου παρ, παράγραφος 7, σελ. 91. «Τά τοῦ ἀνθρώπου πρόσωπα πάντα, οὐκ ἀπό τοῦ αὐτοῦ προσώπου κατά τό προσεχές ἔχει τό εἶναι, ὡς πολλά καί διάφορα εἶναι πρός τοῖς αἰτιατοῖς καί τά αἴτια. Ἐπί δέ τῆς Ἁγίας Τριάδος οὐχ οὕτως. Ἕν γάρ πρόσωπον καί αὐτό τοῦ πατρός, ἐξ’ οὗπερ ὁ υἱός γεννᾶται καί τό πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορεύεται. Διό καί κυρίως τόν ἕνα αἴτιον μετά τῶν αὐτοῦ αἰτιατῶν ἕνα Θεόν φαμέν τεθαρρηκότως».

[25] Γρηγορίου Παλαμά, όπου παρ, παράγραφος 6 σσ, 89-91.

[26] Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων 2, P.G. 3  στήλη 637.

[27] Μ. Βασιλείου, επιστολή 38, Γρηγορίῳ ἀδελφῷ 4, P.G. 32, 329 C.

[28] «Εἰ μέν κοινόν ἐστι Πατρί καί Υἱῷ τό ἐκπορεύειν, κοινόν ἔσται τοῦτο καί τῷ Πνεῦματι, καί τετράς ἔσται ἡ τριάς. καί τό πνεῦμα γάρ ἐκπορεύσει πνεῦμα ἕτερον» Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 15 σελ. 109.

[29] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 37σ. 161: «καθ’ ἅ καί ἡ ἀρχή καί νοεῖται καί λέγεται, ἐκ δύο ἀρχῶν λέγουσι τό ἕν καί δύο ἀρχάς καί δύο αἴτια καί πολυθεΐαν εἰσάγουσι»

[30] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 37 σελ. 161: « Ἐπειδή λέγουν τό ἔν καί ἐκ τῶν δύο ὑπό τήν ἔννοιαν καί τόν λόγον τῆς ἀρχῆς καί τοῦ αἰτίου, λέγουν τό ἔν δύο ἀρχῶν καί εἰσάγουν δύο ἀρχάς καί δύο αἴτια, καί πολυθεΐαν».

[31]Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 7 σελ. 93.

[32] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 10 σελ. 97.

[33]  Γρηγορίου του Θεολόγου, Ομιλία 45, 9 , P.G. 36, στήλη 633 C.

[34] Gianneli, Studi e testi 123, Citta del Vaticano, σ. 193

[35] Συμβουλευτικό, όπου παρ, σ. 77. Βλέπε επίσης Επιστολή Α’ πρός Παλαμᾶν G. Schiro, Barlaam  Calabro, Epistole Greche, Studi Bizantini e Neogreci, Testi I, Palermo 1954, 229-266.

[36] Ιώβ 33, 4.

[37] Ψαλ. 32, 6.

[38]Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 13 σσ. 101-103.

[39]Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 14 σελ. 103. «Ὅταν ταῦτά τε καί περί τούτων ποιώμεθα τούς λόγους, ἀρχήν καί πηγήν και αἴτιον καί τόν Υἱόν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι φαμεν, οὐχ ἑτέραν, ἄπαγε, ἀλλά τήν αὐτήν, ὡς τοῦ Πατρός δι’ αὐτοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καί προάγοντος καί ἐπανάγοντος καί συνέχοντος καλῶς τά πάντα».

[40] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 14 σελ. 105: Τοῦ δέ Πνεύματος τόν Υἱόν ἀρχήν ἐπί τῆς σημασίας ταύτης πῶς ἄν φαίη τις, εἰ μή και το Πνεῦμα δοῦλον καί κτιστόν;

[41] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 14 σελ. 105. Ο Βαρλαάμ, ενώ επαναλάμβανε στις προς Παλαμά Επιστολές του ότι και αυτός και οι Λατίνοι γνώριζαν ότι το χωρίο του Θεολόγου ορθά είχαν κατανοήσει, ότι δηλαδή λέχθηκε για τα δημιουργήματα, παρ’ όλα αυτά προσπαθούσε, χρησιμοποιώντας και το χωρίο «Θεός ἐκ Θεοῦ» να τονίσει ότι ο Χριστός εάν είναι αρχή του Πνεύματος, αυτή έχει από τον Πατρός, σώζοντας έτσι το δόγμα της μοναρχίας. Επιστολή προς Παλαμά 1, σ. 236, 238, 239, 240.

[42] Ιω. Δαμασκηνού, Ἔκθεσις ἀκριβῆς, 1, 7, P.G. 94, 805 AB. Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 24, σ. 127.

[43] Λόγος περί Αγ. Πνεύματος P.G. 32, 80 A. Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 25 σελ. 129.

[44] Γρηγορίου Παλαμά Λόγος Β’ Περί Ἁγίου Πνεύματος, παρα, 60 σσ. 295-297.

[45] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 59 σελ. 295.

[46] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 61, σελ. 297.

[47] Μ. Βασιλείου, Πρός Ἀμφιλόχιον 8, P.G. 32, 105 C. Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 60, σελ. 295.

[48] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 33, σελ. 245.

[49] Γρηγορίου Παλαμά Λόγος Α’ περί Αγ. Πνεύματος παρ. 38, σελ. 161.

[50] Γρηγορίου Παλαμά Λόγος Β’ Περί Ἁγίου Πνεύματος, παρα, 45 σελ. 269.

[51] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 21, σελ. 223.

[52] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 22, σελ. 225.

[53] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 22, σελ. 223 και 25 παράγραφος σελ. 231.

[54] Γρηγορίου Παλαμά Λόγος Α’ περί Αγ. Πνεύματος παρ. 34, σελ. 155.

[55] Γρηγορίου Παλαμά Λόγος Β’ Περί Ἁγίου Πνεύματος, παρα, 6 σελ. 193.

[56] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 17, σσ. 217-219.

[57] Γρηγορίου Παλαμά Λόγος Α’ περί Αγ. Πνεύματος παρ. 29, σελ 137.

[58] Γρηγορίου Παλαμά Λόγος Α’ περί Αγ. Πνεύματος παρ. 29, σσ.131-137.

[59] Ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως, εκτεθείσα παρά του ιερωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Κυρίου Γρηγορίου Παλαμά, παρά Ιω. Καρμίρη, ΔΣΜ,  τόμος Α’ 1952  σ.343-346.

[60] Μητρ. Πατρῶν Νικοδήμου, Ἀνακαῖαι προϋποθέσεις τοῦ «Διαλόγου» τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας μετά τῆς Δυτικῆς, ἐν «Ἐκκλησία» τόμ. ΝΗ’(1981), σελ. 44

ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΤΡΑΣ ΔΑΒΙΔ(1995)-(Ευχή την οποία συνέταξα, αφότου έγινα μοναχός στην μονή της μετανοίας μου, τον Άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο στην Περιστερά το 1995, όταν η αγάπη μου για την Παναγία και τα σχετικά βιώματα, ήταν πρωτόγνωρα για μένα και στην πρώτη τους ένταση).

Πάναγνε! Η θεία σου αγάπη κατατιτρώσκει ανηλεώς τα σπλάχνα μου. Ο θείος σου πόθος καίει ασβέστως εντός του λύχνου της καρδίας μου. Άμεμπτε Παρθενομήτωρ! Ο πυρίμορφός σου ζήλος επυρπόλησε την ψυχήν μου και κατέλαβε αυτήν. Πανάχραντε, συ οίδας. Αύτη η ασίγαστος επιθυμία της ανυπερβλήτου ωραιότητος μορφής σου! Αύτη η αδιάλειπτος αναζήτησις της αρρήτου ηδονής πεπλησμένης χάριτός σου! Αύτη η περιέχουσα την γεύσιν του αιωνίου διηνεκής επίκλησις του παναγίου και μελιρρύτου ονόματός σου! Αύτη η ανέκφραστος πνευματική μετουσία! Την καρδίαν μου όλην κατέφλεξε! Το είναι μου έτηξε! Την υπόστασίν μου ηλλοίωσε! Πάναγνε! Η ψυχή μου επεπόθησε του επιθυμήσαι τα θαυμαστά σου μεγαλεία και τα μέγιστα θαυμάσιά σου εν παντί καιρώ.

 Αειπάρθενε Μαριάμ!!! Περικαλλεστάτη Κόρη του Επουρανίου Πατρός και στοργικοτάτη Μήτηρ του Ενανθρωπήσαντος Υιού. Ανύμφευτε Νύμφη του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος, του εκ του Πατρός εκπορευομένου και εν Υιώ αναπαυομένου. Ποθώ διακαώς, όπως υμνήσω σε. Θέλγομαι από το πάγκαλον της ψυχής σου, της προξενησάσης ανεκδιήγητον έκστασιν εις εμέ. Έλκει με το άμεμπτον της καθαροτάτης καρδίας σου. Σαγηνεύομαι εκ του πανάγνου, του χριστομόρφου νοός σου, του εκπέποντος θεϊκάς ακτινοβολίας εκτυφλωτικής λάμψεως. Ίλιγγος καταλαμβάνει με, αναλογιζόμενος την υψίστην ταπείνωσίν σου. Εις μέθην νηφάλιον περιπίπτω συλλογιζόμενος την άπειρόν σου ευσπλαχνίαν. Καρδιακά σκιρτήματα ουρανίου και ακορέστου έρωτος θορυβούν την καρδίαν μου, γευόμενος της τελείας και απλήστου αγάπης σου, της προκαλούσης δάκρυα αναρίθμητα και αλλαλήτους στεναγμούς.

Τι ανταποδώσω τη Πανάγνω Παρθένω και Μητρί του Εμμανουήλ, περί πάντων ων ανταπέδωκέ μοι; Τίνι τρόπω δυνήσομαι υμνήσαι την Πανάσπιλον Κόρην του θεοκίνητην έχοντος την γλώτταν και θεόπνευστον τον νουν, Προφήτου και Βασιλέως Δαβίδ, του και εκλεκτού του Κυρίου; Τίνι δυνάμει βουλόμενος ημπορέσω πλέξαι ευφρόσυνα άσματα και ωδάς πνευματικάς, ως άλλους ανθοστολίστους στεφάνους, τη αρχή της ημών σωτηρίας και τη δι’ ης εξέλαμψεν η παραδείσιος χαρά και ατελεύτητος ευφροσύνη, ταις εσκοτισμέναις ημών ψυχαίς, ταις άχρι τούδε διαγούσαις τον βίον των, εν τη λύπη της αμαρτίας; Πως δυνηθώ-διερωτώμαι και απορώ και ουκ έστι μοι ανθρωπίνως, απόκρισις ουδεμία-κινήσαι την ασθενεστάτην και έχουσαν παντελή άγνοια ρητορικών εξάρσεων και υμνογραφικής τεχνικής, όντως αρρητόρευτον και άμουσον γλώτταν μου, ίνα καν έστω ομολογήσω την μεγίστην αδυναμίαν μου εγκωμιάσαι την Παναγιότητα της Αγιωτέρας των Αγίων και την Θειότητα της Θειοτέρας των θείων Αγγέλων, των και γλυκαινόντων τας οράσεις αυτών εκ της θέας της μετά Θεόν θεού, της τα δευτερεία της Τριάδος εχούσης;

 Παναγία Θεοτόκε! Όντως ασυναγώνιστος τη ωραιότητι η Πανακήρατος μορφή σου. Δέσποινα του κόσμου! Αληθώς αξεπέραστον το μέγεθος της ρητορικής ενδείας της γλώττης μου, της ταχέως κινουμένης εις προφοράν και σχηματισμόν λογίων ανειπώτου ακαθαρσίας, αλλά βραδέως φθεγγομένης ρήματα θείας σοφίας, των τε εις την αιώνιον ζωήν οδηγούντων. Βασίλισσα βασιλέων και Μήτηρ μητέρων! Δίχα αμφιβολίας της παραμικράς, ανυπολόγιστον το ουτιδανόν της ασθενούς τε και εμπαθούς διανοίας μου, της ανικάνου εις επινοήσεις λεκτικών σχημάτων και εμπνεύσεις ψαλμικών ποιημάτων.

Παρακαλώ σε τοίνυν Παρθένε και δυσσωπώ την ανείκαστόν σου αγαθότητα. Φώτισόν μου το σκότος, ίνα ούτως δυνηθώ ως άλλος Παλαμάς διηγήσασθαι τα μεγαλεία, σου της θεόπαιδος Μαρίας και εκλελεγμένης προ πάντων των αιώνων, όπως επ’ ευδοκία του Πατρός και συνεργεία του Αγίου Πνεύματος, δανείσεις εκ των αγνών παρθενικών αιμάτων σου, την ανθρωπίνην σάρκαν εις τον Μονογενήν Υιόν του Θεού, τη αρρήτω συγκαταβάσει, φιλανθρωπία και αγαθότητι Αυτού. Άνοιξόν μου τα ώτα της ψυχής, της εκ των βελών της αμαρτίας καταπεπληγωμένης και εκ των αναθυμιάσεων των παθών, δύσπνοιας κεκτημένης, ίνα ακροώμενος τας εμπνεύσεις και τας αληθείας του Παρακλήτου-Παράκλητε Αγαθέ επισκίαζε αιωνίως μετά της χάριτός σου εμέ τον ταπεινόν-τας αφορώσας τη γλυκυτάτη και παμποθήτω μορφή σου, δυνηθώ μετατρέψαι αυτάς εκ φθόγγων προφορικών εις λόγια γραπτά, αναιρούσης της χάριτός σου το ανήμπορον και αμβλύν του εμού καλάμου τε και μεταβαλλομένου αυτού εις κάλαμον γραμματέως οξυγράφου, κατά την περίφημον ρήσιν του αθανάτου Προφητάνακτος.

Φώτισον τους της διανοίας μου οφθαλμούς, τους και τετυφλωμένους εκ του ζοφεροτάτου σκότους της φιληδονίας, ήτις βασιλεύει εντός μου και έλκει με εις τα βάραθρα της απωλείας, και καθάρισον την καρδίαν μου ήν εν τη αμελεία μου κατέστησα καταγώγιο των δαιμόνων και βασίλειον του αρχεκάκου εχθρού και μισοκάλου διαβόλου, ίνα ούτως άδω τε και ψάλλω και υμνώ, ου μόνον εν τω νυν αλλά και εν τω μέλλοντι αιώνι, το ακατανόητον του προοιμίου των θαυμάτων του Χριστού-ώ θαύμα θαυμάτων Κεχαριτωμένη Μαρία εν σοι θεωρούσα πάσα κτίσις αγάλλεται-και του κεφαλαίου των δογμάτων Αυτού.

Χαίροις τοίνυν παρ’ ημών Παναγία Κόρη! Χαίροις Μαρία Θεοτόκε, η αγιωτέρα πάντων των αγίων! Χαίροις παρ’ ημών Πάναγνε, Μήτερ του Υψίστου Θεού, η δεξαμένη εις τα Άγια των Αγίων, αγία τροφή εξ’ αγίου Αγγέλου. Πανυπερευλογημένη και τρισένδοξη Δέσποινα!!! Προσπίπτω εις τους παναγίους πόδας σου και παρακαλώ σε, όπως αγιάσεις με και σώσεις με, δια των αγίων πρεσβειών σου προς τον πανάγιον Υιόν σου, τον τε αγιάζοντα το γένος των βροτών δια της αγιαστικής χάριτός του, την εξαγιάζουσα τον κόσμον όλον, ορατόν τε και αόρατον και καταστήσασαν τούτον, καινόν τε και άγιον.

Αγίασόν μου τας φρένας, η καταργούσα των φθορέα τούτων, τον και πολεμούντα πάσι τοις αγίοις, του Τρισαγίου και Παντοδυνάμου Θεού, Εωσφόρον. Φύτευσον, η φύουσα τον φυτουργόν της ζωής ημών, το άνθος της αγίας αγνότητος εις τον ακαλλιέργητον αγρόν της αναγίας ψυχής μου. Παραμύθησόν μου το σκότος, η φωτοδόχος λαμπάς, η φαίνουσα τοις εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις. Χάρισόν μου την ανέκφραστον χαράν και ατελεύτητον μακαριότητα των αιωνίων αγαθών, της των ουρανών Βασιλείας, ά οφθαλμός ουκ οίδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, καθώς συ ει η ηλιοστάλακτος ακτίς των αιωνίων ελπίδων πάντων των Ορθοδόξων, η εκ του ανεσπέρου Ηλίου της δικαιοσύνης εξαποστελλομένη δια της χάριτος του Παναγίου και Πανσόφου τε Πνεύματος εις τας καρδίας των πιστών και θερμαίνουσα αυτάς, ου μην τε αλλά και οδηγούσα αυτάς εις άσβεστον πόθον και υπερκόσμιον έρωτα, του αγαπημένου, περιποθήτου και γαλακτομελιρρύτου ονόματος του Υιού σου.

Χαίροις ουν η καλλονή Ιακώβ, ην ηγάπησεν ο Κύριος! Χαίρε η κληρονομία ην εξελέξατο ημίν ο Παντάναξ Θεός! Χαίροις το όρος Σιών! Χαίρε όρος πίον! Χαίρε όρος τετυρωμένον! Χαίροις το όρος εν’ ώ ηυδόκησεν ο Θεός κατοικείν εν αυτώ. Χαίρε η παγκόσμιος δόξα, η δοξάζουσα τους Αυτήν δοξάζοντας, όντας ακενοδόξους και επιζητούντας μόνον την δόξαν και εύκλειαν του Υπερδεδοξασμένου Ιησού. Χαίρε η τον άνθρωπον, θεόν κατά χάριν απεργασαμένη, δια της ενανθρωπήσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, Υιού και Λόγου του Θεού.

 Ευλογημένος όντως ο καρπός της σης κοιλίας, Αγνή, της γενομένης δοχείον του Αστέκτου Πυρός και Ναός του Αχωρήτου. Συ Πάναγνε Παρθενομήτωρ έμεινας Άφθορος μετά την κύησιν του Εμμανουήλ, ώσπερ η Ερυθρά θάλασσα έμεινεν άβατος μετά την πάροδον του Ισραήλ. Συ Σεμνή Παμμακάριστε ήνωσας τα το πριν διεστώτα και αποκατήλλαξας τα ουράνια μετά των επιγείων. Συ Άχραντε Θεοτόκε εί, η χαρά παρθενικών χορών και το άσμα των Αρχαγγέλων. Των πιστών το σεπτό εγκαλώπισμα και των αγίων το ουράνιο αγαλλίαμα. Άξιον ουν εστίν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον , την Αειμακάριστον και Παναμώμητον και Μητέρα του Θεού ημών. Την τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον σε μεγαλύνομεν!

Πάναγνε, φώτισόν μου το σκότος! Εάν ούτως προσηυχόταν εις άγιος της πνευματικής αίγλης του Γρηγορίου του Παλαμά, έχων φθάσει εις την θεωρίαν του Ακτίστου Φωτός, διερωτώμαι, πως πρέπει να προσεύχομαι εγώ ο τρισάθλιος αμαρτωλός, ο μηδέν πνευματικόν τι έχων, αλλά τα της σαρκός φρονών και εκ των θεηλάτων και καταπτύστων ηδονών θελγόμενος και κυριευόμενος.

Χαίρε τοίνυν και πάλιν ερώ χαίρε Παραδείσου θυρών ανοικτήριον! Ειλικρινώς Παναγία επιθυμώ τα κάλλη του Παραδείσου, τον μυρισμόν και τα άνθη και την τερπνήν ευωδίαν και τας φωνάς των αγγέλων, ων ανυμνούν τον Υιόν σου. Στρέφω νοερώς το βλέμμα της ψυχής μου εις την Βασιλείαν των ουρανών. Εκείσε η ανέσπερος ημέρα. Εκείσε εορτών εορτή και πανήγυρις εστί πανηγύρεων. Εκείσε αι ψυχαί πλημμυρισμένες εκ της ανεκλαλλήτου ηδονής, χαίρονται «ανυποφόρως». Εκείσε συ Παράδεισε λογικέ και Παρθενικόν καύχημα εκ δεξιών καθεζομένη του Υιού σου και Θεού ημών, περιβεβλημένη ένδυμα αφθαρσίας και πεποικιλμένη τη θεία δόξη. Παρακαλείς συνεχώς τον Χριστόν και πρεσβεύεις υπέρ των αμαρτωλών, αιτουμένη παρά του Δικαιοκρίτου, αλλά και Φιλευσπλάχνου εν τω άμα Θεού, την άφεσιν των παραπτωμάτων και την εξάλειψιν των εγκλημάτων ημών.

 Συ συγκρατείς την δικαίαν οργήν του και επιτιμάς τον Πρόδρομον και Βαπτιστήν του Κυρίου, τον τε εν γεννητοίς γυναικών μείζονα-όστις επιζητεί και επιθυμεί μετά μεγάλης ανυπομονησίας την επί το τάχιστον πραγματοποίησιν της συντελείας των αιώνων και της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού-καθησυχάζων αυτόν και λέγουσα ταύτα: «Βαπτιστά Ιωάννη μην ενοχλείς τον Υιόν μου. Ούπω γαρ ήγγικεν η ώρα Αυτού. Μακροθύμισον ουν και παρακάλεσον Αυτόν, όπως φωτίσει πάσαν καλοπροαίρετον ψυχήν και σώσει το ανθρώπινον γένος. Δια τούτο άλλωστε ενηνθρώπησεν ο Θεός, ίνα θεώσει τον άνθρωπον και ανακαλέσει αυτόν εις το αρχαίον και προπτωτικόν κάλλος του Παραδείσου».

Μετά δακρύων ακαταπαύστων, δυσσωπείς Παρθένε τον Υιόν σου, υψωμένας έχουσα τας χείρας αείποτε εις ικετήριον στάσιν και κάμπτεις τελικώς, την άβυσσον της αγάπης και ευσπλαχνίας του. Αληθώς Πάναγνε την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι. Συ ει η προστασία του γένους των χριστιανών και η μόνη ακαταίσχυντος ελπίς της σωτηρίας μου. Εκλιπαρώ σε και θερμώς ικετεύω, όπως ρύσεις με της αιωνίου και ατελευτήτου κολάσεως, εν τη φρικτή ημέρα της κρίσεως και όπως απελαύνεις τους απαισίους και παμπόνηρους δαίμονας, πόρρω της τάλαινάς μου ψυχής, εν τη εξόδω αυτής εκ του αθλίου και φθαρτού τούτου σώματος, του χοϊκού και βροτείου, του τε κεκυριευμένου και πεπλησμένου εκ πλείστων όσων υπολανθανόντων και μη, αμαρτωλών ορέξεων και εφαμάρτων κλίσεων.

