Υπό Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Πέτρας Δαβίδ.

«Σύνοδος τοίνυν οὑ τὸ ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καὶ ἱερεῖς, κἄν πολλοὶ ὦσιν, κρείσσων γὰρ εἷς ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ἢ μύριοι παραβαίνοντες, ἀλλὰ τὸ ἐν ὀνόματι Κυρίου, ἐν εἰρήνῃ καὶ φυλακῇ τῶν κανόνων». (Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης).

Επανερχόμεθα εις την ‶σύνοδον″ της Κρήτης, λόγω του αντικτύπου, αλλά και της σημασίας που έχει για το μέλλον μιας ‶Ορθοδοξίας″, καλουπωμένης στους κανόνες και τις επιταγές της νέας εποχής, που όμως παρασύρει μετ’ αυτής εις την οδόν της απωλείας τον λαόν που τυφλά την ακολουθεί. Το ενδιαφέρον μας δικαιολογείται από τον πόνον που μας προκαλεί η απώλεια αυτού του λαού, καθώς κι εμείς είμεθα σαρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστέων αυτού.

Αυτό που φρόντισε να ξεκαθαρίσει εξ’ αρχής η εν λόγω σύνοδος ήταν ότι αρμόδιος και έσχατος κριτής των θεμάτων της πίστεως είναι μόνον μία εκκλησιαστική σύνοδος και κανείς άλλος. Διεκήρυξε μάλιστα ότι «άνευ συνοδικής απόφασης η διάκρισις Ορθοδοξίας και αιρέσεως δεν τυγχάνει εφικτή». Θα αποφασίζουν δηλαδή αυτοί, οι έχοντες παναιρετικά φρονήματα, ποιος είναι αιρετικός (τουτέστιν κανείς κατ’ αυτούς, καθώς δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό τους ο όρος αυτός, με εξαίρεση ίσως μόνον την περίπτωσιν, κατά την οποίαν χαρακτηρίζουν ως αιρετικούς τους ακολουθούντας το πάτριον εορτολόγιον) και ποιος είναι Ορθόδοξος.

Είναι ευνόητο ότι όλα αυτά τα λένε, διότι θέλουν να αποφύγουν τις όποιες αντιδράσεις. Αυτό γίνεται ολοφάνερο με την παράγραφο 22 του συνοδικού τους κειμένου που φέρει τον τίτλον ‶σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον″, η οποία απαγορεύει ρητώς σε άτομα και ομάδες να εκφράζουν τη γνώμη τους για θέματα πίστεως και για εκκλησιαστικά εν γένει ζητήματα. Με τέτοιες ανελεύθερες και αντιδημοκρατικές μεθόδους, προσπαθούν να περιορίσουν και να ελέγξουν εκείνους που αντιδρούν και αντιστέκονται. Αυτό ασφαλώς δείχνει ενοχή και φόβο. Διότι εάν είχαν τη συνείδηση ότι βαδίζουν σωστά, δε θα εφοβούντο τίποτε και κανέναν.

Λησμονούν ωστόσο (ή απλά θέλουν να το αποσιωπούν), ότι κριτήριο για το αν μία σύνοδος είναι αληθής ή ψευδής είναι η ορθότης των δογμάτων. Σύμφωνα με τον Δημήτριον Τσελεγγίδη, καθηγητή της δογματικής στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., «η άποψη ότι η διατήρηση της γνήσιας Ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον δια του συνοδικού συστήματος ως του μόνου αρμοδίου και εσχάτου κριτού των θεμάτων της πίστεως, έχει δόση υπερβολής και εκφέυγει της αληθείας, καθότι στην εκκλησιαστική ιστορία, πολλές σύνοδοι εδίδαξαν και ενομοθέτησαν λανθασμένα και αιρετικά δόγματα και ο πιστός λαός τις απέρριψε και διαφύλαξε την ορθόδοξη πίστη και εθριάμβευσε την Ορθόδοξη ομολογία».