 Πάναγνε! Διατελώ μετά ακλονήτου βεβαιότητος, ότι την ημέραν εκείνην την φοβεράν θα με σώσεις το δίχως άλλο, ουχί επειδή το αξίζω-αντιθέτως ειμί άξιος της μεγαλυτέρας κολάσεως- αλλά διότι ουκ έστι δυνατόν, ίνα παρακάμψεις την άμετρόν σου ευσπλαχνίαν και καταφρονήσεις την άπειρον φιλανθρωπίαν σου.

Παναγία Παρθένε! Συ ει το δημιουργικότερον των δημιουργημάτων του μόνου Δημιουργού. Πανάφθορε Δέσποινα! Συ ει το ποιητικότερον και αρμονικότερον εκ των ποιημάτων του Πανσθενεστάτου Ποιητού. Κυρία και Βασίλισσα! Συ ει το τίμιον διάδημα των ευσεβών βασιλέων. Μήτερ και Παντάνασσα! Συ ει το νοητόν στέμμα, το κεκοσμημένον και στολισμένον μετά πολυτίμων πετρών και ατιμήτων λίθων των ευλαβών βασιλίδων. Υπεραγία Μαριάμ! Συ ει το μυριόχρουν κέντημα, το κεντημένον επί του δαπανηροτέρου ατλαζίου, Αυτόν τον Κύριον και Θεόν και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν!!!

Πάναγνε Μήτερ του Εμμανουήλ! Περιέρχομαι εις έκστασιν, όταν ενθυμούμαι το όνομά σου, το ασυγκρίτου γλυκύτητος και ευφροσύνης πληρούν το στόμα μου. Συγκλονίζομαι ολόκληρος, όταν αισθανθώ εις το ελάχιστον δια των αισθητηρίων της ψυχής, την όντως επιβλητικήν και μεγίστου δέους πλημμυρίζουσα την καρδίαν μου, παναγίαν παρουσίαν σου.

Πανάσπιλε Μήτερ του Θεού και ιδική μου Μήτηρ! Ερχόμενος εις το τέλος ταύτης της εξομολογήσεως, της εκ βάθους καρδίας γενομένης, βοώ μεγάλη τη φωνή, παράκλησιν εκτενή ποιών, προ της υπερλάμπρου αγνείας σου και της αδαμαντίνου παρθενίας σου. Πάναγνε σώσον την οικουμένην, προς δόξαν του Παντοδυνάμου, Απερινοήτου, Ακαταλήπτου, Απειροτελείου, Απεριγράπτου και Απροσίτου τη ουσία, Μακροθύμου και Φιλευσπλάχνου Θεού, του Ανάρχου Πατρός και του Μονογενούς Αυτού Υιού και του Παναγίου και Αγαθού και Ζωοποιού Αυτού Πνεύματος, ού η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων, Αμήν!   

        

Τήν τρίτη 25η Ἰανουαρίου μνήμῃ τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Θεολόγου, συνεπληρώθησαν δεκαεννέα ἔτη ἀπό τήν εὐλογητήν ἡμέρα τῆς ἀναρρύσεως τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Μακαρίου εἰς τόν ἀρχιεπισκοπικόν θρόνον τῶν Ἀθηνῶν καί τῆς καθ’ Ἑλλάδαν ἁγιωτάτης ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Τό χαρμόσυνον τούτο γεγονός ἑωρτάσθη διά πανηγυρικοῦ Ιερού Συνοδικοῦ Συλλειτούργου είς τόν καθεδρικό Ναό τών Αγίων δώδεκα Αποστόλων Αθηνών. Μετά τοῦ Μακαριωτάτου συνελειτούργησαν οἱ Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι Ἀρχιερεῖς· Θεσσαλονίκης κ. Εὐθύμιος, Φθιώτιδος κ. Γερόντιος, Περιστερᾶς κ. Μακάριος, Καισαρίας κ. Τιμόθεος καί Πέτρας κ. Δαβίδ, καθώς καί πολλοί κληρικοί εξ Αθηνών καί αλλαχού. Κατά τήν διάρκεια τής Θ. Λειτουργίας έλαβε χώρα καί η είς διάκονον χειροτονία τού οσιωτάτου μοναχού π. Ιακώβου Αδελφοθεΐτου. Ὁ θεοφιλέστατος Επίσκοπος Καισαρίας κ. Τιμόθεος κατά τό κοινωνικόν ἐξεφώνησε κατάλληλον τῇ περιστάσει λόγον. Εἰς δέ τό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας, ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, εὐχήθηκε τά δέοντα είς τόν Μακαριώτατο καί είς τόν νεοχειροτονηθέντα Ιεροδιάκονον, ὁ ἔχων τά πρεσβεῖα τῆς Ἀρχιερωσύνης, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Εὐθύμιος

 

Λαμπρόν ἀρχιερατικόν συλλείτουργον ἐτελέσθη εἰς τήν Θεσσαλονίκην ἐξ’ ἀφορμῆς τῆς ἑορτῆς τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου καί τῶν ὀνομαστηρίων τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου κ. Εὐθυμίου. Τήν προηγουμένη τῆς ἑορτῆς ἐτελέσθη Μέγας Ἀρχιερατικός Ἑσπερινός χοροστατούντος τοῦ Θεοφιλεστάτου Καισαρείας κ. Τιμόθεου. Στήν ἀκολουθία παρέστησαν καί ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ. Μακάριος, ὁ ἆγων τά ὁνομαστήρια Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Εὐθύμιος, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδος κ. Γερόντιος, οἱ Θεοφιλέστατοι Ἐπίσκοποι Περιστερᾶς κ. Μακάριος, Καισαρείας κ. Τιμόθεος, Πέτρας κ. Δαυίδ, καί ὁ ἱερός κλῆρος . Ἀνήμερα εἰς τόν Καθεδρικόν Ἱερόν Ναόν τῆς Ὁσίας Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου Θεσσαλονίκης, ἐτελέσθη ἡ πολυαρχιερατική θεία Λειτουργία μέ προεξάρχοντα τόν Μακαριώτατο καί συλλειτουργούς τούς ὡς ἄνω ἀρχιερεῖς καί τόν ἱερό κλήρο.

 

Φωτογραφικά στιγμιότυπα από την πανηγυρική Αγρυπνία της 20ης προς 21η Ιανουαρίου εις τιμήν και μνήμη του Αγίου Ευγενίου του Τραπεζουντίου εις τον ομώνυμο Πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό στις ΑχαρνέςΑττικής. Tης Ι. Πανηγύρεως προεξήρχε ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Κυκλάδων κ. Σάββας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μονοενεργητισμός- Μονοθελητισμός

 Ιστορία και Θεολογία- Σύνοδος του Λατερανού

 

Υπό του Οσιολογ. Ιερομ. π. Μακαρίου Παλαιολόγου

 

Κυριακή της Ορθοδοξίας  Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. κ. Μακάριε, Σεβασμιώτατοι και Θεοφιλέστατοι Αρχιερείς, τίμιον Πρεσβυτέριον, αγαπητοί πιστοί και ακροατές.

 Πανηγυρικά δοξάζει και ευχαριστεί τον Θεό και τους Αγίους η Εκκλησία,  φθάνοντας ξανά στο πρωτόκαιρο έαρ, την εορτή της Ορθοδοξίας, η οποία εορτάζει όλους εκείνους που έζησαν με ευσέβεια μαζί με εκείνους που διατύπωσαν συνοδικά τα άγια δόγματά της Εκκλησίας, δηλαδή όσους ορθοτόμησαν τον λόγο της αληθείας και της ευσεβείας. Παράλληλα αποκηρύσσει με κάθε επισημότητα τους εκφραστές της δυσσεβείας, ονομαστικά, αλλά και τα εσφαλμένα φρονήματά τους όπως διαβάζουμε κατ’ έτος στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας. Σήμερα λοιπόν η Ορθόδοξη Εκκλησία μας εορτάζει τον θρίαμβο της πίστεώς της εναντίων όλων των αιρέσεων. Μία πτυχή της αληθινής πίστεως, της Ορθοδοξίας είναι και οι αγώνες των Αγίων Πατέρων μας κατά της αιρέσεως του Μονοθελητισμού- Μοοενεργητισμού τον 7ο αιώνα μ. Χ. Η θεολογική έριδα για την αποδοχή και ομολογία μίας ή δύο ενεργειών και ενός ή δύο θελημάτων στο Χριστό απετέλεσε τη μεγάλη θεολογική πρόκληση του 7ου αιώνα. Η σύνοδος του Λατερανού που συγκλήθηκε στη Ρώμη (649 μ. Χ) για να αντιμετωπίσει το θέμα αυτό και να αποφανθεί σχετικά, συνιστά την πρώτη συνοδική συστηματική προσπάθεια για την απόκρουση της κακοδοξίας που δίχασε την Εκκλησία της Δύσης από την Ανατολή, την έφερε αντιμέτωπη  με τις πολιτικές επιλογές της κρατικής εξουσίας και ανέδειξε τη Ρώμη κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ως θεματοφύλακα της αληθείας.

Στην παρούσα εισήγηση επιθυμούμε να περιγράψουμε τον πυρήνα και την ουσία του θεολογικού αυτού προβλήματος με τα προβληθέντα εκατέρωθεν επιχειρήματα κατά τις πέντε συνεδρίες, με τις οποίες ολοκληρώθηκε η σύνοδος. Η ιστορικοδογματική έρευνα προχωράει βαθύτερα, από την θεολογική παρουσία του Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού, η θεολογική σκέψη του οποίου καταγράφεται ζωντανά στα πρακτικά της συνόδου και προσδιορίζει το περιεχόμενο του όρου της. Η εισήγηση αποσκοπεί αφ’ ενός στο να αναδείξει τις ποικίλες πτυχές του θεολογικού προβλήματος και αφετέρου να αξιολογήσει τις αντιπαρατιθέμενες θέσεις με εστία θεώρησης τη  Σύνοδο του Λατερανού και την θεολογία του Αγ. Μαξίμου.

Η αλήθεια για την ενανθρώπηση του Λόγου είχε παύσει πολύ πρίν από τον 7ο αιώνα που μας ενδιαφέρει, να αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης και θεολογικού προβληματισμού στο χώρο της εκκλησιαστικής ζωής. Το γεγονός της ενανθρωπήσεως του Λόγου ή της Θεότητας του Χριστού δεν αποτελούσαν αιτία διχογνωμίας και θεολογικών αντιπαραθέσεων. Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι κατά την περίοδο αυτή όλα τα θέματα που σχετίζονται με τον ενανθρωπήσαντα Λόγο είχαν απαντηθεί. Οι χριστολογικές έριδες θα συνεχισθούν, νέα -κατά τα φαινόμενα προβλήματα θα εγερθούν, ενώ ταυτόχρονα το μυστήριο της ενώσεως της θεότητας με την ανθρωπότητα στο Χριστό, υπό το φώς του Πνεύματος, θα συλληφθεί, θα ερμηνευθεί και θα κατανοηθεί πάντοτε από την κοινή εκκλησιαστική συνείδηση και εμπειρία κατά τα ανθρώπινα μέτρα και μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων των ανθρωπίνων προϋποθέσεων.

Το μέτρο αυτό ίσχυσε αναμφίβολα στην τρίτη,  τέταρτη,  πέμπτη και την έκτη Οικουμενική Σύνοδο, όπου η Εκκλησία αντιμετώπισε και έλυσε Χριστολογικά προβλήματα. Ίσχυσε, επίσης, και στην τοπική σύνοδο του Λατερανού, στη Ρώμη, που συγκλήθηκε το έτος 649 μ. Χ. και αντιμετώπισε παρόμοια ένα χριστολογικό πρόβλημα, αυτό των δύο θελήσεων και ενεργειών στο Χριστό[1].

Η πρώτη δεκαετία του 7. αιώνα, επι βασιλείας του αυτοκράτορα Φωκά(602-618) ήταν περίοδος σκληρών δοκιμασιών για την αυτοκρατορία[2]. Τα εσωτερικά προβλήματα έδωσαν στο βασιλιά των Περσών Χοσρόη την ευκαιρία να απειλήσει και να διαβεί τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, να καταλάβει την Αρμενία, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο (611-619), να επιφέρει την εξαθλίωση και τον οικονομικό μαρασμό[3]. Οι Σλαύοι περί το 614/615 μ. Χ. εγκαταστάθηκαν στη Βαλκανική Χερσόνησο. Οι επιδρομές των Σλαύων και των Αράβων στη Βαλκανική έφεραν την αυτοκρατορία σε δεινή θέση[4]. Ο κίνδυνος για την Κωνσταντινούπολη ήταν υπαρκτός. Η πτώση ήταν θέμα χρόνου.

Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν διαφορετικά. Η σωτήρια παρέμβαση ήλθε από την Αίγυπτο. Η εξέγερση του εξάρχου Καρθαγένης Ηρακλείου στην τυραννική εξουσία του αυτοκράτορα είχε την καθολική υποστήριξη του λαού. Ο υιός του Ηρακλείου, ο Ηράκλειος ο νεώτερος, επέδραμε με στόλο ενάντια στην Κωνσταντινούπολη, όπου εισήλθε θριαμβευτικά στις 3 Οκτωβρίου του 610. Ο Φωκάς δολοφονήθηκε και το σώμα του κάηκε από το μαινόμενο λαό[5]. Δύο ημέρες αργότερα (5 Οκτωβρίου 610) ο Ηράκλειος εστέφθη αυτοκράτορας από τον πατριάρχη Σέργιο. Η αντιμετώπιση των εξωτερικών εχθρών από τον αυτοκράτορα αποτελούσε επιτακτική ανάγκη. Κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του στην Ανατολή, όπως μαρτυρούν ιστορικές πηγές από την Στ’ Οικουμενική Σύνοδο, ο Ηράκλειος θα έλθει αναγκαστικά σε επαφή με Μονοφυσίτες και τις θεολογικές τους θέσεις. Ο πατριάρχης Σέργιος θα τον εξοπλίσει με τα αναγκαία θεολογικά κείμενα για τον απαραίτητο διάλογο και θα εξάρει τη θεολογική του παιδεία[6].

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η παρέμβαση του Σεργίου στις ώρες της υπαρξιακής αγωνίας της αυτοκρατορίας υπήρξε αποφασιστική. Η κατά το Άγιο Αναστάσιο τον Σιναΐτη συριακή καταγωγή του εξηγεί την ευαισθησία του για την προσέγγιση με τους Μονοφυσίτες της Ανατολής[7].

Ο Ηράκλειος κατανόησε βαθιά ότι η εσωτερική ενότητα που επίμονα αποζητούσε για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των εξωτερικών εχθρών, δε θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την συμφιλίωση με τις πολυάριθμες μονοφυσιτικές ομάδες, των οποίων η θρησκευτική διαφοροποίηση μετεβάλετο εύκολα σε κοινωνική απομόνωση και περιθωριοποίηση που οδηγούσε αναγκαστικά στην ψυχική αποκοπή τους από τον όλο κορμό της αυτοκρατορίας. Οι αιρετικές ομάδες έπρεπε να συστρατευθούν μαζί του για την αντιμετώπιση των επιδρομέων.

Οι συμφιλιωτικές διαθέσεις του Ηρακλείου, είχαν να αντιμετωπίσουν σημαντικά εμπόδια. Από τη μια είχε αυτή την ίδια τη δογματική απόκλιση των Μονοφυσιτών με τους οποίους έπρεπε να συνδιαλλαγεί, από την άλλη έπρεπε να αντιμετωπίσει το θεολογικό δυναμικό- ιδίως της τάξης των μοναχών-της  Εκκλησίας με την υψηλή και δυνατή επιρροή της στα ευρύτερα στρώματα του λαού, ικανής να αντιπαρατίθεται σε θεολογικό επίπεδο με τις αποκλίνουσες ομάδες, με ό, τι αυτό βέβαια σήμαινε για τη θέση και τη στάση των αιρετικών ομάδων στη ζωή και στην κοινωνία. Η πολιτική ηγεσία της Κωνσταντινούπολης δεν μπορούσε να αγνοήσει ούτε το πρώτο, αλλά ούτε και το δεύτερο. Με δεδομένες τις μονοφυσιτικές θέσεις η σύγκληση με τη  Χαλκηδόνα ήταν αδύνατη χωρίς αμοιβαίες υποχωρήσεις. Η λύση η οποία έπρεπε να αναζητηθεί, έπρεπε ευνόητα να ικανοποιεί τόσο τη Χαλκηδόνα, όσο και τις μονοφυσιτικές ομάδες της Αιγύπτου, των Αρμενίων και των Συρίων στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ο Ηράκλειος και ιδιαίτερα ο Πατριάρχης Σέργιος (610-638) θα καταβάλουν προσπάθεια στην κατεύθυνση αυτή. Στις πρώτες ήδη αυτές προσπάθειες θα αναφανεί το πρόβλημα του Μονοενεργητισμού - Μονοθελητισμού. Η σύνοδος του Λατερανού, αλλά και αργότερα η Στ’ Οικουμενική Σύνοδος, θα δώσουν ιδιαίτερη σημασία στις απαρχές και την ιστορική πορεία της κακοδοξίας.

Μέσα από την συζήτηση που είχε ο Άγ. Μάξιμος ο ομολογητής με τον (τέως) πατριάρχη Πύρρο το 645 μ. Χ. στην Αλεξάνδρεια[8] μαθαίνουμε για τέσσερις επιστολές του Σεργίου στις οποίες ζητούσε από τέσσερα διαφορετικά πρόσωπα, πατερικά χωρία τα οποία θα έκαναν λόγο για μια ενέργεια[9]. Από αυτό γίνεται προφανές ότι ο Σέργιος είχε μάλλον ήδη από πολύ ενωρίς (617-622) αρχίσει να διαμορφώνει τη γενική κατεύθυνση της δικής του αντίληψης για το θέμα ώστε να καταφέρει την προσέγγιση με τους αιρετικούς Μονοφυσίτες των ανατολικών επαρχιών. Το πλαίσιο της πραγμάτωσης με την αποδοχή μιάς ενέργειας στο Χριστό, χωρίς να εγκαταλείπεται η διδασκαλία της Χαλκηδόνας.

 Οι εχθρικές επιδρομές και οι πολυετείς στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ηρακλείου προκάλεσαν για λόγους ασφαλείας μεγάλα κύματα μετανάστευσης προς τις δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ελληνόφωνα τμήματα του πληθυσμού των περιοχών της Ανατολής αναζήτησαν καταφύγιο στην Αίγυπτο, ιδιαίτερα στην Καρθαγένη, τη Ν. Ιταλία, ιδιαίτερα στη Σικελία, ακόμα και στην κεντρική Ιταλία με κέντρο τη Ρώμη. Ως προς τη θρησκευτική τους τοποθέτηση η πλειοψηφία ήταν προσδεδεμένη στη διδασκαλία της Χαλκηδόνας. Ιδιαίτερα η μετοίκηση ελληνοφώνων μοναχών που με εμμονή υπεστήριξαν και ομολογούσαν το δόγμα της Χαλκηδόνας έμμελε να έχει τη δική της δυναμική στη θρησκευτική διαμάχη του καιρού. Αναμφίβολα οι ομάδες των Μονοφυσιτών και οι ενωτικές προσπάθειες του αυτοκράτορα είχαν να αντιμετωπίσουν σθεναρέστερη θεολογική αμφισβήτηση. Ο ρόλος των μοναχών, όπως θα καταδειχθεί στη διαδικασία και τις αποφάσεις της συνόδου του Λατερανού, υπήρξε αποφασιστικός.

Ανάμεσα στους μοναχούς οι οποίοι μέσα στις συγκυρίες αναζήτησαν καταφύγιο στη Δύση ήταν και εκείνος που έμμελε να θέσει την προσωπική του σφραγίδα στην εξέλιξη της θεολογικής διαμάχης. Η δι’  επιχειρημάτων αναίρεση της κακοδοξίας-  με εξαίρεση τη συμβολή του Αγίου Σωφρονίου  Πατριάρχου Ιεροσολύμων, αποτελεί  αποκλειστικό σχεδόν έργο ενός μοναχού, του οποίου η θεολογική σκέψη δεν καταγράφεται απλώς στα πρακτικά, αλλά και στον ίδιο τον Όρο της Συνόδου του Λατερανού. Ο Άγ. Μάξιμος ο ομολογητής από επιφανή οικογένεια θα ακολουθήσει την μοναχική ζωή. Μετά από λίγα χρόνια θα εγκαταλείψει την μονή της μετανοίας του στην Κωνσταντινούπολη και θα κατευθυνθεί προς την Κύζικο, στη μονή του Αγ. Γεωργίου. Το έτος 626 ταξιδεύει με πλοίο, μέσω της Κρήτης προς την Αφρική. Στην Κρήτη αντιπαρατέθηκε θεολογικά με τους εκεί Μονοφυσίτες[10]. Πρίν από το 632 ευρίσκεται με βεβαιότητα στην Καρθαγένη. Γνωρίζεται προσωπικά με τον Άγ. Σωφρόνιο ο οποίος παρέμενε από το 633 στην Αφρική. Από την Καρθαγένη, η θεολογική αντιπαράθεση τον ανάγκασε να κατευθυνθεί στη Ρώμη. Κατά τη σύγκληση και τη διάρκεια της συνόδου στο Λατερανό  ήταν παρών στη Ρώμη όπου υπέγραψε μάλιστα τις αποφάσεις της β’ συνεδρίας[11].

Η επιρροή του Αγ. Μαξίμου στις μοναστικές κοινότητες της Δύσης ήταν σημαντική. Οι ελληνόφωνες μονές της Ρώμης θα αποτελέσουν κεντρική εστία αντίστασης κατά του Μονοενεργητισμού. Στην Αφρική όπου ήδη ήσαν εγκατεστημένοι πολλοί μοναχοί από την Ανατολή, οι οποίοι ομιλούσαν ελληνικά, και διαμόρφωσαν την περιρρέουσα θρησκευτική ατμόσφαιρα, ο Άγ. Μάξιμος, ανεδείχθη αρχηγός των εξορισμένων κοινοτήτων από τη θρησκευτική πολιτική της αυτοκρατορίας. Οι σύνοδοι που συνήλθαν στην Αφρική κατά το έτος 646 ήσαν, όπως μαρτυρούν τα πρακτικά της συνόδου του Λατερανού, υπό την επιρροή του και εξέφρασαν το υγιές ορθόδοξο φρόνημα. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώθηκε στη Ρώμη κατά την περίοδο αυτή μια ζωντανή εστία της ελληνικής Θεολογίας.

Ποιοι ήταν οι αντίπαλοι των ορθοδόξων και τι υπεστήριζαν;

 

Κύριοι Εισηγητές του Μονοενεργητισμού

1)Θεόδωρος Φαράν: Κείμενα από την θεολογική παραγωγή του μονοενεργήτη Θεοδώρου Φαράν είναι 11 αποσπάσματα που καταχωρούνται όπως θα γίνει γνωστό κατωτέρω, στα πρακτικά της δ’ συνεδρίας της συνόδου του Λατερανού[12] και αναφέρονται απλά κατά τη 13 συνεδρία της Στ’ Οικουμενικής Συνόδου[13].

2)Κύρος Αλεξανδρείας: Η πολιτική της προσέγγισης προωθήθηκε με μεγαλύτερη επιτυχία και στην Αίγυπτο. Πατριάρχης κατά το έτος 631 ήταν ο Κύρος(631-642), ο πρώην επίσκοπος Φάσιδος, ο οποίος ανέλαβε να προσεγγίσει τους Μονοφυσίτες Θεοδοσιανούς. Κατόρθωσε να συμφωνηθεί ένα κείμενο το οποίο ήταν αποδεκτό από τις δύο πλευρές (Ιούνιος του 633). Το έτος 633, έτος επίτευξης της συμφωνίας στην Αλεξάνδρεια και έτος έκδοσης της ‘’Ψήφου’’ του Σεργίου στην Κωνσταντινούπολη, θεωρείται ως απαρχή της μονοενεργητικής έριδας. Η βάση της συμφωνίας ήταν η αποδοχή της διδασκαλίας της Χαλκηδόνας για τις δύο φύσεις, ενώ αναγνωρίζεται μια «θεανδρική» ενέργεια στο Χριστό.

3) Ο Σέργιος Κωνσταντινουπόλεως στο κείμενο της ‘’Ψήφου’’ κάνει λόγο και αυτός για μία ενέργεια και ότι η διδασκαλία για δύο ενέργειες δεν είναι ορθή[14].

 Ο Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων όμως αντιστάθηκε στην ένωση με τους αιρετικούς και εναντιώθηκε στο κείμενο συμφωνίας με τους Θεοδοσιανούς. Μετά το θάνατο του πατριάρχου Ιεροσολύμων Μοδέστου, πατριάρχης ανεδείχθη ο Άγιος Σωφρόνιος(634-638 ή 639). Ο Αγ. Σωφρόνιος απέστειλε με την άνοδό του στο θρόνο την κατά τα έθιμα ενθρονιστήρια συνοδική επιστολή, ένα μνημειώδες και πολύτιμο δογματικό κείμενο, η οποία περιείχε την ομολογία πίστεως του Αγ. Σωφρονίου. Η Επιστολή αυτή ήταν μία δυνατότητα για το Σωφρόνιο να εκθέσει τις απόψεις του στα επίμαχα θέματα της πίστεως και να απαντήσει γραπτώς στην κακοδοξία του Σεργίου[15]. Σε αυτήν αποφαίνεται σχετικά με το θέμα μας, «τήν ἑκατέρας φύσεως ἑκατέραν ἴσμεν ἐνέργειαν»[16], καταφάσκει το δόγμα της Χαλκηδόνας, τον ένα Χριστό σε μια σύνθετη υπόσταση[17], και ότι «ἐνεργεῖ γάρ ἑκατέρα φύσις…»[18], και «…ἀλλά μετά τῆς θατέρου κονωνίας ἑκάστη φύσις τό ἴδιον ἔπραττε καί τήν διαίρεσιν φεύγουσα καί τήν τροπήν οὐ γινώσκουσα καί τήν διαφοράν πρός τήν θατέραν φυλάττουσα καί τήν κοινωνίαν καί σύνθεσιν ἀδιάλυτον καί ἀρραγῆ διασώζουσα[19]. Και ερμηνεύοντας χωρία των αγίων συμπεραίνει «…οὐδέ μίαν καί μόνην αὐτῶν(ενν των φύσεων) τήν ἐνέργειαν λέγομεν…»[20]. Αφού σύμφωνα με την Χαλκηδόνα ο Χριστός είναι «ἐν δύο φύσεσι», τότε υπάρχουν σ’ αυτόν τα φυσικά χαρακτηριστικά κάθε μίας απ’ αυτών. Οι ενέργειες και τα θελήματα είναι ιδιότητες της φύσεως ενώ «τά ἑκατέρας ἴδια φύσεως ασύγχυτα μετά την ένωσιν»[21] παραμένουν. Ο Άγιος Σωφρόνιος αποδεχόμενος δύο ενέργειες[22] απορρίπτει κατηγορηματικά και με βδελυγμία τον ισχυρισμό ότι στον Χριστό υπάρχει μία και μόνη ενέργεια[23] έναν ισχυρισμό που ουσιαστικά θέτει σε αμφισβήτηση την τελειότητα της ανθρωπότητας του Χριστού και κατ’ επέκταση το σωτηριώδες έργο της θείας οικονομίας. Αυτά ο Άγιος τα έγραψε γιατί είχε έλθει σε επαφή με τους Κύρο και Σέργιο και ήξερε το σκάνδαλο που είχαν δημιουργήσει.

Ο Σέργιος συνέταξε ένα άλλο δογματικό κείμενο στο οποίο εξέθετε πάλι την αιρετική του άποψη μόνο που αυτήν την φορά το κείμενο έφερε την υπογραφή του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Ήταν περιβεβλημένο δηλαδή με το κύρος της βασιλικής αυθεντίας και εξέθετε την καινοτόμο διδασκαλία γι’ αυτό και ονομάσθηκε Έκθεσις (638). Αυτό το βλάσφημο κείμενο θυροκολλήθηκε στην Αγία Σοφία. Αυτό το κείμενο το επικύρωσε και συνοδικά και ο διάδοχός του Πύρρος[24], ενώ έγινε αιτία για περαιτέρω προβληματισμό, συζητήσεις και αντιδράσεις. Όπως στο κείμενο της Ψήφου έτσι και στο κείμενο της Εκθέσεως απαγορευόταν ο λόγος για τις ενέργειες ενώ έφερνε και ως επιχείρημα τα θελήματα των φύσεων, ότι δηλαδή αν υπάρχουν δύο θελήματα στο Χριστό αυτά θα εναντιώνονταν μεταξύ τους. Έλεγε ότι ο Χριστός κατευθύνετο από τη θεία ενέργεια. Η ανθρώπινη φύση ήταν εξ’ ολοκλήρου θεοκίνητη[25].

4) Ο Πύρρος Κωνσταντινουπόλεως διάδοχος του Σεργίου έστειλε και αυτός επιστολή[26] στον Ορθόδοξο διάδοχο του αιρετικού Ονωρίου (πάπα Ρώμης) τον Ιωάννη, στην οποία υπερασπιζόταν τον Μονοενεργητισμό.

5) Διάδοχος του Πύρρου ο Κωνσταντινουπόλεως Παύλος (641-653), μονοενεργήτης και αυτός απέστειλε επιστολή προς την Ρώμη[27]με σαφέστατη θέση υπέρ της αιρέσεως. Επίσης έπεισε τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Κώνστα να εκδώσει ένα διάταγμα τον ‘’Τύπο’’ (648)[28] με το οποίο απηγορεύετο οποιαδήποτε συζήτηση για τις ενέργειες και τα θελήματα. Οι ενάντιοι θα είχαν ποινές. Η Εκκλησία της Ρώμης με τον διάδοχο του Θεοδώρου Άγιο Μαρτίνο πάπα Ρώμης στην Σύνοδο του Λατερανού καταδίκασαν με αποτροπιασμό τον Τύπο.  Η απαγόρευση της συζήτησης για μία ή δύο ενέργειες, και για ένα ή δύο θελήματα προβάλει ένα Χριστό «ανεθέλητον» και «ανενέργητον» ενώ πιο πριν υπήρχαν τα αιρετικά διατάγματα. Όλη αυτή η αιρετική περίοδος θα οδηγήσει στην συνοδική καταδίκη της κακοδοξίας.

Η σύγκληση της Συνόδου

 

Προκαθήμενος της Ρώμης αναδείχθηκε ο Άγιος Μαρτίνος πάπας Ρώμης (649-653 μ. Χ.) ο οποίος μετά από πολλαπλές εκκλήσεις συγκάλεσε σύνοδο στην Ρώμη, για να αντιμετωπίσει την αίρεση του Μονοενεργητισμού- Μονοθελητισμού. Η Ιερά Σύνοδος [29] συνήλθε στη βασιλική του Σωτήρος  Λατερανού στη Ρώμη.  Όπως σε κάθε σύνοδο που ασχολείται με ένα επίμαχο δογματικό πρόβλημα ασφαλώς και τη σύνοδο του Λατερανού ενδιαφέρει να εκφρασθεί και να βεβαιωθεί η αλήθεια για το επίμαχο δογματικό πρόβλημα. Η Σύνοδος  συνεκλήθη σε πέντε συνεδρίες.

Στην πρώτη συνεδρία (5 Οκτωβρίου 649), το πρώτο μέλημα αυτής ήταν η επί εγγράφων ερειδομένη διατύπωση της κατηγορίας εναντίον των αιρετικών. Κυρίως προείχε η αποδοκιμασία και καταδίκη του κειμένου της’’ Έκθεσις’’, μετά από την κανονική ανάκριση και έρευνα. Με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού η παρούσα σύνοδος αναδύεται τον προκείμενο πνευματικό αγώνα ώστε να αναδειχθεί αληθής συνήγορος και υπέρμαχος της αληθείας αποκτώντας έτσι τον στέφανο της δόξας και της καύχησης[30].

Πρώτος ομιλητής είναι ο Άγιος Μαρτίνος πάπας Ρώμης. Τοποθετείται λέγοντας ότι ο ευαγγελικός λόγος επιθυμεί, οι ποιμένες του πιστού λαού να είναι κατ’ εξοχήν ακριβείς κήρυκες της μεγάλης οικονομίας του Θεού Λόγου. Όταν γεννήθηκε στη Βηθλεέμ από την παρθένο ασπόρως ο Χριστός, ο οποίος με αυτό τον τρόπο εκαινούργησε την ανθρώπινη φύση, την νύχτα εκείνοι οι ποιμένες ήσαν «ἀγραυλοῦντες καί φυλάσσοντες τάς φυλακάς τῆς νυκτός»[31]. Κατά τον ίδιο τρόπο οφείλουν και οι ποιμένες της Εκκλησίας με άγρυπνο σπουδή και φροντίδα να αγρυπνούν κατά τη νύχτα του παρόντος βίου για το ποίμνιό τους που τους εμπιστεύθηκε ο Θεός. Κάτι ανάλογο συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, που οι ποιμένες συνήλθαν στην Εκκλησία, την πνευματική Βηθλεέμ για να διαγνώσουν και να εξακριβώσουν την ορθή πίστη σύμφωνα με τους αποστολικούς πατρικούς όρους και τις συνόδους[32].

Οι αιρετικοί νόθευσαν την μαρτυρία της Αγ. Γραφής και τους λόγους των Πατέρων. Αποτελεί επιβεβλημένη ανάγκη να κατονομαστούν αυτοί οι αιρετικοί[33]. Γιατί τα είπαν δημόσια για την βλάβη των πολλών και ανατροπή της αμωμήτου πίστεως[34]. Αυτοί είναι ο Κύρος Αλεξανδρείας, ο Σέργιος Κωνσταντινουπόλεως και οι διάδοχοι του τελευταίου οι πατριάρχες Πύρρος και Παύλος.

Ο Κύρος υποστήριξε ότι στο Χριστό υπάρχει μία μόνο ενέργεια κοινή και για την ανθρώπινη και για την θεία φύση Του. Στην συνέχεια συνέταξε εννέα κεφάλαια που περιείχαν τις κακοδοξίες του και αναθεμάτισε όσους δεν την αποδέχονταν.[35] Ο Σέργιος συμφώνησε μαζί του και συνέταξε την αιρετική ‘’Έκθεση’’. Και οι δύο απέρριπταν την ομόφωνη πατερική διδασκαλία σύμφωνα με την οποία, όταν υπάρχει μία ενέργεια, υπάρχει και μία ουσία και σύμφωνα με την οποία μαζί με την ουσία υπάρχει πάντοτε η θέληση[36]. Τις κακοδοξίες συνέχισαν οι διάδοχοί του, ο Πύρρος και ο Παύλος. Ο Πύρρος επικύρωσε την Έκθεση και ο Παύλος έγραψε τον Τύπο. Οι ορθόδοξοι απ’ όλες τις εκκλησίες παρακαλούσαν την Ρώμη να επέμβει και εκείνη προσπάθησε και με παρακαλειτά και με επιτίμια και με αφορισμούς  να διορθώσει τις καινοτομίες. Το αίτημα για την σύγληση ήταν καθολικό.

Ο Επίσκοπος Κεσίνης Μαύρος και ο πρεσβύτερος Θεόδοτος ως εκπρόσωποι του Επισκόπου Ραβέννας Μαύρου έδωσαν την ομολογία του τελευταίου με την αποδοχή των δύο ενεργειών και των δύο θελήσεων στο Χριστό απορρίπτοντας κάθε καινοτομία[37].   Την ομολογία του δίνει και ο Επίσκοπος Μάξιμος Ακυλείας, επισημαίνοντας ότι όποιος αρνείται τη διαφορά των δύο θελημάτων και ενεργειών στο Χριστό, αρνείται τη διαφορά των δύο φύσεών Του. Το θέλημα και η ενέργεια χαρακτηρίζονται και θεωρούνται ως ιδιότητες της φύσεως. Δεν είναι δυνατόν ο ένας και αυτός Ιησούς Χριστός, άκτιστος και κτιστός κατά τις φύσεις, να μην αποσώζει με την ένωση τις φυσικές ιδιότητες κάθε μιάς των δύο φύσεων, όπως είναι το θέλημα και η ενέργεια[38]. Όποιος δεν αποδέχεται αυτό αρνείται τους αγίους πατέρες και τον Όρο της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου ότι δεν αναιρείτε η διαφορά των φύσεων στο Χριστό μετά την ένωσή τους, ενώ διασώζονται οι φυσικές ιδιότητες κάθε μιάς από τις φύσεις. Ιδιότητα της θείας φύσεως είναι ότι ο Χριστός θέλει και ενεργεί τα θεία. Ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης είναι ότι ο Χριστός θέλει και ενεργεί τα ανθρώπινα[39].  Με τον τρόπο αυτό βεβαιώνεται ότι ο Χριστός με την υποστατική ένωση των δύο φύσεων είναι Θεός και άνθρωπος. Ο Μάξιμος Ακυλείας  λέει ότι στην Ε’ Οικουμενική Σύνοδο, ενάντια στο Θεόδωρο Μομψουεστίας και τον Ωριγένη, δεν υπήρξε κατήγορος, διότι τα αιρετικά τους συγγράμματα αρκούσαν για να αποδοθεί η εναντίον τους μομφή[40] . Με αυτά τα δεδομένα ο Μάξιμος προτείνει στη σύνοδο να προχωρήσουν στην ακριβή εξέταση των αιρετικών κειμένων έχοντας ένα ή δύο κατηγόρους.

Η δεύτερη Συνεδρία στις (8 Οκτωβρίου του 649) με συμμετοχή 106 επισκόπων καταγράφει τις κατηγορίες εναντίον των αιρετικών, από επισκόπους ηγουμένους και μοναχούς προς τον αποστολικό θρόνο.

Παρόν ήταν και ο επίσκοπος Δώρων Στέφανος ο πρώτος στην τάξη μεταξύ των επισκόπων των Ιεροσολύμων και ζήτησε να παρέμβει. Στον λίβελλό του γράφει ότι η σύνοδος δεν συγκλήθηκε με την συγκατάθεση του αυτοκράτορα, ήταν όμως σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. Ονομάτισε τους αιρετικούς λέγοντας ότι επαναφέρουν τις κακοδοξίες του Απολλιναρίου και του Σευήρου και  ότι διέσπειραν τα συγγράμματά τους  σε όλη την οικουμένη[41]. Τον επίσκοπο Στέφανο τον είχε αποστείλει ο Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων στην Ρώμη για να ενημερώσει την Εκκλησία αυτή για την νέα αίρεση[42]. Ο ίδιος ο Άγιος Σωφρόνιος είχε περιέλθει όλη την Ανατολή και αντιστάθηκε με γενναιότητα στους αιρετικούς, καλώντας τους να επανέλθουν στην ορθόδοξη πίστη. Συνέταξε δε και συνέλλεξε 600 πατερικά χωρία σε ανθολόγιο(Florilegium) από δύο βιβλία που ήλεγχαν την κακοδοξία τους[43]. Οι δε αιρετικοί οργάνωσαν ύπουλο σχέδιο για την σωματική του εξόντωση. Ο Άγιος Σωφρόνιος τότε κάλεσε τον Στέφανο στον τόπο της σταυρικής θυσίας του Χριστού, τον τόπο του κρανίου και τον δέσμευσε με άλυτους δεσμούς αναθέτοντάς του μια πολλή σημαντική αποστολή[44]. Του ανέθεσε να ταξιδεύσει σε όλη την οικουμένη, καταλήγοντας στην Ρώμη, ταξιδεύοντας ούτε μία ούτε δύο αλλά πολλάκις, για να ενημερώσει τους εκεί αρχιερείς, να τους παρακαλέσει να αναλάβουν δυναμικά τον αγώνα κατά της αίρεσης και να καταδικάσουν μετά από κανονική διαδικασία τις κακοδοξίες της, ώστε να αναχαιτισθεί η περαιτέρω διάδοσή της[45]. Γι’ αυτό μετά από εκκλήσεις από επισκόπους της Ανατολής και των πιστών βρίσκεται στην Ρώμη τρίτη φορά ζητώντας από τον αποστολικό θρόνο να προστατεύσει την κινδυνεύουσα πίστη των χριστιανών. Όταν οι αιρετικοί πληροφορήθηκαν την αποστολή του, διέταξαν την σύλληψή του και προσπάθησαν να τον οδηγήσουν ενώπιών τους σιδηροδέσμιο. Κατόπιν δίνει και αυτός την ομολογία του στη Σύνοδο.

Στη συνέχεια, στην σύνοδο επιτρέπεται η είσοδος ελλήνων ηγουμένων και μοναχών οι οποίοι εγκαταβίωναν από παλαιότερα στην Ρώμη, ή είχαν μετοικήσει πρόσφατα σ’ αυτή όπως ο Ιωάννης πρσβύτερος της Λαύρας του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου στα Ιεροσόλυμα, ο Θεόδωρος πρεσβύτερος και ηγούμενος της Λαύρας κατά την  Άφρων χώρα, ο Θαλάσσιος πρεσβύτερος και ηγούμενος της μονής των Αρμενίων στην μονή Ρενάτου, ο Γεώργιος πρεσβύτερος και ηγούμενος της μονής των Κιλίκων Ακουασσαλβίας και άλλοι θεοφιλείς άνδρες[46].

Αίτημα των ηγουμένων και μοναχών ήταν η καταδίκη του ‘’Τύπου’’ που έγραψε ο Παύλος Κωνσταντινουπόλεως και των άλλων αιρετικών. Οι ηγούμενοι δηλώνουν ότι επέλεξαν να παραμείνουν σταθεροί στην πίστη τους στο Χριστό γι’ αυτό καταφεύγουν στην Ρώμη. Ζητούν να αναθεματισθούν οι κακοδοξίες και τα αιρετικά συγγράμματα, αλλά και οι αιρεσιάρχες προσωπικά. Η καταδίκη δεν θα πρέπει να είναι απρόσωπη, αλλά να καταδικασθούν και οι συντάκτες τους όπως ορίζουν οι νόμοι[47]. Ο ‘’Τύπος’’ ο οποίος κηρύττει έναν Χριστό ανεθέλητο και ανενέργητο δηλαδή χωρίς νούν και ψυχή[48]. Ο Χριστός εξομοιώνεται με τα είδωλα, τα οποία δεν κάνουν τίποτα. Η απαγόρευση κάθε συζήτησης περί μίας ή δύο ενεργειών και θελημάτων αποτελεί τέλεια άρνηση του μυστηρίου του Χριστού και της διδασκαλίας των πατέρων και των συνόδων, διότι συνεπάγεται άρνηση των δύο φύσεων[49].  Αυτά που θα γίνουν και θα αποφασισθούν στη Ρώμη θα μεταφερθούν με ακρίβεια στην Ελλάδα.

Στην συνέχεια προσάγονται αναφορές από τα προηγούμενα χρόνια από διάφορες Εκκλησίες.  Έτσι αρχίζουν με την αναφορά του αρχιεπισκόπου Κύπρου. Ο Σέργιος Κύπρου τονίζει ότι κανείς δεν μπορεί να προσθέσει σε όσα είπαν η Εκκλησία και οι άγιοι Πατέρες. Κάθε φύση γράφει ενεργεί τα δικά της σε κοινωνία με την άλλη φύση(Λέων Α’ (440-461) στον τόμο προς τον Φλαβιανό). Γράφει επίσης ότι πρέπει να αναθεματισθούν οι αιρετικοί[50]. Ανεπιφύλακτα ο Σέργιος, αλλά και ολόκληρη η Εκκλησία της Κύπρου επιβάλλει σ’ αυτούς το ανάθεμα.

Έπειτα προσάγεται η αναφορά των επισκόπων της Αφρικής, στον πάπα Θεόδωρο. Αυτοί είναι ο 1)Κολούμβος πρόεδρος της τοπικής συνόδου της Νουμιδίας, ο 2) Στέφανος, πρόεδρος της τοπικής συνόδου του Βυζακίου και ο 3) Ρεπάρατος πρόεδρος των επισκόπων της Μαυριτανίας.

Οι επίσκοποι αφού έστειλαν τις διαμαρτυρίες τους στους αιρετικούς, κατόπιν έστειλαν και επιστολή στον αυτοκράτορα που του ζητούν να αναγκάσει τον Παύλο Κωνσταντινουπόλεως να ορθοφρονεί.

Η σύνοδος του Λατερανού ζητά να παρατεθεί και η επιστολή των επισκόπων της Αφρικής προς τον Παύλο.  

Οι επίσκοποι αποδέχονται και διαφυλάσσουν την πίστη ότι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι τρία ομοούσια πρόσωπα, η μία αδιαίρετη Θεότητα. Ο Υιό του Θεού, ένα από τα πρόσωπα της Θεότητας, χωρίς να παύσει να είναι Θεός, έγινε άνθρωπος προσλαμβάνοντας σάρκα που είχε ψυχή νοερή και λογική[51]. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι αναμφίβολα Θεός ,και τέλειος άνθρωπος. Επομένως ως τέλειος Θεός έχει ανθρώπινη φύση, ανθρώπινο θέλημα και ανθρώπινη ενέργεια χωρίς καμία αμαρτία[52].Η καθολική Εκκλησία δίδασκε και διδάσκει ότι ο Ιησούς Χριστός έχει δύο φύσεις ενωμένες ασυγχύτως και αδιαιρέτως και δύο φυσικές ενέργειες και δύο φυσικά θελήματα.  Για να βεβαιώσουν αυτά οι επίσκοποι της Αφρικής προσφεύγουν στην εκκλησιαστική παράδοση επικαλούμενοι χωρία από λατίνους αγίους πατέρες. Εμείς θα αναλύσουμε ορισμένα από αυτά.