Και ο νεοημερολογίτης Ιεράρχης του Πειραιώς Σεραφείμ, κινείται στο ίδιο μήκος κύματος, δηλώνοντας ότι: «Έσχατο κριτήριο είναι η γρηγορούσα δογματική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, η οποία στο παρελθόν επεκύρωσε ή θεώρησε ληστρικές, ακόμη και οικουμενικές συνόδους. Το συνοδικό σύστημα από μόνο του δεν διασφαλίζει μηχανιστικά την ορθότητα της ορθοδόξου πίστεως. Ο ‶συνοδικός θεσμός″ ως συμμετοχή ολόκληρης της Εκκλησίας και έκφραση της αλάθητης εκκλησιαστικής συνειδήσεώς της, αποτελεί τον έσχατο κριτή περί των θεμάτων πίστεως».

Για να επικαλεσθούμε ωστόσο και έναν πατέρα της Εκκλησίας μας, τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, που είχε πείρα από ληστρικές συνόδους και αιρετικά Πατριαρχεία, ο καθένας από εμάς – λέγει ο άγιος – είναι ή πρέπει να γίνει ‶εν σμικρώ εκκλησία″, φύλακας δηλαδή των ορθοδόξων δογμάτων. Οι σύνοδοι λοιπόν ευρίσκονται υπό τον έλεγχο της εκκλησιαστικής συνειδήσεως του ευσεβούς πληρώματος. Τί γίνεται όμως όταν το πλήρωμα αυτό, ο λαός, έχει απωλέσει το ορθόδοξο αισθητήριό του ή αυτό έχει αμβλυνθεί επικίνδυνα, όπως συμβαίνει ίσως με ένα μεγάλο μέρος των πιστών του νέου ημερολογίου; Τότε ισχύει ο λόγος του Κυρίου «τυφλός τυφλὸν ὁδηγεῖ» και όλοι γνωρίζουμε που καταλήγουν αμφότεροι.

Η σύνοδος της Κρήτης πρωτοτύπησε ακόμη και στο σύστημα της ψήφου, καθώς για πρώτη φορά στα εκκλησιαστικά χρονικά, μία ψήφο διέθετε κάθε τοπική εκκλησία και όχι κάθε επίσκοπος, όπως είναι το ορθόν και αυτό που πάντοτε ίσχυε στις εκκλησιαστικές συνόδους. Καλώς ελέχθη, ότι η απόφαση αυτή αποτελεί κατάλυση του συνοδικού συστήματος, καθώς οι σύνοδοι προϋποθέτουν την ισότητα όλων των Αρχιερέων που εμφαίνεται στην ισότιμη ψήφο τους. Είναι μία πράξη πρωτοφανής και αυθαίρετη, παντελώς αμάρτυρη στην Ορθόδοξη παράδοση και γι’ αυτό απαράδεκτη από κάθε άποψη, αφού σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας της συνόδου, δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο οι παρόντες δέκα προκαθήμενοι, καθώς στην ουσία οι αποφάσεις ελήφθησαν μόνον από τους προκαθημένους, χωρίς την ψήφο των συμμετεχόντων Αρχιερέων.

Ο ως άνω έγκριτος θεολόγος εδήλωσε ότι αυτό που ίσχυσε παραπέμπει εμμέσως σε μία μορφή Παπισμού, έστω κι αν η ψήφος των προκαθημένων είχε συλλογικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τον ίδιο θεολόγο, η σύνοδος της Κρήτης δεν είναι αγία, γιατί δεν είναι επόμενη τοις θείοις Πατράσι και δεν είναι μεγάλη, διότι σε αυτήν ήταν πολύ μικρή και επιλεγμένη η αντιπροσώπευση των κατά τόπους Αρχιερέων (από τους Προκαθημένους και το πολύ από 24 κατ’ επιλογήν Αρχιερείς για κάθε τοπική Εκκλησία). Η συντριπτική πλειονότητα των επισκόπων είχε αποκλεισθεί από τη σύνοδο (προκειμένου θα έλεγε κανείς και σε επίπεδο Ιεραρχίας να μην υπάρξουν ίσως φωνές αντίδρασης, κάτι που ωστόσο αποτελεί υπόθεση πολύ αβέβαιη κατά τη γνώμη μας) και δια τούτο υπήρξαν κάποιοι που διερωτήθησαν για το ποιος εγγυάται ότι η επιλεκτική μειονότητα θα ορθοτομήσει.

Εμείς ασφαλώς δεν έχουμε ουδεμία αμφιβολία για την ανικανότητα (;;;) ή μάλλον την έλλειψη βούλησης των Ιεραρχών του νέου ημερολογίου (είτε ψηφίζουν ολίγοι αντιπροσωπευτικά, είτε όλοι μαζί ως ολομέλεια), να ορθοτομήσουν τον λόγον της αληθείας του Χριστού. Διότι εάν υπήρχε η βούληση αυτή ήδη προ πολλών ετών, θα είχαν πάψει να συμμετέχουν στο Π.Σ.Ε. (Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών), θα είχαν σταματήσει τους ματαίους και επιζήμιους για την Ορθοδοξία διαχριστιανικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους και τις συμπροσευχές που τους συνοδεύουν και θα είχαν βάλει ένα τέλος στην πολλαχώς εκδηλουμένη έμπρακτη αμνήστευση και εκκλησιοποίηση των αιρετικών και αλλοπίστων.

Παραθέτουμε ωστόσο τα όσα αρνητικά περί της συνόδου της Κρήτης λέγουν ιδικοί τους παράγοντες (Ιεράρχες, κληρικοί, θεολόγοι), προκειμένου να φανεί εναργέστερα (είναι πιο δυνατή η μαρτυρία εν προκειμένῳ, όταν προέρχεται από το οικείο περιβάλλον και όχι από ‶αντιπάλους″ και ‶εχθρούς″ που θα έλεγε κανείς ότι επιτίθενται, λόγω ίσως της εχθρότητος και του μίσους των) το που βαδίζουν ως ‶εκκλησία″, η οποία προ πολλού έχει αποκοπεί από τις αγιοπνευματικές ρίζες της αγίας Ορθοδοξίας, της αληθούς πίστεως του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων.

Δίδουμε και πάλι τον λόγον εις τον προαναφερθέντα νεοημερολογίτη Ιεράρχη ο οποίος λέγει ότι: «Η μικρή αντιπροσώπευση τραυματίζει την ολοκληρία του σώματος του Χριστού» (οι νεοημερολογίτες δεν είναι σώμα Χριστού, ωστόσο, καταγράφουμε τα λεχθέντα για να φανούν τα κακώς κείμενα και οι εκκλησιολογικές, θεολογικές και κανονικές παρεκκλίσεις της συνόδου της Κρήτης), «αλλά στερεί τη δυνατότητα να εκφρασθεί από όλους η συνείδηση του πληρώματος της εκκλησίας, την οποία φαίνεται ότι εφοβούντο οι υπεύθυνοι για την προετοιμασία και σύγκληση της συνόδου. Δεν δικαιολογείται από κανένα κριτήριο, ούτε ποιμαντικό, ούτε εκκλησιολογικό η συμμετοχή μόνον εικοσιτεσσάρων επισκόπων από κάθε εκκλησία».

Αυτό που έρχεται αναπόφευκτα εις την σκέψη μας, είναι ο όρος ‶πραξικόπημα″. Διότι μόνον ως πραξικοπηματικές μπορούν να χαρακτηρισθούν οι μέθοδοι, οι τρόποι, αλλά και οι αποφάσεις της εν λόγω συνόδου. Δικαίως ελέχθη ότι η περιορισμένη και αντιπροσωπευτική συμμετοχή των επισκόπων, μειώνει τη βαρύτητα αυτής της ιδίας της συνόδου και των αποφάσεών της, διότι το δικαίωμα της ψήφου είναι ουσιώδες για την άσκησιν του επισκοπικού λειτουργήματος. Εάν οι συμμετέχοντες επίσκοποι δεν δύνανται να ψηφίζουν σε μία σύνοδο, αλλά μόνον οι Προκαθήμενοι εξ’ ονόματος των αντιπροσωπειών των Εκκλησιών των, γιατί οι αποφάσεις να υπογράφονται υπό πάντων των συμμετεχόντων συνοδικών συνέδρων και ουχί υπό μόνον των Προκαθημένων;