1Ο Αγίου Αμβροσίου[53]: Στο περί πίστεως έργο του ο Άγιος Αμβρόσιος αντιπαραβάλει την ψυχική διάθεση του Χριστού με αυτήν του Πέτρου. Ο Πέτρος δέν φοβάται κατά την ώρα του πάθους ενώ ο Χριστός φοβάται. Ο Πέτρος λέγει «ἄρτι τήν ψυχήν μου ὑπέρ σοῦ τίθημι»[54]. Ο Χριστός λέγει «νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται»[55]. Ο Άγιος Απ. Πέτρος όντας κατώτερος, δε φοβάται, Εκείνος, όντας υψηλότερος όλων, επιδεικνύει τη διάθεση δειλού. Ο μέν όντας ψιλός άνθρωπος, αγνοεί τον κίνδυνο του θανάτου, ο δε , όντας Θεός ο οποίος ενηνθρώπησε, δείχνει την ασθένεια της σάρκας. Η σκοπιμότητα είναι προφανής. Με τον τρόπο αυτό ο Χριστός αναιρεί την ασέβεια των αιρετικών οι οποίοι απαρνήθηκαν το μυστήριο της ενανθρώπησής Του. (Μανιχαίος, Βαλεντίνος και Μαρκίωνας). Εν τούτοις είναι τόσο βέβαιο ότι έγινε ο ίδιος άνθρωπος, από τον οποίο πράγματι προσέλαβε σάρκα καθ’ όλα όμοια με τη δική μας, ώστε να ειπεί, «ὄχι ὅπως θέλω ἐγώ, ἀλλά ὅπως σύ θέλεις»[56]. Κατανοεί κανείς ότι αυτό το ίδιο θέλημα που εκδηλώνει ο Χριστός πρίν την ώρα του πάθους είναι ένα ανθρώπινο θέλημα διαφορετικό από το θείο (άλλο και άλλο).

2)Αγίου Αμβροσίου[57]: Ο Άγ. Αμβρόσιος στο ίδιο έργο βάζει  στο στόμα του Ιησού τα λόγια του ψαλμωδού. Το ότι ο Χριστός κάνει αυτό που θέλει ο Θεός Πατέρας ο ψαλμωδός το καθιστά γνωστό λέγοντας, «τοῦ ποιῆσαι τό θέλημά σου ὁ Θεός μου, ἠβουλήθην»[58]. Και αλλού λέγει «ἑκουσίως θύσω σοι καί ἐκ θελήματός μου ἐξομολογήσομαί σοι»[59]. Ο Άγιος Αμβρόσιος εμφανίζεται αποδεχόμενος ένα ανθρώπινο θέλημα στο Χριστό, το οποίο εκούσια συμφωνεί με το θείο θέλημα. Η τήρηση του θελήματος του Πατέρα, η θυσία και η εξομολόγηση είναι κατά την ερμηνευτική προσέγγιση του χωρίου από τη σύνοδο του Λατερανού εκδηλώσεις του ανθρωπίνου θελήματος του Χριστού.

3) Αγίου Αμβροσίου: Ο Άγ. Αμβρόσιος προκειμένου να καταδείξει ότι ο Πατέρας και ο Υιός έχουν κοινή ενέργεια διερωτάται: Τι λοιπόν συμβαίνει; Αυτό που θέλει ο Πατέρας, ο Υιός δεν το θέλει; Ή και το αντίστροφο. Ο μεν Υιός θέλει, ο Πατέρας όμως δεν θέλει; Εάν λοιπόν ο Πατέρας αυτούς τους οποίους θέλει ζωοποιεί, τότε ποιους ζωοποίησε ο Υιός, τους οποίους ο Πατέρας δεν θέλει να ζωοποιήσει, εφ’ όσον είναι φανερό ότι αυτούς τους οποίους ο Πατέρας θέλει, αυτούς ο Υιός ζωοποιεί; Ασφαλώς υπάρχει μία ενέργεια μεταξύ του Πατέρα και του Υιού. Είναι η κοινή θεία ενέργεια.

Όχι μόνο ο Υιός κάνει το θέλημα του Πατέρα, αλλά και ο Πατέρας το θέλημα του Υιού. Εάν λοιπόν η ζωοποίηση δεν είναι τίποτα άλλο, παρά το πάθος του Υιού Του για τους ανθρώπους, το πάθημα δε του Χριστού είναι θέλημα του Πατέρα, είναι φανερό ότι αυτούς τους οποίους ο Υιός ζωοποιεί, τους ζωοποιεί δια του θελήματος του Πατέρα. Ένα είναι και των δύο το θέλημα[60]. Είναι το κοινό θείο θέλημα. Εάν βεβαίως το θέλημα του Πατέρα αυτό είναι, να βρίσκεται δηλαδή ο μονογενής Υιός στον κόσμο και να θεραπεύσει τους ανθρώπους από τις ασθένειές τους, πρέπει κανείς να θυμηθεί τα λόγια του λεπρού: «Κύριε, ἄν θέλεις, μπορείς νά μέ καθαρίσεις». Απαντώντας ο Ιησούς είπε: «θέλω καθαρίσου»[61]. Αμέσως δε έγινε υγιής. Παρατηρεί λοιπόν κανείς ότι ο εξουσιαστής του ιδίου θελήματος είναι ο Υιός και ότι ανάμεσα στον Υιό και στον Πατέρα υπάρχει ένα θέλημα.  Και γι’ αυτό λέγει ο Χριστός: «ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας εἶναι δικά μου»[62] Ασφαλώς όπου υπάρχει η μία και η αυτή ενέργεια, εκεί υπάρχει ένα κατά φύση θέλημα[63].

Στο Θεό η κίνηση του θελήματος αποτελεί συμπλήρωμα της ενεργείας, το δε θείο θέλημα είναι διαφορετικό από το ανθρώπινο θέλημα. Άλλο είναι το θέλημα του Θεού και άλλο το φυσικό ανθρώπινο θέλημα[64].

Ο Χριστός είχε για τον Άγιο Αμβρόσιο ανθρώπινο θέλημα, διαφορετικό από το θείο. Σε αυτό καταλήγει από τα περιστατικά της ζωής του Χριστού. Τα πράγματα της ζωής ανήκουν και κατευθύνονται από το ανθρώπινο θέλημα. Καταδεχόμενος ο Χριστός το ανθρώπινο θέλημα, καταδέχθηκε την ανθρώπινη λύπη. Ως άνθρωπος είπε  ότι όχι όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ θέλεις[65]. Ανθρώπινη είναι η λύπη, την οποία καταδέχθηκε με την ανθρώπινη διάθεση. Πάσχει, λυπείται, πονάει, κατά την ανθρώπινη φύση και μέσω αυτής πονάει. Πονάει.. όχι για τον εαυτό του αλλά για τα ανθρώπινα τραύματα… Αυτόν τον οποίο επρόκειτο να αναστήσει, το Λάζαρο, γι’ αυτόν δάκρυσε. Λύγισε από τα δάκρυα της αδελφής του Λαζάρου, φανερώνοντας την ανθρώπινη μυστική διάθεσή Του. Ο Χριστός ως άνθρωπος σταυρώνεται γιατί ως Θεός ήταν αδύνατο να πεθάνει γιατί ήταν ελεύθερος από το πάθος και τη φύση, τον θάνατο. Ως άνθρωπος εδειλίασε. Αυτά είναι τα πάθη της ψυχής.

Αυτά αγαπητοί μου τα επιχειρήματα που αναφέρουν οι επίσκοποι της Αφρικής πρώτος τα είπε ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στον διάλογό του με τον Πύρρο τον αιρετικό. Πάρα πολλά επιχειρήματα των μελών της Συνόδου τα εξέφρασε πρώτος ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής.

Άρα λέγει ο Άγ. Αμβρόσιος είναι διαφορετικό το θείο θέλημα από το ανθρώπινο.

Έπειτα οι επίσκοποι της Αφρικής παραθέτουν επιχειρήματα από τον Άγιο Αυγουστίνου. Εμείς θα πούμε το ένα από τα δύο πατερικά χωρία.

1)Άγ. Αυγουστίνους[66]:  Οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να απελπίζονται, αφού μπορούν κατά χάρη να γίνουν υιοί Θεού, καθ’ όσον ο Υιός του Θεού «ἔγινε σάρκα καί ἔμεινε ἀνάμεσά μας»[67]. Μπορούν λοιπόν να αποδώσουν σ’ Αυτόν την αμοιβή, να μεταμορφωθούν και να κατοικήσουν μέσα σ’ Αυτόν ο οποίος έγινε άνθρωπος  και «κατοίκησε ἀνάμεσά μας». Δεν είναι λοιπόν αδύνατη στους ανθρώπους η μέθεξη του Λόγου, αφού μπορούν, ενώ είναι άνθρωποι να γίνουν κατά χάριν υιοί του Θεού, καθ’  όσον ο Υιός του Θεού με την πρόσληψη της σάρκας έγινε υιός του ανθρώπου.

Οι άνθρωποι επειδή είναι τρεπτοί ως προς το φρόνημα, γίνονται μέτοχοι του Λόγου με την αλλοίωση του χειροτέρου προς το καλύτερο. Ο δε Λόγος όντας άτρεπτος πάντοτε ως προς τη φύση, κατ’ ουδένα τρόπο έγινε άνθρωπος με μεταβολή προς το χειρότερο και χωρίς να έχει ψυχή. Δεν συνέβη, ασφαλώς αυτό που υποστηρίζουν οι αιρετικοί, δηλ, οι Απολιναριστές, ότι ο Χριστός ο Θεός, έγινε άνθρωπος χωρίς να έχει ψυχή ή νόηση ή θέλημα[68], επειδή παρερμηνεύουν το γραφέν Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο. Γι’ αυτό μετά από την παράθεση των πατερικών χωρίων στην επιστολή των επισκόπων της Αφρικής προς τον αιρετικό Παύλο Κωνσταντινουπόλεως απορούσαν με την επιμονή των αιρετικών πως επιμέναν.

Στην συνέχεια παρατίθεται η επιστολή του Καρθαγένης Βίκτωρα[69]. Ο Βίκτωρ γράφει ότι είχε βρεθεί αντιμέτωπος με την οδύνη των χριστιανών. Οι Εκκλησίες του Θεού συνταράσσονται τόσο, που δεν μπορεί να ανεχθεί τους οδυρμούς των χριστιανών και τους στεναγμούς των επισκόπων. Έτσι στρέφεται εναντίον του ‘’Τύπου’’ και της ‘’Εκθέσεως’’. Δίνει ορθή ομολογία και ζητάει από τον Πάπα να καθαιρέσει τους αιρετικούς.

Γιατί αγαπητοί μου λέμε όλες αυτές τις επιστολές; Διότι ενισχύεται η δύναμη των πραττομένων στο Λατερανό αφού οι τοπικές Εκκλησίες αντιδρούν και αυτές.

Στην Τρίτη Συνεδρία (17 Οκτωβρίου 649) εξετάζονται τα κείμενα των αιρετικών. Εμείς θα κάνουμε μία επιλογή από κάθε έναν αιρετικό.

Θεόδωρος Φαράν:

1)Κάθε τι που έχει εξιστορηθεί (στα Ευαγγέλια), ότι είπε ή έπραξε ο Κύριος, το είπε και το έπραξε δια του νού και των αισθήσεων, δηλ. των αισθητηρίων οργάνων. Αυτός ο ίδιος ως όλος και ένας είπε τα πάντα με μία ενέργεια του Λόγου, του νού, του αισθητικού και οργανικού σώματος[70].

Ο Λόγος κινεί τις πράξεις και τα λόγια του Χριστού. Ο Χριστός είχε μία ενέργεια.

Άρα αν ισχύει το προηγούμενο τότε πρέπει και η γέννηση από την Παρθένο είναι ίδια με την εκ Πατρός. Ο Θεός δεν σαρκώθηκε δηλαδή αληθινά αλλά ήταν φάντασμα. Ο Άγιος όμως Κύριλλος λέει ότι ο Κύριος γεννήθηκε κατά σάρκα από την Παρθένο[71]

2) Επειδή κατά θεία και σοφωτάτη οικονομία (ο Χριστός) είχε τον ύπνο, τον κάματο, την πείνα, τη δίψα και τα εκδήλωνε όποτε ήθελε, για το λόγο αυτό δίκαια αποδίδουμε την κίνηση ή την ηρεμία στην ενέργεια του Λόγου και συνεπώς δεχόμαστε μία ενέργεια του ενός και του αυτού Χριστού[72].

Γράφει δηλαδή ότι η μία ενέργεια του Χριστού, η ενέργεια του Θεού Λόγου κινεί και τα αδιάβλητα πάθη. Ακόμη λέει και κάποια επιχειρήματα με το ίδιο συμπέρασμα.

Εδώ κηρύττει τον Θεό κτίσμα αφού μπερδεύει τις θείες με τις ανθρώπινες ενέργειες.

2-3) Ο  Κύρος στην συμφωνία με τους Θεοδοσιανούς αιρετικούς αλλοίωσε το χωρίο του Αγ. Διονυσίου που λέει «καινήν τινα την θεανδρικήν ἐνέργειαν ἡμῖν πολιτευσάμενος»[73] ο μεν Κύρος αντί του «καινήν» χρησιμοποίησε «μίαν» και ο 3)Σέργιος αφαίρεσε την λέξη «θεανδρικήν» που σημαίνει δύο ενέργειες των δύο φύσεων κατά τον Άγιο Μαρτίνο αλλά και που τονίζει την τέλεια ένωση των φύσεων στον ένα Χριστό και ότι κάθε μία ενεργούσε κατ’ επαλλαγήν[74]. Έπειτα ο Άγιος Μαρτίνος κάνοντας υπόθεση ότι αποδεχόμαστε μια ενέργεια λέει ότι αυτή θα επιφέρει σύγχυση και διαίρεση και πολυθεΐα στην Αγία Τριάδα. Τα ίδια επιχειρήματα λέει και ο Άγιος Μάξιμος στον Διάλογό του με τον Πύρρο.  

Τέταρτη Συνεδρία.

Το κείμενο της ’’Έκθεσις’’ συνιστά καθ’ ολοκληρίαν ομολογιακό κείμενο σε πέντε κεφάλαια που το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο περιέχουν το ζήτημα των ενεργειών και των θελημάτων  στο Χριστό, τη συμφωνία της διδασκαλίας για ένα θέλημα και μία ενέργεια στο Χριστό σύμφωνα με τις Οικουμενικές Συνόδους και τους Πατέρες, και στο τέλος η προτροπή για την αποδοχή αυτών των αιρετικών απόψεων. Η συζήτηση για μία ή δύο ενέργειες διαπιστώνει η ‘’Έκθεση’’, προκαλούσε σοβαρές ενστάσεις και στις δύο πλευρές. Η μία ενέργεια γίνεται αποδεκτή από κάποιους Πατέρες. Παρόμοια και η ρήση για τις δύο ενέργειες σκανδαλίζει πολλούς, επειδή δεν έχει διατυπωθεί ευθαρσώς από κάποιους πατέρες και γιατί αυτή η ρήση υποδηλώνει την αντίληψη περί υπάρξεως δύο θελημάτων που το ένα αντιμάχεται το άλλο. Το μέν θέλημα του Θεού Λόγου είναι να εκπληρωθεί το σωτήριο πάθος, το δε ανθρώπινο θέλημα αντιστέκεται στο θείο και εναντιώνεται σ’ αυτό. Εδώ μεταβάλλεται ο Μονοενεργητισμός σε Μονοθελητισμό. Η αποδοχή δύο θελημάτων εισάγει δύο αντιτιθέμενα θελήματα[75] κάτι που είναι δυσσεβές και ξένο προς τη χριστιανική διδασκαλία[76]. Στην ‘’Έκθεση’’ ομολογείται ένα θέλημα του Χριστού[77]. Προτρέπονται όλοι οι Χριστιανοί να έχουν αυτό το φρόνημα, αυτήν την πίστη. Αυτό το κείμενο το επικύρωσαν  ο Κύρος Αλεξανδρείας και οι Σέργιος και Πύρρος Κωνσταντινουπόλεως.

Κατόπιν στη Σύνοδο του Λατερανού παρατίθενται αποσπάσματα από τα θεσπίσματα των πέντε Οικουμενικών συνόδων τα οποία δεν συμφωνούν με τους αιρετικούς.

4)Ο Παύλος Κωνσταντινουπόλεως έστειλε επιστολή στη Ρώμη που αποδέχεται μόνο ένα θέλημα[78] και συνέταξε τον ‘’Τύπο’’(648)[79], στον οποίο ταυτίζει το καλύτερο με το χειρότερο. Και αυτό δεν είναι σωστό[80] γιατί πρέπει να υπάρχει διάκριση του άγιου με το βέβηλο. Και όχι μόνο αυτό αλλά κάνει λόγο και για μία ή καμία ενέργεια στο Χριστό.

Στην πέμπτη και τελευταία συνεδρία(31 Οκτωβρίου 649) παρατίθενται πατερικά χωρία για τα δύο φυσικά θελήματα του Χριστού. Εδώ θα παρατεθούν λίγα πατερικά χωρία:

Άγ. Iππoλύτου: Ἦταν ὁλόκληρος σέ ὅλα καί παντοῦ, ἐνῶ δέ ἐπλήρωνε τό κάθε τι ἀναφορικά μέ ὅλες τίς ἀέριες οὐράνιες ἀρχές, ἐνεδύθη τη γυμνότητα καί γιά λίγο μέ βοή ζητᾶ να ἀποφύγει τό ποτήριο, γιά νά δείξει ὅτι ἀληθινά ἦταν ἄνθρωπος. Ἐνθυμούμενος ὅμως καί τό σκοπό γιά το ὁποῖο ἀπεστάλη, πραγματοποιεῖ τήν οἰκονομία γιά τήν ὁποία στάλθηκε καί φωνάζει[81], Πατέρα ἄς μη γίνει τό δικό μου θέλημα, τό πνεῦμα εἶναι πρόθυμο, ἡ σάρκα ὅμως ἀσθενής[82].

Η δειλία και ο φόβος του Χριστού πρό του θανάτου αποτελούν εκδηλώσεις της ανθρώπινης φύσης. Ο «πρός ὀλίγοις» φόβος αποδίδεται στη σκοπιμότητα να καταδειχθεί ότι ήταν αληθινός άνθρωπος. Η περαιτέρω συμμόρφωση του Χριστού προς το θέλημα του Πατέρα, είναι επίσης εκδήλωση του ανθρωπίνου θελήματος.

Μ. Αθανασίου 1): Ἀλλά, οὔτε βεβαίως ἀργές οὔτε ἄπρακτες μποροῦν ἀκόμα καί τώρα να νοηθοῦν οἱ θεῖες νοήσεις τοῦ Θεοῦ Λόγου, οὔτε βέβαια τῆς μακαρίας ψυχῆς πού ἑνώθηκε μέ αὐτόν μέ ἄφατο τρόπο, ἐπειδή βεβαίως τό νά μή νοεῖ αὐτή καί τό νά μή θέλει, ἀπειλεῖ (σημαίνει) ἀνυπαρξία[83]. Το χωρίο αποκρούει απολιναριστικές απόψεις σύμφωνα με τις οποίες ο Χριστός δε διέθετε ανθρώπινο νού και ανθρώπινο θέλημα. Η ένωση ανθρωπότητας και θεότητας στο Χριστό δέ σημαίνει ότι ο Λόγος ή ο ανθρώπινος νούς απρακτεί. Γιατί απραξία σημαίνει ανυπαρξία.

2) Διότι ἄν καί ἦταν Θεός, ἐντούτοις μέ σάρκα καί ὡς πρός τή σάρκα ὁλοκληρώνει τήν ὑπακοή, καί τό θέλημα τῆς Θεότητας ὑπερισχύει τοῦ θελήματος τῆς σάρκας, καθώς ἔχει εἴπει ὅτι κατέβηκα ἀπό τον οὐρανό, ὄχι γιά νά κάνω τό δικό μου θέλημα, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Πατέρα  μου πού μέ ἀπέστειλε[84], δικό του ὀνομάζοντας τό θέλημα τῆς σάρκας, ἐπειδή καί ἡ σάρκα του ἔγινε δική του[85].

3)Επιφανίου Κύπρου: Καί στή συνέχεια προσθέτει λέγοντας ὅτι, ἐνῶ προσηύχετο, τόν κυρίεψε ἡ ἀγωνία, ὅπως γράφεται στό Κατά Λουκᾶ Εὐαγγέλιο. Ἵδρωσε, λέγει, καί ὁ ἱδρώτας του ἔγινε σταγόνες αἵματος πού ἔπεφταν στή γῆ. Καί φάνηκε ἄγγελος ἐνισχύοντας αὐτόν [86]. Ὥρμησαν δέ ἀμέσως οἱ κυνηγοί τῶν λέξεων, ὡς ἐάν εἶχαν εὕρει πρόφαση ἐνάντια στόν ἐχθρό καί ἐπιτέθηκαν λέγοντας: Βλέπεις ὅτι δέν εἶχε ἀνάγκη καί τή δύναμη τοῦ ἀγγέλου; Ἀσφαλῶς τόν ἐνίσχυσε ὁ ἄγγελος καί το κυρίεψε πράγματι ἡ ἀγωνία. Καί δέ γνωρίζουν ὅτι ἐάν δέν εἶχε ὅλα αὐτά καί ἄν δέν ἔλεγε, «ἄς μή γίνει τό δικό μου θέλημα, ἀλλά τό δικό σου», καί ἐάν δέν ἀγωνιοῦσε καί ἐάν δέν ἵδρωνε τό σῶμα του, τότε θά ἦταν φαντασία ἡ ἔνσαρκη παρουσία τοῦ Χριστοῦ[87].

Στην συνέχεια η Ιερά Σύνοδος παραθέτει πατερικά χωρία τα οποία μιλούν για δύο φυσικές ενέργειες. Εδώ θα παρατεθούν λίγα πατερικά χωρία.

1)Μ. Βασιλείου: Ἔπειτα ὅμως αὐτός ὁ ὁποῖος ἐξετάζει μέ ὀρθή κρίση παρατηρεῖ ὅτι πολλά καί ἀπό τό ἀνθρώπινο μέρος (ὡς ἄνθρωπος) ἐκφράζει. Διότι τό, δῶσε μου νά πιῶ[88] εἶναι φωνή πού ἐκφράζει μιά σωματική ἀνάγκη[89].

Ως άνθρωπος ο Χριστός είχε τα αδιάβλητα πάθη και εκτελούσε τα ανθρώπινα. Ο Χριστός είχε ανθρώπινη ενέργεια. Η θεία ενέργεια στο Χριστό ήταν αδιαμφισβήτητη.

2)Γρηγορίου Νύσσης: Ὅπως λοιπόν δέ γίνεται νά ἀποδώσουμε τά ἰδιώματα τῆς σάρκας στή θεότητα τοῦ Λόγου ὁ ὁποῖος ὑπάρχει προαιωνίως, ἔτσι πάλι οὔτε τά ἰδιώματα τῆς Θεότητας μποροῦμε νά κατανοήσουμε στή φύση τῆς σάρκας. Γι’ αὐτό, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἀναμεμειγμένη ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου μέ τά ὑψηλά καί θεοπρεπῆ καί μέ τά ταπεινά καί ἀνθρώπινα, τό καθένα ἀπό τά ὀνόματα ἀποδίδουμε κατάλληλα σέ καθένα ἀπ’ αὐτά πού κατανοῦνται στό μυστήριο. Τό μέν ἀνθρώπινο ἀποδίδεται στόν ἄνθρωπο, τό δέ ὑψηλό στή Θεότητα[90].

Τα ιδιώματα της κάθε μίας φύσης στο Χριστό είναι διακεκριμένα και δεν μπορούν να συγχέονται, αν και ενεργούνται από το ένα και το αυτό πρόσωπο. Τα της ανθρωπότητας ενεργούνται με την ανθρώπινη ενέργεια ενώ τα τη θεότητας με την θεία.

3)Ιωάννου Σκυθουπόλεως: Βλέπεις ὅτι τοῦ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ δύο θεωροῦμε τίς ἐνέργειες τῆς Θεότητάς του καί τῆς ἀνθρωπότητας, (ἑνωμένες) ἀχωρίστως καί ἀναλλοιώτως[91].

Η θεία και η ανθρώπινη ενέργεια είναι μεταξύ τους ενωμένες, καθ’ όν τρόπον και οι φύσεις.

4)Αναστασίου Αντιοχείας: Διότι ὅπως τό νά τρέφεται κάποιος καί νά μεγαλώνει δέν εἶναι γνώρισμα τῆς Θεότητας, ἔτσι καί τό νά ἐγείρει νεκρούς δέν εἶναι τῆς ἀνθρωπότητας. καί τά δύο ὅμως ἀνήκουν σ’αὐτόν στόν ὁποῖο ἡ θεότητα ἑνώθηκε κατάλληλα μέ τήν ἀνθρωπότητά του, ὄχι μέ ἀνάμειξη ἀλλά μετά ἀπό ἀσύγχυτη ἕνωση . Ἐπομένως δύο μέν εἶναι οἱ ἐνέργειες ὅπως καί οἱ φύσεις , ἕνας δέ αὐτός ὁ ὁποῖος ἐνεργεῖ, Θεός καί ἄνθρωπος, ταυτόχρονα ὁ ἴδιος[92].

Ακολούθως η σύνοδος προσκομίζει τα κείμενα των αρχαίων αιρετικών με τους οποίους συμφωνούσαν οι Μονοενεργήτες.

Ο Επίσκοπος Θεόδοτος Καράλεως παραθέτει κορυφαία στοιχεία για τα θελήματα και τις ενέργειες και τις επιπτώσεις- αποκλίσεις αν αποδεχθούμε την μία ενέργεια και το ένα θέλημα.

Κατόπιν ο Άγιος Μαρτίνος παρεμβαίνει για να πεί ότι ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος και προσέλαβε και το ανθρώπινο θέλημα και την ενέργεια για να θεραπεύσει ολόκληρο τον άνθρωπο, την φύση, το σώμα, την ψυχή, το νού, την ενέργεια, το θέλημα και να τον ανακαινίσει[93]. Την ίδια επιχειρηματολογία χρησιμοποιεί και ο Άγ. Μάξιμος στο διάλογό του με τον Πύρρο[94]. Εάν ο μισός Αδάμ έσφαλε, ήταν μισό και αυτό που είχε προσληφθεί από τον Λόγο και αυτό που εσώθη. Εάν όμως ολόκληρος ο άνθρωπος έσφαλε, ο Λόγος έχει ενωθεί με ολόκληρο το γεννηθέν και ολόκληρο ζώζεται. Ο Χριστός δεν ήταν απίκασμα ή ζωγραφιά ανθρώπου. Αφού ο Χριστός είχε ως άνθρωπος νού, ο δε νούς έχει οπωσδήπωτε κατά τη φύση και το θέλημα. Και θα επαναλάβει την φράση του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού «διό καί θελητικός καί ἐνεργητικός κατά φύσιν ὁ αὐτός ὑπῆρχεν ἐν ἑκατέρᾳ τῶν ἐξ’ ὧν καί ἐν αἷς ἐστιν φύσεων τῆς ἡμῶν σωτηρίας»[95].

Στο τέλος της συνόδου επικυρώνεται ο Όρος της Συνόδου υπό την μορφή 20 κανόνων. Εμείς θα αναφέρουμε μερικούς:

Θ’ κανόνας) Εάν κάποιος δεν ομολογεί σύμφωνα με τους αγίους πατέρες ορθά και αληθινά ότι οι φυσικές ιδιότητες της θεότητας του Χριστού και της ανθρωπότητας διατηρούνται ανελλιπώς σ’ Αυτόν και αμειώτως προς αληθινή επιβεβαίωση ότι είναι ο αυτός τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος ως προς τη φύση, είναι κατάκριτος[96].

I’ κανόνας) Εάν κάποιος δεν ομολογεί σύμφωνα με τους αγίους πατέρες ορθά και αληθινά δύο θελήματα του αυτού και ενός Χριστού του Θεού συμφυώς ενωμένα, το θείο και το ανθρώπινο, επειδή ο αυτός ως προς την κάθε μία από τις δύο φύσεις είναι φύσει θελητικός της σωτηρίας μας, είναι κατάκριτος[97].

ΙΑ΄ κανόνας) Εάν κάποιος δεν ομολογεί σύμφωνα με τους αγίους πατέρες ορθά και αληθινά δύο του αυτού και ενός Χριστού του Θεού τις ενέργειες ενωμένες συμφυώς, και τη θεία και την ανθρώπινη, επειδή ο αυτός ως προς την κάθε μία από τις δύο φύσεις του είναι ενεργητικός της σωτηρίας μας είναι κατάκριτος[98].

ΙΒ’ κανόνας) Εάν κάποιος ομολογεί ακολουθώντας τους εναγείς αιρετικούς μία φύση, ένα θέλημα ή μία ενέργεια της θεότητας και της ανθρωπότητας, πράγμα που οδηγεί στην ανατροπή της διδασκαλίας των αγίων πατέρων, άρνηση δε της (γενομένης) οικονομίας του Σωτήρος για χάρη μας, είναι κατάκριτος[99].

ΙΖ’ κανόνας) Εάν κάποιος σύμφωνα με τους αγίους πατέρες ορθά και αληθινά δεν ομολογεί όλα αυτά που παραδόθηκαν και κηρύχθηκαν από την αγία του Θεού καθολική και αποστολική Εκκλησία, από αυτούς τους αγίους πατέρες και τις έγκριτες Οικουμενικές πέντε Συνόδους, μέχρι και την τελευταία συλλαβή[100] με το λόγο και το φρόνημα είναι κατάκριτος[101].

ΙΗ’ κανόνας) Εάν κάποιος κατά τους αγίους πατέρες σύμφωνα με μας και ομόδοξα με μας δεν απορρίπτει και δεν αναθεματίζει με την ψυχή και με το στόμα όλους τους δυσσωνύμους αιρετικούς τους οποίους απορρίπτει και αναθεματίζει μαζί με όλα τα συγγράμματά τους μέχρι και μιάς οξείας η αγία του Θεού καθολική και αποστολική Εκκλησία, με άλλα λόγια οι άγιες και Οικουμενικές πέντε Σύνοδοι και όλοι οι έγκριτοι πατέρες της Εκκλησίας… οι οποίοι έχουν καταδικασθεί και αποβληθεί από την καθολική Εκκλησία, των οποίων τα δόγματα αποτελούν γεννήματα διαβολικής ενεργείας και αυτούς οι οποίοι φρονούσαν, φρονούν ή θα φρονούν τα ίδια μ’ αυτούς αμετανοήτως μέχρι τέλος, είναι κατάκριτος…[102].

Μετά το τέλος των εργασιών της συνόδου η σύνοδος συντάσσει εγκύκλιο επιστολή[103] με την οποία κοινοποιεί στην οικουμένη ολόκληρη τις αποφάσεις της συνόδου και προτρέπει τους πιστούς να μείνουν πιστοί στη ορθή ομολογία μέχρι τέλους.

Η Σύνοδος του Λατερανού αντιστρατεύθηκε την πολιτική της αυτοκρατορίας. Αυτό είχε ως συνέπεια να αντιδράσει η πολιτική εξουσία της Κωνσταντινούπολης  κατά των Αγίων Μαρτίνου και Μαξίμου. Η αντιπαράθεση αυτή θα τους οδηγήσει στην εξορία και τελικά στο θάνατο. Όμως οι αγώνες των Αγίων αυτών και της Ιεράς Συνόδου ενίσχυσαν την αντίσταση εναντίον της αιρέσεως και τελικά στην κατίσχυση της.  Ο Άγιος Μαρτίνος Πάπας Ρώμης συνελήφθη  στις 17 Ιουνίου του 653, οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και φυλακίσθηκε. Τον Μάρτιο του 654 ο Αγ. Μαρτίνος εξορίσθηκε στη Χερσώνα της Κριμαίας όπου τελικά πέθανε κάτω από άθλιες συνθήκες το Σεπτέμβριο του 655. Παρόμοια τύχη με τον πάπα Μαρτίνο είχε και ο Άγ. Μάξιμος, ο οποίος τον Μάϊο του 655 οδηγήθηκε σε δίκη. Ξανά δικάζεται στη Βιζύη μετά από έναν χρόνο 656. Το 662 τον οδήγησαν πίσω στην Κωνσταντινούπολη όπου αφόρισαν τους Αγίους Μάξιμο ομολογητή, Μαρτίνο πάπα Ρώμης και Σωφρόνιο Ιεροσολύμων. Τέλος ακολούθησε ο ακρωτηριασμός του Αγίου Μαξίμου, του, απέκοψαν το δεξιό χέρι και την γλώσσα για τιμωρία αλλά ο Χριστός τον έκανε να ομολογεί τα ορθά δόγματα, να ομιλεί δηλαδή και χωρίς την γλώσσα του. Τον έστειλαν εξορία στην Κοχλίδα τον Ιούνιο του 662, ενώ μετά από δύο μήνες πέθανε εκεί στις 13 Αυγούστου του 662. Η αλλαγή της εκκλησιαστικής πολιτικής θα οδηγήσει στη σύγκλιση της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου που θα καταδικάσει την ίδια αίρεση με κύρος οικουμενικό.   

 Είδαμε αγαπητοί μου, με την δυνατή συντομία, τους αγώνες των Αγίων και των λοιπών πατέρων της περιόδου εκείνης, πολλοί των οποίων αξιώθηκαν μέχρι και θάνατο υπέρ της ευσεβείας, καί της ορθής διδασκαλίας και μας άφησαν την ορθόδοξη πίστη ακεραία, ως κληρονομιά αλλά και ως παιδαγωγία. 

Ας παρακαλέσουμε με θέρμη ψυχής, τον σωτήρα μας  Κύριο, και την Παναγία μητέρα του, και με τις ευχές του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου μας, να μας αξιώνει να κρατούμε και εμείς όπως εκείνοι την ορθή ομολογία και την πίστη αλλά και την άμεμπτη πολιτεία τους, ώστε να αναδεικνυόμαστε  μιμητές τους μέχρι το τέλος της προσκαίρου ζωής μας. Αμήν 

[1] Τα πρακτικά της συνόδου εξέδωσε σε κριτική έκδοση ο R. Riedinger. Η νεώτερη αυτή έκδοση χρησιμοποιείται στην παρούσα εργασία: Acta Conciliorum Oecumenicorum, Series Secunda, Volumen Primum: Concilium Lateranense a. 649 celebratum, Berlin 1984. Ο ίδιος εξέδωσε σε δύο τόμους και τα πρακτικά της Στ’ Οικουμενικής Συνόδου: Acta Conciliorum Oecumenicorum, Series Secunda, Volumen Secundum, Pars Prima et Secunda: Concilium Universale Constantinopolitanum Tertium, Berlin 1990 και 1992.

[2] Για μια αναλυτική έκθεση της πολιτικής κατάστασης της αυτοκρατορίας στις αρχές του 7. αιώνα, την Εξαρχία της Ιταλίας και της Αφρικής, καθώς και για τις εξουσίες του Εξάρχου, Βλ. Ανδ. Στράτος, Τό Βυζάντιον στον ζ’ αιώνα, τόμ. Α’, Αθῆναι 1965, σσ. 84-86 και 89-90.

[3] Βλ. Ανδρ. Στράτος, Τό Βυζάντιον στόν ζ’ αἰῶνα, Α’. σ. 159.

[4] Το ίδιο, όπου παρ.  σσ. 160-162.

[5] Το ίδιο, όπου παρ. σσ. 194-225.

[6] Τις θεολογικές γνώσεις του Ηρακλείου αξιολογεί θετικά ο πατριάρχης Σέργιος σε επιστολή του προς τον πάπα Ονώριο χρονολογούμενη περί το τέλος του 633-αρχές του 634 που ανεγνώσθη στη 12η συνεδρίαση της Στ’ Οικουμεικής Συνόδου Βλ. ACO II/ 2, 534: … μετά γάρ τῶν ἄλλων τοῦ Θεοῦ χαρισμάτων καί τήν τῶν θείων δογμάτων καταπλουτεῖν ἔλαχε γνώσιν… .

[7] PG. 89, 1159 CD: Ὁ δέ Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, ἅτε δή Συρογενής ὑπάρχων, ὡς δή λόγος, καί γονέων Ἰακωβιτῶν ἔγγονος…

[8] PG. 91, 287 A-  353B.

[9] PG. 91, 333A.

[10] PG. 91, 49C και 52A.

[11] ACO II/1, 57, 37.

[12] ACO/ 1, 120, 1-124, 7.

[13] ACO 11/ 2, 586, 5-8.

[14] ACO II/2, 542, 7-8.

[15] Η συνοδική επιστολή ανεγνώσθη κατά την 11η συνεδρίαση της Στ’ Οικουμενικής Συνόδου (20.3.681). Βλ. ACO II/2, 4210, 13-494.

[16] ACO II/2, 444, 21.

[17] ACO II/2, 448, 2-3… καί τῆς μιᾶς αὐτοῦ συνθέτου καί μοναδικῆς ὑποστάσεως, ὅς σεσαρκωμένος τοῦ Θεοῦ λόγος ἐτύγχανεν…

[18] ACO II/2, 442, 14-20.

[19] ACO II/2, 444, 10-13.

[20] ACO II/2, 446, 113.

[21] ACO II/2, 448, 12.

[22] ACO II/2, 444, 21: … ἑκατέραν φυσικήν ὁμολογοῦμεν ἐνέργειαν…

[23] Το ίδιο σελ. 446, 13-14 στίχους.

[24] Το ίδιο σελ. 168, 3-170

[25] ACO II/2, 544, 2-4. Και ACO II/2, 218, 1-230, 26.

[26] ACO II/1, 3338, 16-22. ACO II/2, 110, 8f.

[27] ACO II/1, 196, 16-204, 8.

[28] ACO II/ 1, 208, 3-210, 15.

[29] όπως την χαρακτηρίζει και ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος στην δογματική του.

[30] ACO II/ 1, 10, 11-12: τόν τε δόξης καί τῆς καυχήσεως ἀναδήσηται στέφανον, ὡς εὐσεβείας συνήγορος ἀληθής καί ὑπέρμαχος.

[31] Λουκ. 2, 8.

[32] ACO II / 1, 10, 24-25.

[33] ACO II/ 1, 10, 40: δέον γάρ αὐτούς καί φανερῶς ἐξειπεῖν.

[34] ACO II/ 1, 12, 3-5.

[35] ACO II/ 2, 592, 6

[36] ACO II/ 1, 12, 21-23. Βλ. PG 29, 676 A και PG 32, 105 B.

[37] ACO II/ 1, 24, 11-12.

[38] ACO II/1, 26, 11-13.

[39] ACO II/ 1, 26, 19-23.

[40] ACO II/ 1, 28, 5-7.

[41] ACO II / 1, 38, 27-29.

[42] ACO II/ 1, 40, 14-16.

[43] ACO II/ 1, 40, 20-21.

[44] ACO II/ 1, 40, 25-27: ἔλαβε μέν καί ἔστησεν ἐμέ τόν ἀνάξιον ἐν τῷ ἁγίῳ κρανίῳ, ἔνθα δι’ ἡμᾶς ἑκουσίως αὐτός ὑπέρ ἡμᾶς φύσει θεός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός σταυρωθῆναι σαρκί κατηξίωσε, καί ἐκεῖ συνέδησέ με δεσμοῖς ἀλύτοις

[45] ACO II/ 1, 40, 28-36.

[46] ACO II / 1, 50, 1-7.

[47] ACO II/ 1, 52, 41-54, 2.

[48] ACO II/ 1, 54-58.

[49] Το ίδιο στίχοι 15-16.

[50] ACO II/ 1, 62, 14-16.

[51] ACO II/ 1, 82, 25- 26.

[52] Το ίδιο 82, 27-30.

[53] PL. 16, 591 A B .

[54] Ιω. 13, 37.

[55] Ιω. 12, 27.

[56] Ματθ. 26, 39.

[57] PL. 16, 592B- 593A.

[58] Ψαλμ. 36, 9.

[59] Ψαλ. 53, 8.

[60] ACO II/ 1, 86, 10-11: ἕν γάρ ἐστι ἀμφοτέρων τό θέλημα.

[61] ΜΑτθ. 8, 2-3.

[62] Ιω. 16, 15.

[63]ACO II/ 1, 86, 19: ἐπειδή ἔνθα ἡ αὐτή καί μία ἐνέργεια, ἕν ὑπάρχει κατά φύσιν τό θέλημα.

[64]ACO II/ 1, 86, 20-21: ἕτερον οὖν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, και ἕτερον τό τοῦ ἀνθρώπου κατά φύσιν ἐστίν.

[65] Ματθ. 26, 39.

[66] Προς Ονοράτον Επιστολή PL. 33, 542, 543.

[67] Ιω. 1, 14.

[68] ACO II / 1, 90, 19-21:ἀλλ’ οὐδέ δίχα ψυχῆς. Οὐ γάρ, καθώς οἱ αἱρετικοί φασίν ἤγουν οἱ Ἀπολιναρισταί, Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν ἄνθρωπος γέγονε, ψυχήν οὐκ ἔχων ἤ νόησιν ἤ θέλησιν.

[69] ACO II/ 1, 99, 6-103, 34.

[70] ACO II/ 1, 120, 9-11.

[71] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ἐπίλυσις τῶν 12 Κεφαλαίων, Ἀναθεμαστιμός Α, PG. 76, 296 C.Βλ. Στ. Παπαδόπουλος, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Αθήνα 2004, σσ. 34-35.

[72] ACO II/ 1, 120, 15-18.

[73] PG 3, 1072BC.

[74] ACO II/ 1, 148, 1012 και 34-36.

[75] ACO II / 1, 160, 17-18.

[76] Πρβλ. Επιστολή Σεργίου προς Ωνώριον, Mansi 11 533 CDE ACO II/ 2, 542, 2-20.

[77] ACO II/ 1, 160, 25-29.

[78] ACO II/ 1, 198, 26-27 και 204, 28-29.

[79] ACO II/ 1, 208, 3 – 210.

[80] ACO II/ 1, 210, 27-29.

[81] ΜΑτθ. 26, 39. Λουκ. 22, 42.

[82] Αγ. Ιππολύτου, περί Πάσχα, PG 10, 846A.

[83] ACO II / 1, 284.

[84] Ιω. 1, 13 και 6, 38.

[85] Αγ. Αθανασίου, Νῦν τετάρακται ἡ καρδία μου, PG 26, 1241D- 1244A. ACO II/2. 660, 10—14.

[86] Λουκ. 22, 43-44.

[87] Αγ. Επιφανίου Κωνσταντίας, Κατά αἱρέσεων, PG 42, 300C.

[88] Ιω. 4, 7.

[89] Αγ. Βασιλείου, Ἐπιστολή πρός τόν ἅγιον Ἀμφιλόχιον, PG 32, 877B.

[90] Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Εὐνομιον Λόγος ΣΤ’, PG 45, 712D- 731A.

[91] Ἁγ. Ιωάννου Σκυθουπόλεως, Κατά Σεβῆρου, F. Diekamp, Doctrina Patrum, 86, XIII.

[92] Αγ. Αναστασίου Αντιοχείας, Ἀπολογία ὑπέρ τοῦ τόμου τοῦ Πάπα Λέοντος, Πρβλ. Mansi 11, 437B. ACO II / 1, 314.

[93] ACO II / 1, 362, 4-6.

[94] Opusk. 3.

[95] ACO II/ 1, 362, 22-24 και Αγίου Μαξίμου PG. 91, 68C.

[96] ACO II/ 1, 374, 1-8.

[97] ACO II/1, 374, 10-17.

[98] ACO II/1, 374, 19-26.

[99] ACO II/ 1, 374, 28-35.

[100] ACO II/ 1, 378, 1-17.

[101] ACO II/ 1, 378, 19-27.

[102] ACO II/ 1, 378, 19-384, 28.

[103] ACO II/ 1, 404, 1-420, 10.