Ποιός βάζει την υπογραφή του, σε κάτι στο οποίο δεν συναινεί, πολλώ δε μάλλον ποιός υπογράφει μια απόφαση για τη λήψη της οποίας είχε κατ’ ουσίαν μηδαμινή συμμετοχή; Όσον αφορά την περιβόητη ομοφωνία της συνόδου – αναφερόμασθε σε αυτήν, διότι οι ιθύνοντες της συνόδου, έθεσαν την ομοφωνία ως βασική προϋπόθεση για τη λήψη της οιασδήποτε αποφάσεως – κάποιοι μίλησαν για παραβίαση της αρχής της ομοφωνίας, με τη μη παρουσία των τεσσάρων Πατριαρχείων (Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας).

Σύμφωνα με τον κανονισμό οργανώσεως και λειτουργίας της συνόδου, ‶η ψήφος εκάστης εκκλησίας εξάγεται βάσει της αρχής της πλειοψηφίας και όχι της ομοφωνίας″. Οπότε στην εσωτερική ψηφοφορία κάθε τοπικής εκκλησίας δεν ίσχυσε η αρχή της ομοφωνίας. Χαρακτηριστικό εν προκειμένω είναι το παράδειγμα της εκκλησίας της Σερβίας, που αποδεικνύει ότι ούτε η αρχή της πλειοψηφίας ίσχυσε για την εξαγωγή της ψήφου της, καθώς οι 17 από τους 25 επισκόπους της, καταψήφισαν και αρνήθηκαν να υπογράψουν (ατομικά) το συνοδικό κείμενο που αποκαλεί ‶εκκλησίες″ τις αιρέσεις. Αυτό όμως εν τέλει ενεκρίθη και πήρε θετική ψήφο από την εκκλησία της Σερβίας, επειδή το υπερψήφισε και υπέγραψε ο προκαθήμενός της.

Με βάση τον κανονισμό ακόμη και η αρνητική ψήφος μιας ή περισσοτέρων εκκλησιών – όπως και η λόγω διαφωνίας αποχώρησίς τους εκ της συνόδου – ουδόλως έθιγε την ομοφωνία της αποφάσεως. Οι εκκλησίες που τυχόν διεφώνουν επί ενός θέματος είχαν μόνο τη δυνατότητα να καταχωρήσουν τη διαφωνία τους στα πρακτικά, αλλά υποχρεούντο να προσυπογράψουν την απόφαση προς την οποίαν διεφώνουν!!! Έτσι φυσικά δεν ήτο δύσκολο να επιτευχθεί ‶ομοφωνία″, επί οιασδήποτε αποφάσεως. Ακόμη και σε θέματα πίστεως, έπρεπε κάθε εκκλησία να υπογράψει – ακυρώνοντας την τυχόν αρνητική της ψήφο – τις όποιες αντορθόδοξες και αιρετικές αποφάσεις.

Φαντασθείτε δηλαδή τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, αφού πρώτα ομολογούσε στα πρακτικά της ψευδοσυνόδου Φεράρρας-Φλωρεντίας την ορθόδοξον πίστιν, να υπέγραφε τελικώς την ένωσιν! Αυτή είναι η καθεστηκυία τάξη που εγκαινιάζει η σύνοδος της Κρήτης. Βεβαίως παράλληλα με τα θέματα της πίστεως, η ως άνω σύνοδος μαζί με τις άλλες που θα ακολουθήσουν, φροντίζει να καθιερώσει ένα νέο εκκλησιαστικό ήθος και μια πνευματικότητα, άγνωστη στην προγενέστερη εκκλησιαστική παράδοση. Το θέμα της νηστείας επί παραδείγματι, είναι κάτι που επιθυμούν να τροποποιήσουν οι οικουμενιστές. Μπορεί να μην το έκαναν στην σύνοδο της Κρήτης – διότι θεώρησαν ότι είναι νωρίς ακόμα – αλλά σίγουρα θα επιδιώξουν να το κάνουν στο μέλλον.

Επιθυμούν να περιορίσουν και να περικόψουν τη νηστεία, διότι –ως λέγουν – ο λαός δεν μπορεί σήμερα να εφαρμόζει τις ‶αυστηρές″ εκκλησιαστικές διατάξεις περί νηστείας και θα πρέπει να ελαφρύνουμε το ‶βάρος″ του προγράμματος των νηστησίμων ημερών. Τους διαφεύγει όμως το εξής. Εάν ο λαός έχει κακοσυνηθίσει (καλομάθει) και δεν ακολουθεί τα όσα εθέσπισαν οι άγιοι πατέρες της Εκκλησίας, πώς θα σεβασθεί τη νέα νομοθεσία των χλιαρών και εκοσμικευμένων οικουμενιστών με όλες τις παρεπόμενες συγκαταβάσεις;

Η αγιοπατερική παράδοση, η θεόθεν υπό των αγίων θεσπισθείσα νομοθεσία περί νηστείας, έχει την ιδιότητα να επενεργεί και να επιδρά κατά τέτοιο τρόπο σε κάθε πιστό, όσο αμαρτωλός κι αν είναι, ώστε κι αν αυτός δεν φυλάττει ακριβώς την παράδοσιν της νηστείας, έχει όμως την συνείδησιν τύπτουσα καὶ δύναται ἐν καιρῷ τῷ προσήκοντι να μετανοήσει. Όταν όμως του δίδεται η ελευθερία ή μάλλον η ασυδοσία να παραβαίνει τους νόμους της Εκκλησίας, πολλώ δε μάλλον όταν θεσμοθετείται από τους ίδιους τους εκκλησιαστικούς ταγούς ως νόμος η παράβαση και βλέποντας τους ηγέτας του να καταλύουν τα πάντα – προσβάλλοντες τα ιερά και τα όσια και μη σεβόμενοι τις παραδόσεις των αγίων – και την ίδια στιγμή να νομιμοποιούν την παραβατικότητά τους αυτήν, τότε πώς και ο λαός δεν θα καταφρονήσει κάθε νόμο της Εκκλησίας και δε θα αθετήσει κάθε διάταξη παλαιά και νέα;

Διότι όταν θεσπίζει ένας άγιος, μπορεί ο λαός από σεβασμό και ευλάβεια στην αγιοσύνη του, κάποια στιγμή να μετανοήσει, όταν όμως θεσπίζει και επικυρώνει την κατάλυση των πάντων ένας χαλαρού ήθους νομοθέτης, τότε ποιός θα συγκρατήσει τον λαόν από τη συνεχή κατρακύλα και την έσχατη πτώση; Έλεγε κάποτε για τη νηστεία, ένας πολύ γνωστός κληρικός του νέου ημερολογίου, που εθεωρείτο διαπρύσιος ιεροκήρυκας και εξαίρετος ομιλητής και πλέον δεν είναι εν ζωή, ο π. Αθανάσιος Μυτιληναίος, ότι θα έλθει στιγμή που θα ληφθεί απόφασις, «η Τετάρτη και η Παρασκευή να καθιερωθούν ως ημέρες που θα μπορούμε να τρώμε ψάρι, να έχουμε κατάλυση ιχθύος – όπως κάνουν οι Παπικοί. Επίσης οι Σαρακοστές θα τροποποιηθούν και θα γίνουν μικρότερες».