ΙΩΑΣΑΦ Η ΦΙΛΟΠΟΝΟΣ ΜΕΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΤΡΑΣ ΔΑΒΙΔ
 
«Έρχομαι ταχύ, κράτει ό έχεις, ίνα μηδείς λάβη τον στέφανόν σου» (Αποκ.,γ΄,11). «Τω νικώντι δώσω αυτώ του μάννα του κεκρυμμένου, και δώσω αυτώ ψήφον λευκήν, και επί την ψήφον όνομα καινόν γεγραμμένον, ό ουδείς οίδεν ει μη ο λαμβάνων» (Αποκ.,β΄,17).
Ήταν πριν από ένα χρόνο μια παγωμένη ημέρα του Δεκέμβρη, όταν πληροφορηθήκαμε το θλιβερό γεγονός. Πάγωσε μέσα μας η ελπίδα. Μούδιασε το είναι μας. Είναι αλήθεια, πως ο βασιλώνυμος Ιωάσαφ, ο φέρων το όνομα του βασιλογόνου Αγίου του, όλες τις προηγούμενες ημέρες εβάδιζε σιγά-σιγά προς τον θάνατο, πλησίαζε αργά αλλά σταθερά προς το τέλος του. Προς την έξοδο από την πρόσκαιρη τούτη ζωή. Ένα τέλος όμως και μία έξοδος, που του άνοιγε το δρόμο για την αιωνιότητα και γινότανε αρχή μυστική μιας άλλης διάρκειας, διηνεκούς και ακαταπαύστου, εντός της οποίας θα λάμβανε σάρκα και οστά το ιερό όνειρο της ψυχής του, ένα όνειρο που εφλέγετο, εφωτίζετο και ελαμπρύνετο από τα απαστράπτοντα αγαθά του Παραδείσου.
Αλήθεια τι μεγαλείο, τι μεγαλειώδες μυστήριο, όταν η ψυχή χωριζομένη εκ του σώματος, υπάγει εις συνάντησιν του Δημιουργού της! Δια τούτο άλλωστε υπογραμμίζει και ο υμνωδός της Εκκλησίας, ότι είναι «μακαρία η οδός ή πορεύη σήμερον αδελφέ, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως». Ποία λόγια φθαρτά, λόγια που καίγονται στην πρώτη φλόγα, μπορούνε να χωρέσουνε το μεγαλείο εκείνης της στιγμής; Και όντως δεν υπάρχουνε τέτοια λόγια! Δια τούτο… Σιγή! Έτσι υποδέχθηκαν την είδηση της κοιμήσεώς του, οι πατέρες και αδελφοί του, οι πιστοί και εκείνοι που αγαπούσαν τον πατέρα Ιωάσαφ.
Άλλωστε αυτό ήταν το δεύτερο χτύπημα για την καταπονημένη, εξουθενωμένη και ταλαιπωρημένη από τα κρούσματα και τις απώλειες αδελφότητα της Ιεράς Μονής του Αδελφοθέου και το δοκιμαζόμενο πλήρωμα της Εκκλησίας, μετά τον αδόκητο θάνατο του αγαπητού θεοφιλεστάτου Χριστουπόλεως Ιακώβου. Οι στιγμές εκείνες ήταν άχρονες, αφού μέσα από την σιωπή της προσευχής, υπερέβαιναν τη χρονική διάσταση του παρόντος βίου και εισέρχονταν στον ανέσπερο χρόνο της αιωνιότητος, τον χρόνο της ογδόης ημέρας. Και η ευχή όλων ανέβαινε ψηλά, πυροδοτούμενη από την εσώτερη επιθυμία της ψυχής των, που λαχταρούσε να γευθεί, κάτι από το μεγαλείο που ζούσε πλέον ο χαριτωμένος Ιωάσαφ.
Και η αλήθεια είναι, ότι ο μακαριστός αδελφός μας δεν κοπίασε λίγο, προκειμένου να ετοιμάσει εαυτόν για την Βασιλεία των ουρανών. Ως μοναχός και μέλος της αδελφότητος του Αγίου Ιακώβου, ήταν άψογος στα μοναχικά του καθήκοντα, επιμελής και συνεπής σε αυτά, ενώ δεν απείχε καθόλου από τον χαρακτηρισμό του φιλακόλουθου, καθώς συμμετείχε, όταν μπορούσε σε όλες σχεδόν τις ακολουθίες, δίχως να απουσιάζει εύκολα σε καμία από αυτές. Ένας τομέας στον οποίον εξόχως διεκρίνετο, ήταν αυτός της εγκρατείας και της νηστείας. Ο Ιωάσαφ καλλιεργούσε την εγκράτεια, σημειώνοντας κυριαρχικές επιδόσεις επί των ορέξεών του και μπορούσε να είναι, όταν το αποφάσιζε, αήττητος κυριολεκτικά νηστευτής, μένοντας άσιτος για πολλές ημέρες, χωρίς να βάζει όλο αυτό το διάστημα σχεδόν τίποτα στο στόμα του.
Εκείνο όμως που καθόριζε πραγματικά την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του μακαριστού, ήταν η έφεσή του για την ησυχία. Αγαπούσε ιδιαίτερα την ησυχία και την μόνωση και ωσάν τον άγιο Γρηγόριο τον θεολόγο, απέφευγε όσο μπορούσε την πολυκοσμία και τον θόρυβο, χωρίς ωστόσο να αποστασιοποιείται από τα κοινά και να οδηγείται στην αυτοαπομόνωση. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίον, όταν του ζητήθηκε να γίνει ιερέας, παρεκάλεσε τον Γέροντα να λειτουργεί μόνο στο μοναστήρι, και όχι σε κάποια ενορία στον κόσμο.
Έτσι λοιπόν μέσα στην γαλήνη και την ηρεμία του μοναστηριού και του κελιού του, ο φιλήσυχος Ιωάσαφ, μόνος τω Θεώ Μόνω, καλλιεργούσε όσο πιο έντονα μπορούσε την προσευχή και την μελέτη, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θερμαίνεται η καρδιά του και να ανάβει μέσα του το πυρ της αγάπης του Χριστού, που διαπερνούσε με τις θεϊκές του ακτίνες την διψασμένη για τα άνω ψυχή του και την πλημμύριζε με την έκσταση της ουρανίου χαράς και το διάχυτον φως της γαλήνιας ευφροσύνης του Παραδείσου. Ιδιαιτέρως παρακαλούσε την Παναγία, να σμιλεύσει με την θεομητορική της καλαισθησία στο τέμενος της επιθυμίας του, την μυστική έλξη για τον ωραίο κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων.
Δια τούτο ο πατήρ Ιωάσαφ ήταν κατ’εξοχήν χαρωπός και γαλήνιος άνθρωπος. Το καταλάβαινε εύκολα κανείς όταν συναναστρεφόταν μαζί του. Είχε μέσα του την αναφαίρετη χαρά του Κυρίου, που επήγαζε από τη συχνή επικοινωνία του με τον Βασιλέα της ειρήνης. Ακόμα και όταν το καθήκον τον καλούσε να βρεθεί στην θορυβώδη και πολύβουη ατμόσφαιρα των πόλεων, κατάφερνε κατά το μάλλον ή ήττον να γίνεται έντονος συνομιλητής του ουρανού και να είναι έτσι ένας ησυχαστής στους «ερημικούς» κόσμους των μεγαλουπόλεων.
Από εκεί και πέρα, ασφαλώς ο εκλιπών πνευματικός μας αδελφός δεν θα μπορούσε να υστερεί στην αρετή της υπακοής, η οποία κατέχει νευραλγική θέση και είναι μείζονος και πρωταρχικής σημασίας σε ό,τι αφορά τις προτεραιότητες ενός μοναχού. Ως γνήσιο τέκνο της υπακοής, τα πήγαινε άψογα και διατηρούσε άριστες σχέσεις, τόσο με τον Γέροντά μας και ιδρυτή της αδελφότητος και της Ιεράς Μονής του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπό μας Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Μακάριο, όσο και με τον νυν Καθηγούμενο Του μοναστηριού, θεοφιλέστατο επίσκοπο Περιστεράς κ Μακάριο.
Έχοντας λάβει στη μοναχική του βιοτή τις σωστές αρχές, που χρειάζεται ένας υποτακτικός, προκειμένου να κτίσει το πνευματικό του οικοδόμημα εδραίως, επάνω σε στέρεες βάσεις, είχε κατά νουν και εγνώριζε πολύ καλά, ότι η υπακοή συνοδεύεται και φέρει μαζί της παντοτινά ως μόνιμο και αδιαχώριστο σύντροφο, την ευχή του Γέροντα, η οποία σε κάθε περίπτωση, αποτελεί την προϋπόθεση για την κατά Χριστόν πρόοδο του μοναχού.
Είχε λοιπόν ο Ιωάσαφ ισχυράν την πεποίθησιν, πως η ευχή του Γέροντα είναι η ασφάλεια και η σιγουριά των αγωνιζομένων ψυχών, η ασπίδα και η ευλογία του Θεού και ότι τίποτα δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται χωρίς αυτήν. Φρόντιζε λοιπόν όλως ιδιαιτέρως να τον σκεπάζει πάντοτε η ευχή του Γέροντα με την υπακοή του, έτσι ώστε να αποφεύγει τον κίνδυνο να ακυρωθεί και να απενεργοποιηθεί μέσα του η χριστοποιός δυνατότητα και προοπτική και η αγιαστική δυναμική, η οποία ενυπάρχει στις Γεροντοκεντρικές καρδιές και εν τέλει να αποτελέσει η ευχή αυτή το κλειδί, που θα του άνοιγε διάπλατα τις θύρες για την Βασιλεία των ουρανών.
Ως εκ τούτου ο φιλάγαθος Χριστός, που έλκεται από το αγαθόν, τον επροίκισε με πολλά φυσικά αλλά και επίκτητα χαρίσματα, στο ήθος, τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά. Ως βαθιά αξιοπρεπής και ευγενική φύση, που σαγηνεύεται από τα υψηλά και τα ωραία, τα λόγια του και τα έργα του ήταν γεμάτα από καλοσύνη και αγάπη για τον πλησίον, κατόρθωμα που είχε επιτύχει, επειδή απλά ο Ιωάσαφ ήταν επιεικής και μεγαλόκαρδος απέναντι στον συνάνθρωπό του. Ήταν αυτό που λέμε «έξω καρδιά». Όλοι τον αγαπούσαν και χαίρονταν την επικοινωνία και συνομιλία μαζί του, διότι έβλεπαν μπροστά τους και είχαν ενώπιόν τους έναν ιερομόναχο, που διακρινόταν για την απλότητα, τη σεμνότητα και την ταπεινότητά του.
Για τον ίδιο, όλοι οι πλησίον του, οι συμμοναστές του και το πλήρωμα της Εκκλησίας, κληρικοί και λαϊκοί, ήταν οι εν Χριστώ αδελφοί του. Κανένας δεν είχε παράπονο από την παρουσία του και τη συναναστροφή μαζί του. Φιλάδελφος και αλληλέγγυος προς πάντας, έτοιμος να βοηθήσει όποιον είχε ανάγκη, πονετικός και γεμάτος ενδιαφέρον και φροντίδα, προς τους κλαίοντας και θλιβομένους, που χρειάζονταν έναν λόγο παρακλήσεως και παρηγοριάς. Γαλήνιος και ήρεμος στη συμπεριφορά του, νηφάλιος και ήπιος στη διάθεσή του και τον τρόπο με τον οποίο σε προσέγγιζε, χαρακτηριστικά γνωρίσματα με τα οποία σε ενέπνεε και σε κέρδιζε από την πρώτη στιγμή, κυρίως εάν είχες ανάγκη να αποδράσεις από τις εντάσεις και τους θορύβους, τα άγχη και την ταραχή της κοσμικής ζωής.
Ο πατήρ Ιωάσαφ ήταν ένας ειλικρινής και αυθεντικός άνθρωπος, ο οποίος δεν είχε τίποτα το ψεύτικο επάνω του, αλλά διέθετε καθαρή καρδιά, καθαρή από την μισαδελφία, την κακία, την πονηρία και την υπερηφάνεια. Δια τούτο ο Κύριος και Μέγας Αρχιθύτης Ιησούς, προσβλέποντας στην καθαρότητα της καρδιάς του, δεν θα μπορούσε παρά να τον τιμήσει με την προσηγορία και το αξίωμα του πρεσβυτέρου. Έτσι λοιπόν ο μακαριστός, ανεδείχθη με τη θεϊκή και πυρφόρο χάρη του Αγίου Πνεύματος, σε ιερουργό του Λόγου της αληθείας, προσφέροντας «δώρα τε και θυσίας πνευματικάς», κυρίως στο θυσιαστήριο της Ιεράς μονής του Αγίου Ιακώβου, καθώς και των δύο μετοχίων της, της Παντανάσσης στην Περιστερά και του Αγίου Νικολάου στις Σέρρες.
Οι ως άνω μοναστικές αδελφότητες όπου λειτουργούσε συνήθως ο αείμνηστος, ευφραίνονταν και έχαιραν, για το ότι τις είχε αξιώσει ο Θεός να διαθέτουν ως εφημέριο, έναν ιερομόναχο, που αγωνιζόταν και φρόντιζε επιμελώς να καταστεί και να είναι άξιος παραστάτης του ιερού θυσιαστηρίου. Όταν ιερουργούσε και λειτουργούσε ο εκλιπών αδελφός μας, είχε στάση υποδειγματική και κινήσεις ιεροπρεπείς και μετρημένες, έχοντας πλήρη συναίσθηση και συνείδηση της ιερότητος του χώρου και της μεγαλοσύνης και μεγαλοπρέπειας του φοβερού Θεού, τον οποίον ελάτρευε.
Μέσα σε αυτήν την κατανυκτική ατμόσφαιρα, παρακαλούσε και ικέτευε θερμώς τον νοητόν Ήλιον της Δικαιοσύνης Χριστόν, να εισέλθει εις το είναι του, προκειμένου να ανατείλει και να αναδυθεί στον ουρανό της ψυχής του, η ροδοδάκτυλη αυγή της μυστικής ημέρας της Βασιλείας του Κυρίου και να καταστεί έτσι ο ίδιος, πιστός υπηρέτης του Δεσπότου Ιησού καθώς επίσης-γιατί όχι-και μύστης ουρανίων και λανθανόντων μυστηρίων, ενός άλλου κόσμου αοράτου και μυστικού, ασυγκρίτως πιο θελκτικού και σαγηνευτικού από τον παρόντα.
Σε ότι αφορά τα διακονήματα του μοναστηριού και όχι μόνον, ο μακαριστός Ιωάσαφ ήταν ένας ακαταπόνητος εργάτης, που συμμετείχε σε πολλά από αυτά και αναλάμβανε να διακονήσει το μοναστήρι και την Εκκλησία γενικότερα, με πολύ όρεξη για δουλειά, δίχως να υπολογίζει την ευτέλεια ή να τρομάζει από τη δυσκολία του διακονήματος και της εργασίας, που είχε αναλάβει. Με ιδιαίτερο ζήλο μάλιστα συμμετείχε και πρωταγωνίστησε με τους λοιπούς πατέρες στις εργασίες για την ανοικοδόμηση του περικαλλούς ναού του μοναστηριού, του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, τον οποίον οραματιζόταν, ονειρευόταν και επιθυμούσε, ολόκληρη η αδελφότητα. Δεν υπολόγιζε την κούραση και τον κόπο και δεν έδιδε «ύπνον τοις οφθαλμοίς του και τοις βλεφάροις του νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις του, έως ου εύρη τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ», διότι όπως λέγει ο ψαλμωδός, ο ζήλος για τον οίκο του Θεού, είχε πυρπολήσει και καταφάγει την ύπαρξή του.
Ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι εκτός των άλλων, ο αείμνηστος πνευματικός μας αδελφός ήταν καλλιτεχνική φύση, καθώς ήδη από κοσμικός ασχολείτο με την αργυροχοϊα, ενώ ως ρασοφόρος για ένα διάστημα του άρεσε να ζωγραφίζει και είχε ιδιαίτερη έφεση στην αγιογραφία. Με τη βοήθεια αυτής της θαυμάσιας εκκλησιαστικής τέχνης και του θείου ταλάντου με το οποίο τον είχε προικίσει ο Παντοκράτωρ, κατάφερε να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στην προσευχή και την μελέτη των άνω, να δυναμώσει την επικοινωνία του με το θείον και να καταστήσει τη διάνοιά του, καθέδρα ευλογημένων λογισμών, οικητήριον αγαθών νοερών ουσιών και αντιστοίχων ενθυμήσεων και αγγελικόν παλάτιον της δροσοβόλου αύρας του Πνεύματος.
Αγιογραφούσε με ευλάβεια και κατάνυξη τους Αγίους της Εκκλησίας μας, οι οποίοι είναι εικόνες Χριστού, εικόνιζε με ιερόν πόθον την Παναγία, που είναι η κατ’εξοχήν και ασυγκρίτως η πληρέστερη, αρτιότερη και πιο ολοκληρωμένη εικόνα του Χριστού, ενώ δεν παρέλειπε να ιστορεί με θείον έρωτα και τον ίδιον τον Δεσπότην Ιησούν, ο Οποίος είναι εικών ζώσα και χαρακτήρ απαράλλακτος του αοράτου Θεού Πατρός. Ο μακαριστός βασιλώνυμος πατέρας, καθώς ασχολείτο για όλο αυτό το διάστημα με την βυζαντινή ζωγραφική, κατανοούσε, πως αυτή έχει ως σκοπό να ανεβάσει τον άνθρωπο από τα αισθητά στα νοητά, από εκείνα που βλέπουμε με τα υλικά μάτια μας, σε εκείνα που βλέπει, όποιος έχει μάτια πνευματικά, τουτέστιν από τα εφήμερα στα αιώνια.
Και πως η τέχνη αυτή δεν εκφράζει κάτι πρόσκαιρο, μάταιο και ψεύτικο, αλλά τα αεί μένοντα, αμετάβλητα και αληθινά, εκείνα που δεν αλλοιώνονται και δεν μεταβάλλονται ποτέ. Ασφαλώς ο Ιωάσαφ εγνώριζε πολύ καλά και συνειδητοποιούσε ακόμη περισσότερον μέσω της αγιογραφίας, ότι σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, δεν εικονίζεται η αόρατος, ακατανόητος και απερίγραπτος Θεότητα, αλλά το εκτύπωμα της ανθρωπίνης μορφής του Κυρίου, η ορατή και περιγραπτή σάρκα του, «καθώς ωράθη επί της γης συν τοις παθήμασιν αυτής».
Ο μακαριστός αδελφός μας όμως δεν έμεινε, ούτε αρκέστηκε μόνο στα παραπάνω. Από κάποιο χρονικό σημείο και μετά, άρχισε να ασχολείται με την τέχνη της μελισσοκομίας και επιδόθηκε σε αυτήν, κάνοντάς την, κύρια εργασία του και το βασικό του διακόνημα. Μαζί με τον πατέρα Φιλάρετο μετέφεραν τα μελίσσια, που είχαν στη διάθεσή τους σε διάφορες εξοχές και δάση της Ελλάδος για να συλλέγουν από τα άνθη το απαραίτητο νέκταρ, που γινόταν το υλικό με το οποίο στη συνέχεια οι πατέρες παρασκεύαζαν τα θαυμάσια και εξαιρετικά μελισσοκομικά προϊόντα, για τα οποία το μοναστήρι μας, η Ιερά Μονή του Αγίου Ιακώβου Αδελφοθέου στην Περιστερά, έγινε γνωστή ανά την Ελλάδα.
Έχοντας ως παράδειγμα την εργατικότητα, το μεράκι και τη συνέπεια των μελισσών, ο Ιωάσαφ και οι λοιποί πατέρες εργάζονταν με όρεξη, μεράκι και φιλότιμο, δείχνοντας αγάπη και χαρά για αυτό που έκαναν, για αυτό και ο Χριστός ευλογούσε την προσπάθεια και τον κόπο τους, που απέδιδε καρπόν εκατονταπλασίονα. Ήταν μεγάλη ευλογία για τον εκλιπόντα, που ταξίδευε στα δάση και τις εξοχές, τα βουνά και τα λαγκάδια της πατρίδος μας. Εκεί μαζί με την εργασία, ανέπεμπε και θερμή προσευχή, καθώς και ευχαριστιακή δοξολογία προς τον Δομήτορα της κτίσεως, αφού αναγνώριζε πως μέσα στη φύση της οικουμένης όλης, αλλά και όλως ιδιαιτέρως στη φύση της Ελλάδος, υπάρχει ένα μυστήριο, που δίνει μια θρησκευτική συγκίνηση στην ψυχή του ανθρώπου, εκείνου που δεν παραμορφώθηκε από τον σύγχρονο «πολιτισμό». Όλα γύρω τους στην εξοχή ήσαν ευφρόσυνα, αγαθά, αθώα και ευλογημένα.
Έβλεπαν οι δυο πατέρες και θαύμαζαν την απαράμιλλη ομορφιά της πλάσης. Το πράσινο χαλί της φύσεως! Το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας! Το χρυσαφί του ηλίου! Και αναρωτιόντουσαν για το πόσο πιο μεγάλη θα είναι η απόλαυση της πνευματικής όρασης των σωζομένων στον Παράδεισο. Άκουγαν τα ηδύλαλλα και καλικέλλαδα αηδόνια να κελαηδούν και ετέρποντο από την προσμονή της αγγελικής ψαλμωδίας. Οσφραίνονταν τα θελκτικά αρώματα της φύσεως και ανυπομονούσαν να διαχέονται αιώνια στην όσφρησή τους οι μεθυστικές, άρρητες και εξώκοσμες ευωδίες των παραδείσιων κήπων της Άνω Ιερουσαλήμ. Ο μακαριστός Ιωάσαφ ψηλαφούσε και άγγιζε την τελειότητα της κτίσεως, είχε ως πρότυπό του την αριστοτεχνική και καλλιτεχνική εργασία των μελισσών και αναφωνούσε μέσα από τα εσώψυχά του προς τον Δημιουργόν, Προνοητήν και Κυρίαρχον του σύμπαντος: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας, επληρώθη η γη της κτίσεώς σου». (ψ. 103).
Κατά τα άλλα και γενικότερα, ο πατήρ Ιωάσαφ ήταν μία καλλιεργημένη προσωπικότητα, που είχε γνώσεις και μόρφωση, επί πολλών θεμάτων. Ιδιαίτερα όμως του άρεσε να ασχολείται με την ιστορία και είχε πολλές γνώσεις ιστορικές, κατέχοντας ακόμη και αρκετές λεπτομέρειες και διάφορες πληροφορίες, όχι μόνον από την ελληνική ιστορία, αλλά και από την παγκόσμια ευρύτερα. Είχε επίγνωση, του γεγονότος ότι ένας Έλληνας θα πρέπει να γνωρίζει και να μελετάει την ιστορία του τόπου του και όχι μόνον, προκειμένου να είναι σε θέση να αξιοποιεί τα πλούσια και ανεξάντλητα ιστορικά αποθέματα του Ελληνισμού. Επίσης καταλάβαινε πολύ καλά, πως η ιστορία δεν είναι μια απλή επιστήμη, διότι άπτεται της ιστορικής, πολιτιστικής και εθνικής ταυτότητος του κάθε ανθρώπου.
Είχε υπ’όψιν του, ότι πρώτα από όλα, πρέπει να ερευνούμε την ιστορία, όχι απλά για να αποκτούμε εγκυκλοπαιδική γνώση και να γινόμαστε άρτιοι γνωσιολογικά επιστήμονες, μια κινητή βιβλιοθήκη δηλαδή, αλλά πολύ περισσότερο, διότι η ιστορία, μας διδάσκει εκτός των άλλων, να μην επαναλαμβάνουμε τα λάθη του παρελθόντος και ταυτόχρονα διαμορφώνει την εθνική μας μνήμη και την ιστορική μας συνείδηση, για το ποιοι είμαστε, ποιοι είναι οι γύρω μας λαοί, πως φτάσαμε εδώ που φθάσαμε και άλλα πολλά. Η ιστορία για τον μακαριστό, ποτέ δεν έχανε και δεν χάνει την αξία της. Ήταν και είναι βαρυσήμαντη η σπουδαιότητά της. Γι’αυτό και δεν λησμονούσε ποτέ, ότι λαός που ξεχνά την ιστορία του, γίνεται τελικά έρμαιο και εύκολο θήραμα στις διαθέσεις των εχθρών του και των υποτιθέμενων φίλων του, πορεύεται αίωλος και επί ξύλου κρεμάμενος και τελικά ο λαός αυτός είναι καταδικασμένος να οδηγηθεί σταδιακά στην παρακμή και τον αφανισμό.
Αυτό που πάρα πολύ άρεσε στον πατέρα Ιωάσαφ και τον ξεκούραζε πνευματικά και ψυχικά, ήταν το να ταξιδεύει στην Μικρά Ασία. Στον Πόντο, την Καππαδοκία, την Κωνσταντινούπολη και γενικότερα στις αλησμόνητες και αλύτρωτες πατρίδες. Ο ίδιος είχε ρίζες από τη Μικρά Ασία και αγαπούσε ιδιαίτερα να την επισκέπτεται. Ο μακαριστός ήταν ένας θερμός πατριώτης, που αγαπούσε πολύ την Ελλάδα και καθετί ελληνικό.
Ως γνήσιος και φιλόπατρις Ρωμηός, έτρεφε πολύ δυνατά και έντονα συναισθήματα για τις Ρωμαίικες πατρίδες της Ανατολής και αναπολούσε τα μεγαλεία που απολάμβανε σε αυτές τις πατρίδες το Γένος μας, όταν κυριαρχούσε στην ιστορία, η πάλαι ποτέ κραταιά Ορθόδοξη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως. Δεν ξεχνούσε ασφαλώς και τον πόνο τον αβάσταχτο και τη βαθιά οδύνη, που έζησε ο λαός μας με τον αιματοβαμμένο ξεριζωμό του από τις πατρογονικές του εστίες. Ο Ιωάσαφ έβλεπε, πως η Ρωμηοσύνη είναι η πονεμένη Ελλάδα. Η χριστιανική Ελλάδα.
Και πως όπως πολύ ωραία γράφει ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου στην ‘Πονεμένη Ρωμηοσύνη’: «Η αρχαία Ελλάδα μπορεί να ήτανε δοξασμένη και αντρειωμένη, αλλά η καινούρια, η χριστιανική, είναι πιο βαθιά, επειδής ο πόνος είναι ένα πράγμα πιο βαθύ κι από τη δόξα κι από τη χαρά κι από κάθε τι. Οι λαοί που ζούνε με πόνο και με πίστη τυπώνουνε πιο βαθιά τον χαρακτήρα τους στον σκληρό βράχο της ζωής, και σφραγίζονται με μια σφραγίδα που δεν σβήνει από τις συμφορές, αλλά γίνεται πιο άσβηστη. Με μια τέτοια σφραγίδα είναι σφραγισμένη η Ρωμηοσύνη.
Διότι τα έθνη που ξαγοράζουνε κάθε ώρα της ζωής τους με αίμα και μ’αγωνία, πλουτίζονται με πνευματικές χάρες που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς κι από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο. Ενώ ο πόνος κατεργάζεται τους λαούς και τους καθαρίζει, όπως καθαρίζεται το χρυσάφι με φωτιά μέσα στο χωνευτήρι. Για τούτο η πονεμένη Ρωμηοσύνη στολίστηκε με κάποια αμάραντα άνθη, που δεν τ’αξιωθήκανε οι μεγάλοι κι οι τρανοί λαοί της γης.» Και επειδή βασανίσθηκε στο διάβα των αιώνων και βασανίζεται ακόμη και σήμερα, «γι’αυτό και έχει στολισθεί με τη ματωμένη στολή της αφθαρσίας, σε αντίθεση με τους λαούς της Δύσεως και όχι μόνον, που έχουν συνηθίσει να ζουν στην καλοπέραση και την αναισθησία, γυμνοί από κάθε ανθρωπιά και συμπόνοια».
Συνοψίζοντας με ένα λόγο θα λέγαμε, πως ο Ιωάσαφ ήταν για το μοναστήρι του Αδελφοθέου, ότι ήταν ο θεοφιλέστατος Ιάκωβος για την Αρχιεπισκοπή, την Ιερά Σύνοδο και την Εκκλησία της Ελλάδος ευρύτερα. Ο πατήρ Ιωάσαφ ήταν ένας από τους στυλοβάτες και τις κολόνες της Μονής, εκείνος που μαζί με μερικούς ακόμη πατέρες του Αγίου Ιακώβου, βάσταζε στα χέρια του και σήκωνε στους ώμους του, τα πολλά και μεγάλα βάρη της αδελφότητος.
Ως άοκνος και φιλόπονος μέλισσα του Χριστού, υπηρετούσε το μοναστήρι, θεραπεύοντας τις πολυποίκιλες ανάγκες των πατέρων και αδελφών, ενεργώντας πάντοτε με ευχαρίστηση και εσωτερική χαρά και χωρίς ποτέ να γογγύζει ή να διαμαρτύρεται. Και για να παραφράσουμε εκείνο που λέει ωραία η Αποκάλυψη στον επίσκοπο της Εκκλησίας της Φιλαδελφείας, ο εκλιπών είχε γίνει στύλος του Θεού στο μοναστήρι και τον ναόν του μοναστηριού και πλέον δεν εξερχόταν σε ότι αφορά τα όρια δράσεώς του, πέραν από την Μονή του Αδελφοθέου και τα μετόχιά της. «Ποιήσω αυτόν στύλον εν τω ναώ του Θεού μου, και έξω ού μη εξέλθη έτι»(Αποκ.,γ΄,12).
Μένοντας πιστός και συνεπής ισοβίως σε αυτή τη γραμμή πλεύσεως και δράσεως, ο μακαριστός αδελφός μας κράτησε και φύλαξε ως κόρην οφθαλμού, εκείνο που είχε και διέθετε-την καλή πίστη και τα αγαθά έργα- και έτσι ο αγωνοθέτης κύριος, που ήλθε μάλλον γρήγορα για να τον πάρει κοντά του, του χάρισε τον στέφανο της νίκης και βραβεία τα ουράνια, που ετοίμασε γι’αυτόν. Μετά από κόπο, πόνο, δοκιμασίες και θλίψεις πολλών ετών, έφθασε πλέον η ώρα της ανταμοιβής.
Ο Δίκαιος Κριτής Ιησούς Χριστός είναι έτοιμος να χαρίσει στον πατέρα Ιωάσαφ από το μάννα που είναι κρυμμένο στους ουρανούς και είναι άγνωστο στους ανθρώπους του κόσμου. Να του παράσχει την ζωηφόρον κοινωνίαν του ουρανίου Άρτου, του Σώματος και του Αίματος του Θεανθρώπου, την ουράνια τροφή της Βασιλείας Του, που θα του εξασφαλίσει την αθάνατον και μακαρία ζωήν και που η ηδύτητα του γλυκασμού της, θα ενσταλάζεται στην καρδιά του αοιδίμου πατρός και θα συγκλονίζει την ύπαρξίν του με τα ωκεάνεια κύματα της γαλήνιας αβύσσου του Παρακλήτου. Θα του δώσει όμως επιπλέον και ψήφον λευκήν, αθωωτικήν και επάνω στην ψήφο θα είναι γραμμένο ένα νέο όνομα, που θα λάβουν όλοι όσοι καταστούν τέκνα της Βασιλείας και που το όνομα αυτό, δεν θα γνωρίζει κανένας, παρά μόνον εκείνος που το λαμβάνει.
Αξιομακάριστε πατέρα Ιωάσαφ! Με άμεμπτη πολιτεία και ακλινή πίστη, ανεδείχθης τέλειος δούλος Ιησού Χριστού. Τώρα πλέον περιπατείς στις ωραιότατες αυλές της Άνω Ιερουσαλήμ. Σε έναν άπειρο χώρο, που ξεχειλίζει από τον άρρητο πόθο και τη διάπυρη αγάπη προς τον Θεόν και ό,τι του ανήκει. Εκεί ζεις την εύσημον ημέρα του αιωνίου Πάσχα και χαίρεις για την ανέσπερον αυγή της θεοδμήτου Βασιλείας των πνευμάτων. Έχοντας αποκτήσει παρρησίαν ενώπιον του θρόνου της Αγίας Τριάδος, παρακαλώ σε θερμώς, μην ξεχνάς κι εμάς τους ταπεινούς στις προσευχές σου προς Κύριον, έτσι ώστε να καταστούμε και εμείς, ό,τι και εσύ, που πλέον ανήκεις στους ουρανούς, ως πνεύμα περισσώς εξαϋλωμένον, μετάρσιον, μέτοχον θείας δόξης, φως εκ Φωτός, άϋλον φως εξ επουρανίου Φωτός!
Καλή Ανάσταση αδελφέ μου! Να περνάς καλά εκεί που είσαι και να ζεις αιώνια! Αμήν.