Υποστήριζε μάλιστα πως πίσω από τη σύνοδο που θα λάβει αυτήν και άλλες παρόμοιες αποφάσεις που θα αφορούν την πίστη και τη ζωή της ‶εκκλησίας″, θα κρύβεται η Μασονία που πάντοτε επιδιώκει τα σχίσματα και τις διαιρέσεις. Παρενθετικά συμπλήρωνε ο εν λόγω κληρικός, πως ακόμα «και στα κατηχητικά, η κατήχηση των παιδιών εξαντλείται κυρίως στην ψυχαγωγία και το μάθημα που θα ειπωθεί στα παιδιά δεν είναι εκείνο που τελικά θα σώσει, θα συγκλονίσει και θα τα αναμορφώσει».

Στενή και τεθλιμμένη η οδός της νηστείας και της ορθοδόξου ασκητικής εν γένει, αλλά οι οικουμενιστές θέλουν να την τροποποιήσουν, επιδιώκοντας την υιοθέτησιν της πνευματικότητας των δυτικοευρωπαίων – μαζί με την συντόμευση και τροποποίηση της Θείας Λειτουργίας και των λοιπών Ιερών τελετών (η λεγομένη λειτουργική ανανέωση) – της οποίας απόρροια είναι η αθεοφοβία, η ακολασία, η έλλειψη σεβασμού προς τους γονείς και η διάλυση της οικογένειας, η ψυχόλεθρος υιοθέτησις της μόδας σε όλους τους τομείς, η μίμησις των τηλεοπτικών, κινηματογραφικών και θεατρικών προτύπων και τόσα άλλα δεινά, ‶ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός ″.

Οι ιθύνοντες της συνόδου της Κρήτης, μεταξύ των άλλων εκκλησιολογικών παρεκκλίσεων που συναντά κανείς εις τα κείμενά τους, αναφέρονται στο συνοδικό κείμενο με τίτλο «σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» στους κανόνες 7 της Β΄ και 95 της Πενθέκτης Οικουμενικών Συνόδων, προκειμένου να δικαιολογήσουν ιεροκανονικά τους ατέρμονους θεολογικούς διαλόγους τους, μετά των πάσης φύσεως αιρετικών και τις σχέσεις ισοτιμίας και αποδοχής των (αιρετικών) από τους ‶ορθοδόξους″ οικουμενιστάς. Οι εν λόγω κανόνες όμως δεν αναφέρονται σε Θεολογικούς διαλόγους ή στην «αποκατάσταση της ενότητος» ορισμένων κοινοτήτων με την Εκκλησία, αλλά στον τρόπο ένταξης στην Εκκλησία μεμονωμένων αιρετικών, που μετανοημένοι αρνούνται την αίρεση και επιθυμούν να φύγουν απ’ αυτή, εντασσόμενοι στην Ορθοδοξία.

Οι κανόνες αυτοί, τους οποίους επικαλούνται για λόγους ‶οικονομίας″ - την οποίαν παρερμηνεύοντάς την εν πολλοίς και φέρνοντάς την στα δικά τους μέτρα, έχουν κακώς μετατρέψει σε ακρίβεια και κανόνα της ‶εκκλησίας″ - οι οικουμενιστές, είναι ξεκάθαροι. Ομιλούν για ‶μερίδα των σωζομένων″, την οποίαν ταυτίζουν με την ‶Ορθοδοξία″, η οποία διαφοροποιείται και αντιδιαστέλλεται οξέως προς αυτή των ‶αιρετικών″.

Με άλλα λόγια οι αιρετικοί πριν ενταχθούν στην Ορθοδοξία, όσο ευρίσκονται στην αίρεση, δεν ανήκουν στη μερίδα των σωζομένων. Τουτέστιν θα πρέπει να ληφθεί σοβαρώς υπόψιν ότι ακόμα και εις αυτούς τους κανόνας, που εκφράζουν την οικονομία και φιλανθρωπία της Εκκλησίας, διαχωρίζονται και διακρίνονται ξεκάθαρα τα όρια ανάμεσα στην Ορθοδοξία και την αίρεση, ανάμεσα στη ‶μερίδα των σωζομένων″ και αυτή των ‶αιρετικών″.