Δευτέρα 14η Σεπτεμβρίου. Ἐπί τῇ ἑορτῇ τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, πανηγύρισεν ὁ μεγαλοπρεπής ἱερός ναός ἐν Ἀχαρναῖς, κτίτωρ τοῦ ὁποίου ὑπῆρξεν ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Ἀχαρνῶν καί Νέας Ἰωνίας κυρός Ἀθανάσιος. Κατά τήν ἐκκλησιαστικήν τάξιν, ἀφ' ἑσπέρας πραγματοποιήθη ὁ Μέγας Ἑσπερινός καί ἡ Λιτή χοροστατούντος τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Καισαρείας κ. Τιμοθέου( ὅστις ἐκήρυξε θείο λόγο),  και  ἱερέων τῆς ἱερᾶς  Ἀρχιεπισκοπῆς. Τό δέ πρωΐ τῆς ἑορτίου ἡμέρας προεξῆρχεν τῆς πανηγυρικῆς θείας Λειτουργίας ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. κ.  Μακαρίου, ἐνῶ ἐκήρυκε τόν θείο λόγο.

Tήν Τετάρτη 27ῃ Αὐγούστου, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾷ τόν Ἅγιον Μεγαλομάρτυρα Φανούριο τόν νεοφανῆ. Ὅθεν ἐπανηγύρισεν ὁ εἱς τήν πόλιν τῶν Σερρῶν ὁμώνυμος Ἱερός Ναός, ἔνθα κατά τήν τάξιν ἀφ΄ ἑσπέρας ἐπραγματοποιήθη ὁ Μεγάλος Ἐσπερινός, χοροστατούντος τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Πέτρας κ. Δαβίδ. Τό πρωΐ εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν πλαισίωσαν τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Εὐθύμιος, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδος καί Θαυμακοῦ κ. Γερόντιος ὡς καί οἱ Θεοφιλέστατοι Ἐπίκοποι Περιστερᾶς κ. Μακάριος, Πέτρας κ. Δαβίδ  καί Χριστουπόλεως κ. Ἰάκωβος. Τόν θείο λόγο κήρυξε ὁ Μακαριώτατος.

Τὴν Κυριακὴ  20 Ἰανουαρίου, τελευταία πρὸ τοῦ Τριωδίου, ἡ Μητρόπολις Θεσσαλονίκης τιμᾷ τὴν μνήμη τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου, ἰδιαιτέρως δὲ ἐπειδὴ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁ Σεβασμιώτατος ποιμενάρχης αὐτῆς κ. Εὐθύμιος ἄγει τὰ ὀνομαστήριά του.

ag eu 5

Πρὸς τούτοις τελέστηκε ἀφ’ ἑσπέρας ὁ πανηγυρικὸς Ἑσπερινός, προεξάρχοντος τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Καισαρείας κ. Τιμοθέου.

ag eu 1

ag eu 2

ag eu 3

Τὸ πρωΐ τῆς ἑορτῆς τελέστηκε πολυαρχιερατικὸ Συλλείτουργο στὸν καθεδρικὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς ὁσίας Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου, ὅπου χοροστάτησε στὸν  Ὄρθο καὶ προέστη τῆς θείας Λειτουργίας ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης  Ἑλλάδος κ. Μακάριος, μὲ συλλειτουργούς, πέραν τοῦ ἑορτάζοντος ἐπιχωρίου Μητροπολίτου κ. Εὐθυμίου, τοὺς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας Γαλλίας κ. Φιλάρετον, Φθιώτιδος καὶ Θαυμακοῦ κ. Γερόντιον, ὡς καὶ τοὺς Θεοφιλεστάτους Ἐπισκόπους Περιστερᾶς κ. Μακάριον, Καισαρείας κ. Τιμόθεον καὶ Λαμπούσης κ. Χρυσόστομον. Ἔλαβαν μέρος ἐπίσης ἱερομόναχοι καὶ πολλοὶ ἱερεῖς διαφόρων ἐνοριῶν, ἔψαλλαν πολυμελεῖς χορωδίες ἱεροψαλτῶν, συμπροσευχήθηκαν γυναικεῖες ἀδελφότητες ἀπὸ τὶς γύρω περιοχές, ἐνῶ ἔλαβε μέρος πλῆθος πιστῶν.

ag eu 4

 

Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος κ. Μακάριος, κήρυξε γιὰ τὸν τιμώμενο ὅσιον Εὐθύμιο ὡς καὶ διὰ τὴν εὐαγγελικὴν περικοπὴν τοῦ Ζακχαίου. Στὴν Ἀπόλυση ὁ Μακαριώτατος εὐλόγησε τὰ κόλλυβα τοῦ Ὁσίου καὶ συνεχάρη τὸν Μητροπολίτη κ. Εὐθύμιο γιὰ τὰ ὀνομαστήριά του, ἐνῶ ἀντιφώνησε εὐχαριστῶν ὁ ἑορτάζων Δεσπότης.

ag eu 6

ag eu 7

Ἀκολούθησε κέρασμα στὸν παρακείμενο μητροπολιτικὸ οἶκο, ὅπου ρασσοφόροι καὶ λαϊκοὶ ἀνέβηκαν γιὰ νὰ εὐχηθοῦν τὰ δέοντα στὸν τιμώμενο Μητροπολίτη τους.

 

Εἰς τὴν πόλιν τῆς Θεσσαλονίκης, ἐπίκεντρον τῆς λαμπρᾶς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Θεοφανείων ἦτο ὁ ἱερὸς ναὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ἐκεῖ ἐτελέσθη ὑπὸ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Εὐθυμίου ἡ θεία Λειτουργία τῆς ἐορτῆς ὁμοῦ μετὰ τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ. Ἐν συνεχεία σχηματίσθη ἱερὰ λιτανεία, μὲ προεξάρχουσαν τὴν ἱερὰν εἰκόνα τῆς Βαπτίσεως καὶ ἀκολουθοῦντες ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Εὐθύμιος, ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Περιστερᾶς κ. Μακάριος, ὁ ἱερὸς κλῆρος καὶ πλῆθος πιστοῦ λαοῦ, ποὺ κατευθύνθηκε εἰς τὸν παραθαλάσσιον χῶρον τῆς συμβολῆς τῶν ὁδῶν Πέτρου Συνδίκα καί Μ. Ἀλεξάνδρου, ὅπου πραγματοποιήθη ἡ Κατάδυσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

theof thess 01

theof thess 02

theof thess 03

theof thess 04

theof thess 05

theof thess 06

theof thess 07

theof thess 08

theof thess 09

theof thess 10

theof thess 11

 

Αλεξάνδρου – Ελευθερίου Ινεπολόγλου

Φοιτητού Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης ΑΠΘ

Η Παιδεια στις Διδαχες

του αγιου Κοσμα του Αιτωλου

 

 


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………….Σελίδα 3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το ιστορικό πλαίσιο της εποχής αγίου Κοσμά του Αιτωλού…………………Σελίδα 4

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

  1. Ο βιος του αγίου Κοσμά του Αιτωλού……………………………………Σελίδα 5
  2. Το έργο του αγίου Πατρός………………………………………………...Σελίδα 8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Αποδελτίωση των σχετικών με την Παιδεία χωρίων από τις Διδαχές του αγίου Κοσμά του Αιτωλού………………………………………………………………….Σελίδα 10

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. ΠΗΓΕΣ

ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (Επισκ.)    Κοσμάς ο Αιτωλός. Αθήναι: εκδ. Ο Σταυρός, 1981.

ΜΕΝΟΥΝΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ,                            Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και βιογραφία). Αθήνα:εκδ. Τήνος, 1979.

Β. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

ΜΑΜΑΣΟΥΛΑ ΜΑΡΙΑ                               Παιδεία και Γλώσσα στον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Διδακτορική Διατριβή, Γιάννενα, 2001. (http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/13147#page/1/mode/2up)

Αρχιμανδρίτου ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΝΑΚΗ       Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός για την παιδεία.

                                                                       (https://www.pemptousia.gr/2019/08/o-agios-kosmas-o-etolos-gia-tin-pedia/)

ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΕΚΕΡΗ                                 Ιστορικό της ανακήρυξης του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού «ως Προστάτου της Δασικής Υπηρεσίας της Ελλάδας και των υπαλλήλων αυτής»

                                                                      (https://dasarxeio.com/2016/08/23/34049/)

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το ιστορικό πλαίσιο της εποχής αγίου Κοσμά του Αιτωλού

Η περίοδος του 17ου αιώνα μ.Χ. βρίσκει την Ελληνική επικράτεια κάτω από τον Τουρκικό Ζύγό. Οι Έλληνες αναγκάζονται να ζουν υποδουλωμένοι στους Οθωμανούς Τούρκους. Αυτό είχε σημαντικές επιπτώσεις. Το Οθωμανικό κράτος είναι πιστό στον Μουσουλμανισμό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να έρθουν σε δεύτερη μοίρα. Μέσα σε αυτήν την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, και συγκεκριμένα κατά το έτος 1714, γεννιέται και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος και αγωνίστηκε για τον Χριστιανισμό και την Ελληνική Παιδεία στην κατεχόμενη από τους Οθωμανούς Τούρκους Ελληνική Επικράτεια.

Ο πατροκοσμάς υπήρξε για την γεννιά του ένας γνήσιος και αληθινός ιεραπόστολος.[1]  Έφερε εις πέρας την εντολή  εκείνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» Στον αιώνα αυτόν που έζησε ο Πατροκοσμάς, υπήρξε για τον Χριστιανισμό της Ανατολής αιώνας μεγάλης σημασίας της Ορθοδόξου πίστεως. Οι άρχοντες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όλοι φανατικοί οπαδοί του Κορανίου και του προφήτη Μωάμεθ, πίεζαν τους Χριστιανούς της Αυτοκρατορίας να απαρνηθούν την πίστη τους και να ασπαστούν το Ισλάμ.

Σημαντικό είναι να αναφερθεί βεβαίως και το γεγονός, ότι ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός συνέβαλε σημαντικά στην παιδεία, αλλά και στην ίδρυση σχολείων. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Άγιο: το σχολείο είναι ο ναός της αληθινής γνώσης και έτσι μέσα σε αυτό «ιερουργούν» οι εκπαιδευτικοί, όχι σε πέτρινες πλάκες, αλλά στις καρδιές των παιδιών.[2]

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

  1. Ο βιος του αγίου Κοσμά του Αιτωλού

Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός γεννήθηκε κατά το έτος 1714 στο χωριό Μέγα Δένδρο της Αιτωλοακαρνανίας. Εκείνη την περίοδο, η Ελλάδα βρισκόνταν υπό Οθωμανική κατοχή.[3] Το κοσμικό του όνομα ήταν Κώνστας. Πρώτος βιογράφος του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, είναι ο σύγχρονός του Νικόδημος ο Αγιορείτης. Μάλιστα, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, θα πρέπει να θεωρηθεί ως ο πιο αξιόπιστος βιογράφος του πατροκοσμά, σε σχέση με τους Παπακυριακού και Μιχαλόπουλο.

Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός θα πρέπει να άρχισε να μαθαίνει γράμματα από μικρή ηλικία. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε κοντά στον ιεροδιάκονο Γεράσιμο Λίτσικα στην Σιγδίτσα της Παρνασσίδας. Γύρω στα είκοσί του χρόνια, ο πατροκοσμάς έλαβε την εγκύκλιο μόρφωσή του υπό την επίβλεψη του ιεροδιακόνου Ανανία.

Αφού ολοκλήρωσε και την εγκύκλιο μόρφωσή του, αναχώρησε για την Αθωνιάδα πολιτεία, προκειμένου να φοιτήσει στην εκεί ιερατική σχολή, αλλά και να μονάσει στην συνέχεια, στην Ιερά Μονή Φιλοθέου. Ο Άγιος είχε πει χαρακτηριστικά: «Επήγα και εις το ΄Αγιον ΄Ορος και έκλαιγα διά τες αμαρτίες μου δεκαεπτά χρόνους»[4].

Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός πιθανολογείται ότι έμεινε στο Άγιον Όρος κατά τα έτη 1750-1760. Έλεγε χαρακτηριστικά ο Άγιος Κοσμάς για την μόρφωσή του: «Και εγώ από το σχολείον έμαθα τα εικοσιτέσσερα γράμματα….έμαθα και πεντέξι ελληνικά…[5] Είναι άγνωστο το περιεχόμενο της μόρφωσης του αγίου πατρός.

Ο Άγιος Κοσμάς αποχώρησε από το περιβόλι της Παναγιάς το έτος 1760. Από εκεί, πήγε στην βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη, όπου και ζήτησε και έλαβε την ευλογία του τότε προκαθημένου του Οικουμενικού Θρόνου της πρωτοθρόνου εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, Οικουμενικού Πατριάρχου Σεραφείμ, προκειμένου να αρχίσει την κηρύγματά του. Όπως μας πληροφορεί ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, η πρώτη περιοδεία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, έγινε στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Σημαντικό είναι βέβαια να σημειωθεί, ότι σε κατά την διαρκειά των περιοδειών του για την κηρυγματική του δράση, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, πέρασε ξανά από την Κωνσταντινούπολη το έτος 1774, προκειμένου να λάβει νέα ευλογία από τον νέο προκαθήμενο της πρωτοθρόνου Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, οικουμενικό πατριάρχη Σωφρόνιο, ώστε να αρχίσει μια νέα περιοδεία κηρυγμάτων, αλλά και από τον Άγιον Όρος, το 1775, προκειμένου να παραμείνει εκεί για λίγο καιρό και να μελετήσει. Άγνωστος παραμένει ο αριθμός των περιοδειών του Αγίου από τους μελετητές. Συγκεκριμένα, κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν πως οι περιοδείες του πατροκοσμά είναι τρεις, ενώ κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν πως είναι τέσσερις. Λίγες πληροφορίες για τα κηρύγματα του Αγίου, συναντάμε και στο έργο του Αγίου «Οι Διδαχές».

 Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τους Οθωμανούς Τούρκους κάτα το έτος 1779. Ως ημέρα του μαρτυρίου του χρονολογείται η 24η Αυγούστου 1779. Δεν έχει εξακριβωθεί η αιτία του μαρτυρίου του. Μια πιθανή αιτία, είναι η μεταφορά του παζαριού από την Κυριακή στο Σάββατο, κάτι που κατάφερε ο Άγιος με την δύναμη των κηρυγμάτων του. [6] Ο θάνατος του Αγίου προήλθε από απαγχονισμό. Ο Άγιος ήταν τότε 65 ετών.