Άπαντες οι κανόνες της Εκκλησίας κάνουν λόγο για αιρέσεις και όχι για ‶χριστιανικές εκκλησίες″. Δεν αναγνωρίζουν το υποστατό και έγκυρο του Βαπτίσματος (και επομένως και των λοιπών μυστηρίων) των αιρετικών, παρά μόνον κατ’ οικονομίαν – οι ως άνω κανόνες κατά περίπτωση και όχι πάντοτε – αυτών που άφηναν την αίρεση και προσετίθεντο στην Εκκλησία με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι είχε προηγηθεί κατά το βάπτισμά τους τριπλή κατάδυση και ανάδυση εις το όνομα της Αγίας Τριάδος.

Τους Ευνομιανούς που εβαπτίζοντο εις μίαν κατάδυσιν, η Εκκλησία τους «εδέχετο ως Έλληνας», ειδωλολάτρας δηλαδή και τους εμβάπτιζε από την αρχήν. Δεν εφαρμόζεται λοιπόν η οικονομία της Εκκλησίας ευκαίρως – ακαίρως εις κάθε περίπτωσιν, πολλώ δε μάλλον εις την περίπτωσιν των Παπικών και των Προτεσταντών, που όχι μόνον μυστηριακή χάριν δεν έχουν, αλλά ούτε και τον ορθόδοξον τύπον του βαπτίσματος τηρούν. Αλλά θα μου πείτε μήπως τον τηρούν οι ορθόδοξοι νεοημερολογίτες, για να έχουμε την ιδίαν απαίτησιν από τους αιρετικούς;

Αντιθέτως οι νεοημερολογίτες συμμετέχοντες στο Π.Σ.Ε. (Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών), με τις αποφάσεις των συνελεύσεων στο Πόρτο Αλέγκρε και στο Πουσάν – τις οποίες υπέγραψαν και οι ίδιοι – αναγνωρίζουν το βάπτισμα των αιρετικών, καθώς και την πολυμορφία στη διατύπωση των δογμάτων της πίστεως, να λέγει δηλαδή για την πίστη ο καθένας ό, τι θέλει, την ίδια στιγμή που οι κανόνες της Εκκλησίας καθαιρούν τους Επισκόπους και κληρικούς και αφορίζουν τους λαϊκούς, που δέχονται το βάπτισμα ή τη θυσία των αιρετικών. Ας μη λησμονούμε άλλοστε, πως όσους αιρετικούς εδέχθη η Ορθόδοξος Εκκλησία κατ’ οικονομίαν χωρίς βάπτισμα ή μόνο με χρίσμα, τους εδέχθη με λίβελλο, αποκήρυξη των αιρέσεών τους και ταυτόχρονη καταδίκη των κατά περίπτωσιν αιρεσιαρχών.

Όλα τα παραπάνω είναι ‶ψιλά γράμματα″ για τους ‶ορθοδόξους″ οικουμενιστές, οι οποίοι αυτό που γνωρίζουν καλώς να κάνουν, είναι να διαστρέφουν το νόημα και το πνεύμα των κανόνων και να τους ερμηνεύουν κατά το δοκούν. Αυτό ακριβώς κάνουν και στο κείμενο της συνόδου της Κρήτης με τίτλο: «Το μυστήριον του γάμου και τα κωλύματα αυτού». Εκεί στο άρθρο 5 παραδέχονται ότι ο γάμος Ορθοδόξων και αιρετικών (ετεροδόξους τους αποκαλούν) απαγορεύονται συμφώνως με τον 72 κανόνα της Πενθέκτης εν Τρούλω Συνόδου – ο κανών υπογραμμίζει ότι ο γάμος αυτός είναι άκυρος. Συμπληρώνουν όμως με πονηρίαν και κατά αυθαίρετον τρόπον ότι είναι «δυνάμενος (ὁ γάμος) νὰ εὐλογηθῇ κατὰ συγκατάβασιν καὶ διὰ φιλανθρωπίαν, ὑπὸ τὸν ῤητὸν ὅρον ὅτι τὰ ἐκ τοῦ γάμου τούτου τέκνα θέλουν βαπτισθῇ καὶ ἀναπτυχθῇ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ».