Στις 24 Αυγούστου 1961, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, υπό την πατριαρχία του Οικουμενικού Πατριάρχου  Αθηναγόρου, τον κατέταξε στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Κλείνοντας, σημαντικό είναι να αναφερθεί και το γεγονός, ότι το έτος 2016, ανακηρύχθηκε προστάτης Προστάτης της Δασικής Υπηρεσίας της Ελλάδας και των υπαλλήλων αυτής.[7]

  1. Το έργο του αγίου Πατρός

Το έργο του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, βασίζεται στις λεγόμενες «Διδαχές» και «Προφητείες» του εν Αγίοις ημών πατρός. Πρόκειται για κηρύγματα τα οποία έκανε ο πατροκοσμάς όσο ήταν στην ζωή. Οι «Διδαχές» ήταν ο κύριος τρόπος δράσης του Αγίου Πατρός, ανάμεσα στον υποδουλωμένο από τον Οθωμανικό ζυγό Ελληνικό λαό.[8]  Οι Διδαχές του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού αποτελούν επτά στον αριθμό.

Μέχρι τις μέρες μας, έφθασαν σε εμάς εικοσιέξι κείμενα του Αγίου Πατροκοσμά από τα κηρύγματά του.[9] Όμως, προκύπτει ένα σημαντικό πρόβλημα. Το πρόβλημα αυτό αφορά στην πιστότητα και την εγκυρότητά τους προς τον λόγο του Αγίου, καθώς ο Άγιος πατέρας, δεν έγραψε ο ίδιος τα κηρύγματά του, αλλά γράφτηκαν από το ακροατήριό του. Επομένως, αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην σωθεί, αλλά ούτε και να υπάρξει ποτέ κάποιο πρωτότυπο κείμενο από τα κηρύγματα του Αγίου.

Όμως, άλλο ένα πρόβλημα που εμφανίζεται, είναι το εξής: Πολύ συχνά, δύο ή περισσότερα κείμενα του Αγίου πατρός τυγχάνουν να είναι ίδια ως προς ένα σημείο , ενώ από ένα σημείο και έπειτα, τα νοήματα των κειμένων, αρχίζουν και εμφανίζουν ομοιότητες προς άλλα κείμενα, άσχετα μέχρι εκείνη την στιγμή.

Ας δούμε ένα παράδειγμα του μελετητή Απ. Βακαλόπουλου: «Οι σωζόμενες διδαχές του δεν έχουν γραφτή από τον ίδιο, αλλά από θερμούς μαθητές του, οι οποίοι τον ακολουθούσαν πιστά στις ιεραποστολικές περιοδείες του. Την υπόθεσή μου επιβεβαιώνει η παρουσία ερωταποκρίσεων στις διδαχές του, με ονόματα, που αναφέρονται στους ακροατές του, καθώς και η απροσδόκητη πολλές φορές μετάβαση από το ένα θέμα στο άλλο. Η κάθε διδαχή του δεν φαίνεται να αποτελεί το περιεχόμενο μιας ομιλίας του, αλλά είναι σύνθεση επί μέρους ομιλιών, που έκανε σε διάφορους τόπους. Αλλιώς δεν εξηγείται η ανωμαλία ως προς την διαδοχή των θεμάτων, που συζητούνται, καθώς και η συχνή επανάληψη των ίδιων διηγήσεων και ιδεών».[10]

Μέσα στο ποιμαντικό του έργο, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, αγωνίστηκε και για την παιδεία. [11] Πονούσε πολύ για το «απαίδευτον». Μέσα από την παιδεία ο Άγιος ήθελε να καλλιεργήσει το λεγόμενο «Ρωμαίικο». Έλεγε ότι με την παιδεία ο άνθρωπος φωτίζεται και ότι εκείνοι οι γονείς που δεν επιτρέπουν στα παιδιά τους να μορφωθούν, διαπράττουν αμάρτημα. Σύμφωνα με τον πατροκοσμά, η παιδεία έπρεπε να είναι για όλους και μάλιστα δωρεάν. Επιθυμούσε μια χριστοκεντρική παιδεία και λυπόταν για την έλλειψη της παιδείας από την πλευρά των Οθωμανών Τούρκων.

Ο Άγιος μίλησε ακόμα και για την θέση της παιδείας στο Ευαγγέλιο. Το Ευαγγέλιο ήταν γραμμένο στην Ελληνική γλώσσα και για να το κατανοήσει κανείς είναι αναγκαίο να ομιλεί και να γράφει την Ελληνική γλώσσα.

Απ΄ όπου πέρασε ο ιερομόναχος Κοσμάς για να κηρύξει, έχτιζε και σχολεία. Ο Άγιος πατέρας πίστευε πολύ στον θεσμό του σχολείου. Έλεγε ότι το σχολείο είναι ο ναός της αληθινής γνώσης κι έτσι μέσα σε αυτό, οι εκπαιδευτικοί «ιερουργούν» όχι σε πέτρινες πλάκες, αλλά στις καρδιές των μαθητών τους.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Αποδελτίωση των σχετικών με την Παιδεία χωρίων από τις Διδαχές του αγίου Κοσμά του Αιτωλού

Διδάσκαλος και Διδασκαλία

ΜΕΝΟΥΝΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και βιογραφία). Αθήνα:εκδ. Τήνος, 1979, Διδαχή Α1, 4, σ. 115.

«Πρέπον και εύλογον είναι, αδελφοί μου, ένας διδάσκαλος όταν θέλη να διδάξη να εξετάζη πρώτον τι ακροατάς, ομοίως και οι ακροαταί να εξετάζουν τι διδάσκαλος είναι. Και εγώ, αδελφοί μου, οπού αξιώθηκα και εστάθηκα εις αυτόν τον άγιον τόπον, τον αποστολικόν, διά την ευσπλαχνίαν του Χριστού μας, εξέταξα πρώτον δια λόγου σας και έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού δεν είστενε Έλληνες, δεν είστενε ασεβείς, αιρετικοί,/ άθεοι, αλλά είστενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί, πιστεύετε και είστε βαπτισμένοι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και είστε τέκνα και θυγατέρες του Χριστού μας. Και όχι μόνον δεν είναι άξιος να σας διδάξω, αλλά μήτε τα ποδάρια να σας φιλήσω, διατί ο καθένας από λόγου σας είναι τιμιώτερος από όλον τον κόσμον»

Σχόλιο: Εδώ ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, εξηγεί πως πρέπει να είναι ένας διδάσκαλος. Ο διδάσκαλος θα πρέπει να εξετάζει τι ακροατές έχει. Ακόμη εξηγεί ότι ένας εκπαιδευόμενος, θα πρέπει και αυτός να εξετάζει τον εκπαιδευτικό που θέλει να τους διδάξει. Τέλος, με το παράδειγμα που δίνει ο Άγιος, καταλαβαίνουμε ότι ο διδάσκαλος, πρέπει να είναι ταπεινός και να έχει το μέτρο.

Ο σωστός και αφιλάργυρος διδάσκαλος

ΜΕΝΟΥΝΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και βιογραφία). Αθήνα:εκδ. Τήνος, 1979, Διδαχή Α1, 6, σ.118

«Κάμνοντας αρχήν να διδάσκω με ήλθε ένας λογισμός: εδώ οπού περιπατώ να ζητώ να παίρνω άσπρα, διατί ήμουνα φιλάργυρος και τα αγαπούσα τα γρόσια, ναι, μα και τα φλωριά περισσότερον, όχι ωσάν την ευγενεία σας, οπού τα καταφρονάτε- ή δεν τα καταφρονάτε; Διαβάζοντας πάλιν το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον ηύρα και άλλον λόγον όπου λέγει ο Χριστός μας πως χάρισμα σε έδωκα και εγώ την χάριν μου, χάρισμα να την δίνης και εσύ εις τους αδελφούς σου, χάρισμα να διδάσκης, χάρισμα να συμβουλεύης, χάρισμα να εξομολογάς και ανίσως και ζητήσης να πάρης τίποτε πληρωμήν δια την διδαχήν σου ή πολλά ή ολίγα ή ένα άσπρο, εγώ σε θανατώνω και σε βάνω εις την κόλασιν.»

Σχόλιο: Ο σωστός ιεροκήρυξ και ιεροδιδάσκαλος, δεν πρέπει να αμοίβεται για τις υπηρεσίες που προσφέρει προς τον λαό Του Θεού. Οφείλει άμισθα να προσφέρει τις υπηρεσίες του προς τους Χριστιανούς.

Ο Θεός Πατέρας, η αρχή της κάθε διδαχής

ΜΕΝΟΥΝΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και βιογραφία).

Αθήνα:εκδ. Τήνος, 1979, Διδαχή Α1, 7, σ.119

«Πρέπον και εύλογον είναι, χριστιανοί μου, καθώς μανθάνομεν από το άγιον Ευαγγέλιον,από τας θείας Γραφάς, να αρχίζωμεν την διδασκαλία μας από τον Θεόν και όταν τελειώσωμεν, να ευχαριστήσωμεν τον Θεόν»

Σχόλιο: Το ιερό Ευαγγέλιο, το οποίο συμβολίζει τον Λόγο του Θεού, είναι πηγή γνώσης και διδαχής. Η διδασκαλία και η γνώση οφείλουν ξεκινάν από τον Θεό. Ο πατροκοσμάς θέλει να μας πει ότι οφείλουμε να ευχαριστήσουμε τον Θεό για κάθε διδαχή και κάθε γνώση που λαμβάνουμε.

Η μόρφωση δεν έχει διάκριση πλούσιος και φτωχός

ΜΕΝΟΥΝΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και βιογραφία).

Αθήνα:εκδ. Τήνος, 1979, Διδαχή Α1, 36-37, σ. 142

«Καλά, παιδιά μου, μου εχαρίσετε τα παιδιά σας, αμή να ιδούμεν, έχετε και σχολείον όπου να διαβάζου, να μανθάνουν γράμματα τα παιδιά μας; -Δεν έχομε Άγιε του Θεού-. Τέτοια παιδιά αγράμματα μου εχαρίσετε; Τι τα θέλω; Χάρισμά σας. Παιδιά ωσάν τα γουρουνόπουλα να έχω δεν το καταδέχομαι, διατί είμαι υπερήφανος. Χάρισμά σας. Ωσάν θέλετε χαρίσετέ μου και ένα σχολείον εδώ εις την χώρα σας να μανθάνουν τα παιδιά μας γράμματα, να ηξεύρουν που περιπατούνε και τότε ναν τα εύχωμαι να ζήσουν, να προκόψουν. Αμή δεν είναι καλά να βάλετε όλοι σας να κάμετε ένα ρεφενέ, να βάλετε και επιτρόπους ναν το κυβερνούν το σχολείον, να βάνουν διδάσκαλον να μανθάνουν όλα τα παιδιά και πλούσια και πτωχά χωρίς να πληρώνουν»;

Σχόλιο: Σύμφωνα με αυτό το σημείο της διδαχής του εν Αγίοις Πατρός ημών Κοσμά του Αιτώλου, κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να μένει απαίδευτος. Όλα τα παιδιά, είτε πλούσια είναι, είτε πτωχά, θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα στην μόρφωση. Ίσως εδώ ο Άγιος πατέρας να αφήνει να εννοηθεί ότι η εκπαίδευση θα πρέπει να είναι δημόσια και μέριμνα των κυβερνώντων, από το εξής χωρίο: «Αμή δεν…..χωρίς να πληρώνουν».[12]

Σχολείο και Χριστιανισμός

ΜΕΝΟΥΝΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και βιογραφία).

Αθήνα:εκδ. Τήνος, 1979, Διδαχή Α1, 37, σ. 142

«Διατί από το σχολείον μανθάνομεν το κατά δύναμιν τι είναι Θεός, τι είναι Αγία Τριάς, τι είναι άγγελοι, αρχάγγελοι, τι είναι δαίμονες,τι είναι Παράδεισος, τι είναι Κόλασις, τι είναι αμαρτία, αρετή. Από το σχολείον μανθάνομεν τι είναι Αγία Κοινωνία, τι είναι Βάπτισμα, τι είναι το άγιον Ευχέλαιον, ο Τίμιος Γάμος, τι είναι ψυχή, τι είναι κορμί, τα πάντα από το σχολείον τα μανθάνομεν, διατί χωρίς το σχολείον περιπατούμεν εις σκότος. Καλύτερα να έχης εις την χώραν σου σχολείον ελληνικόν παρά να έχης βρύσες και ποταμούς, διατί η βρύσις ποτίζει το σώμα, το δε σχολείον ποτίζει την ψυχήν, το σχολείον ανοίγει τες εκκλησίες, το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια. Ανίσως και δεν ήτανε σχολεία, που ήθελα εγώ να μάθω να σας διδάσκω;»

Σχόλιο: Ο Χριστιανισμός συμβάλει ιδιαίτερα στο σχολείο, και το σχολείο στον Χριστιανισμό. Εδώ, αν λάβουμε υπ΄ όψιν μας και κάποια σημερινά δεδομένα[13], ίσως αναφέρεται η σημαντινικότητα της παροχής χριστιανικής παιδείας από τον εκπαιδευτικό προς τον εκπαιδευόμενο.

Η μάθηση, σημαντική προϋπόθεση ακόμη και για την πίστη

ΜΕΝΟΥΝΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και βιογραφία).

Αθήνα:εκδ. Τήνος, 1979, Διδαχή Α2, 782,σ.148

«Εγώ, χριστιανοί μου, θέλω να σας φανερώσω την αιτίαν οπού επαρακινήθηκα και εβγήκα να περιπατώ εις κόσμον. Σιμά εις  τα άπειρα χαρίσματα οπού μου εχάρισεν ο πανάγαθος Θεός, με αξίωσε και μένα τον αμαρτωλόν και έμαθα πεντέξι γράμματα και έγινα και ιερεύς αναξίως, έγινα και καλόγερος, επ­­­ήγα και εις το Άγιον Όρος και έκλαιγα διά τες αμαρτίες μου δέκα επτά χρόνους και διαβάζοντας το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον ευρήκα και ετούτον τον λόγον όπου λέγει ο Χριστός μας πως όποιος φροντίζει μόνον διά λόγου του πώς να σωθή και δεν φροντίζει και δια τους αδελφούς του τους χριστιανούς να σωθο­­ύν και εκείνοι έχει βέβαια να κολασθή».

Σχόλιο: Η παιδεία έχει ιδιαίτερη σημασία, ακόμη και για την πίστη. Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Άγιος Κοσμάς για τον εαυτό του. Δεν είναι δυνατόν αν κάποιος δεν λάβει την ανάλογη παιδεία, να μελετήσει το ιερό ευαγγέλιο, τα ιερά κείμενα, να γνωρίσει την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη.

Η διαχρονικότητα της Παιδείας

ΜΕΝΟΥΝΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και βιογραφία).

Αθήνα:εκδ. Τήνος, 1979, Διδαχή Α2, 1043, σ.175

«Εγώ, αδελφοί μου, επαιδεύθηκα εις την σπουδήν σαράντα και πενήντα χρόνους, / εδιάβασα πολλά και διάφορα βιβλία και περί Εβραίων και περί Ελλήνων και περί άλλων ασεβών και αιρετικών, ερεύνησα τα βάθη της σοφίας και ηύρα ότι οι άλλες πίστες είναι ψεύτικες, κάλπικες, μόνον η εδική μας, η χριστιανική είναι ορθόδοξος, αληθινή και αγία».

Σχόλιο: Η παιδεία, είναι διαχρονική. Καθ΄όλη την διάρκεια ο άνθρωπος, διδάσκεται και διδάσκει. Η παιδεία είναι σημαντική και για όσους μελετούν τα χριστιανικά γράμματα. Δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να μάθει για την ορθόδοξο πίστη μας, αλλά και για τις αιρέσεις από τις οποίες αυτή διακινδυνεύεται, αν δεν λάβει και την στοιχειώδη μόρφωση.

Η αμάθεια του γένους μας

ΜΕΝΟΥΝΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και βιογραφία).

Αθήνα:εκδ. Τήνος, 1979, Διδαχή Β1, 46, σ. 200

«Μα θέλετε ειπή: Και εσύ καλόγερος είσαι, διατί συναναστρέφεσαι εις τον κόσμον; Και εγώ αδελφοί μου, κακά το κάμνω, / μα, επειδή το γένος μας έπεσε εις αμάθειαν, είπα: Ας χάση ο Χριστός μου εμένα, ένα πρόβατον, και ας κερδίση τα άλλα. Ίσως η ευσπλαγχνία του Θεού και η ευχή σας να σώσει και εμένα»

Σχόλιο: Εδώ ο Άγιος εκφράζει την πίκρα του για την αμάθεια του γένους μας, του Ελληνικού. Ο άνθρωπος, δεν πάει πουθενά χωρίς να μάθει.

Τα εμπόδια στην παιδεία από τους Εβραίους

Επισκ. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχή Δ΄, «Η Τιμωρία των Εβραίων», σελ. 195

«Τον παλαιόν καιρόν οι Εβραίοι εθανάτωσαν όλους τους προφήτας, όλους τους δικαίους διδασκάλους»

Σχόλιο: Εμπόδια στην παιδεία έμπαιναν ανέκαθεν. Εδώ ο Άγιος Κοσμάς, εκφράζει το παράπονό του από τους Εβραίους. Οι Εβραίου θανάτωναν ακόμα και τους δίκαιους δασκάλους, βάζοντας εμπόδια στην μάθηση και παιδεία των ανθρώπων.

Χριστιανική Παιδεία, Ελληνική Γλώσσα και Νέοι

Επισκ. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχή Ε΄. «Η Χριστιανική μόρφωσις της νέας γενεάς». Σελ. 204

«Να σπουδάζετε και σεος, αδελφοί μου, να μανθάνετε γράμματα όσον ημπορείτε. Και αν δεν εμάθετε οι πατέρες, να σπουδάζετε τα παιδιά σας, να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας εινε εις την ελληνικήν. Και αν δεν σπουδάσης τα ελληνικά, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα που ομολογεί η Εκκλησία μας. Καλύτερον, αδελφέ μου, να έχης ελληνικόν σχολείον εις την χώραν σου, παρά να έχης βρύσες και ποτάμια. 

Σχόλιο:  Σε αυτό το χωρίο, ο πατροκοσμάς τονίζει ιδιαίτερα την αξία της Ελληνικής Γλώσσας στην πίστη και την παιδεία και καλεί τους γονείς να μην φέρουν εμπόδια στην μόρφωση των παιδιών τους.

Ο Ρόλος του σχολείου στην Ορθοδοξία

Επισκ. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχή ΣΤ, «Ο προορισμός του σχολείου», σελ. 226

«Το σχολείον φωτίζει τους ανθρώπους. Ανοίγουν τα ομμάτια των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών να μανθάνουν τα μυστήρια»

Σχόλιο: Το σχολείο, οφείλει να διδάξει και την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη στους ανθρώπους. Ο ρόλος του σχολείου είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς και μέσα από το σχολείο, οι άνθρωποι μπορούν να διδαχθούν την σημασια που έχει το κάθε μυστήριο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.

Η πίστη ως ένας μικρός σπόρος

Επισκ. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχή Β΄, «Η παραβολή του σπόρεως»[14]

«Ιδού εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού»

Σχόλιο: Η όμορφη αυτή παραβολή, μας διδάσκει πολλά. Ένα από αυτά, έχει να κάνει με την χριστιανική πίστη. Αν ό άνθρωπος λάβει την κατάλληλη παιδεία, η πίστη είναι ένας μικρός σπόρος, ο οποίος μεγαλώνει μέσα του και γίνεται ένας σωστός Χριστιανός.

 

[1] Κοσμάς ο Αιτωλός, Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, «Πόσον ολίγον….διά να εγκαταλέιψουν την Πίστιν των», σελ.31-32

[2] Βλ. σχετικά το άρθρο του πανοσιολογιωτάτου αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη, πρωτοσυγκέλου της Ιεράς Μητροπόλεως Γόρτυνος και μεγαλοπόλεως, «Χαρακτηριστικό είναι αυτό…..  της παιδείας».

[3] Βλ. σχετικά με την βιογραφία: Ιωάννου Β. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και Βιογραφία), σελ. 17-29(Ο Κοσμάς Αιτωλός…..στο κήρυγμα του Αιτωλού)

[4] Ιωάννου Β. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και Βιογραφία), σ.117 και 148

[5] Προφανώς με τα λεγόμενα «εικοσιτέσσερα γράμματα», ο Άγιος εννοεί την στοιχειώδη παιδεία, ενώ με τα «πέντε-έξι ελληνικά» τις εγκύκλιες σπουδές, τις σχετικές μάλιστα με την αρχαία ελληνική γλώσσα.

[6] Βλ. σχετικά: Ιωάννου Β. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και Βιογραφία), σ.27-28, «Ο θάνατος τον βρήκε…..ή  έστω προφητική κατηγορία».

[7] Βλ. σχετικά: Ιστορικό της ανακήρυξης του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού «ως Προστάτου της Δασικής Υπηρεσίας της Ελλάδας και των υπαλλήλων αυτής»

[8] Βλ. σχετικά: Ιωάννου Β. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και Βιογραφία), «Ο Κοσμάς Αιτωλός….. της Ορθόδοξης διδασκαλίας», σελ. 29

[9] ο.π., «Ως εμάς…..για να απομακρυνθούν σε λίγο κ.ο.κ», σελ. 29-30

[10] ο.π., «Άλλος μελετητής…..και ιδεών», σελ. 65

[11] Βλ. σχετικά το άρθρο: «Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός για την παιδεία» του πανοσιολωγιοτάτου Αρχιμανδρίτου Ιακώβου Κανάκη, Πρωτοσυγκέλου της Ιεράς Μητροπόλεως Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως

[12] Βλ. σχετικά: Μενούνος Ιωάννης, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και βιογραφία).

Αθήνα:εκδ. Τήνος, 1979, Διδαχή Α1, 36-37, σ. 142

[13] Στην σημερινή εποχή, το μάθημα των Θρησκευτικών, έχει έρθει σε δεύτερη μοίρα στην εκπαίδευση. Ίσως ο Άγιος θέλει να τονίσει ότι το σχολείο οφείλει να παρέχει χριστιανική παιδεία στα νέα παιδιά, με σοβαρότητα.

[14] Η Διδαχή του πατροκοσμά για την παραβολή του σπόρεως, όπως μας πληροφορεί ο Μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης κ.κ. Αυγουστίνος (υποσημ. 27, σελ. 134), εκφωνήθηκε κατά την περιοδεία του Αγίου στο νησί της Κεφαλληνίας

Υποκατηγορίες

Joomla SEF URLs by Artio

Τελευταίες αναρτήσεις