Σχετικοποιούν λοιπόν ρητή απόφαση Οικουμενικής Συνόδου, εμφανίζοντες την τεκνογονία – σε συνάρτηση με τη βάπτιση των τέκνων στην ‶Ορθόδοξη Εκκλησία″ – να νομιμοποιεί την ιερολογία των μικτών γάμων, πράγμα σαφώς απηγορευμένο από τον προαναφερθέντα κανόνα. Και όπως προσφυώς ελέχθη, «εάν ο ιερολογημένος γάμος δεν αποδώσει τέκνα, νομιμοποιείται θεολογικώς αυτός ο γάμος από την πρόθεση του (της) ετεροδόξου συζύγου να εντάξει τα ενδεχόμενα παιδιά του στην Ορθόδοξη Εκκλησία;».

Η σύνοδος της Κρήτης, όπως και όλες οι όμοιες αυτής, που προηγήθηκαν και θα ακολουθήσουν, προσπαθούν να ‶ξεθωριάσουν″ το Θεανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αυτός θα είναι και ο τελευταίος πειρασμός της οικουμένης, τον οποίον μάλιστα μνημονεύει η ‶Αποκάλυψις″ του Ιωάννου. Η μεγάλη νοθεία της πίστεως στο Θεανθρώπινο πρόσωπο του Κυρίου μας, κάτι που ήδη συντελείται στα πλαίσια της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Η σύνοδος της Κρήτης εκτιμά θετικά το έργο του Π.Σ.Ε. και τα θεολογικά κείμενά του, όσα έχουν διατυπωθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια, νομιμοποιώντας έτσι όλες τις προ αυτής φρικώδεις, αντορθόδοξες και παναιρετικές αποφάσεις του.

Αποδέχεται αθεολόγητα τη βαπτισματική Θεολογία και έμμεσα την θεωρία των κλάδων. Εκκλησιοποιεί τους αιρετικούς, κάτι που αποτελεί πνευματική παραφροσύνη και πνευματικό πραξικόπημα. Κατοχυρώνει θεσμικά τον Οικουμενισμό με τον δογματικό του πλουραλισμό, την απαγόρευση αξιολογικών κρίσεων και την ποικιλία διαφορετικών πίστεων, γεγονός εκκλησιολογικά απαράδεκτο από ορθόδοξη άποψη, καθώς ο Οικουμενισμός αποτελεί την πιο δόλια αμφισβήτηση της πίστεως της Εκκλησίας και – όπως προείπαμε – την πιο σοβαρή νόθευσή της.

Οι ‶Ορθόδοξοι″ Οικουμενιστές – δεν μπορούν να είναι και Ορθόδοξοι και Οικουμενιστές, γι’ αυτό ο όρος ‶Ορθόδοξοι″, χρησιμοποιείται καταχρηστικώς και μέσα σε εισαγωγικά – συμμετέχουν στο Π.Σ.Ε. (βλ. Παγκόσμιο Συνονθύλευμα Αιρέσεων), όπου την συντριπτική πλειοψηφία έχουν οι αιρετικοί. Ως εκ τούτου η ‶Ορθόδοξος″ εκκλησία είναι σε μειονεκτική θέση, καθώς η ψήφος της είναι ισότιμος και ισόκυρος με την ψήφο αναρίθμητων προτεσταντικών παραφυάδων, που κάποιες από αυτές μπορεί να αριθμούν μόλις ολίγας χιλιάδας πιστών – και δεν τις λες ούτε κοινότητες, πόσο μάλλον ‶εκκλησίες″.

Αυτό σημαίνει ότι και οι αποφάσεις που λαμβάνονται, δεν μπορεί παρά να ευθυγραμμίζονται με τη θέληση και τις επιδιώξεις των αιρετικών μελών του Π.Σ.Ε. (Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών). Εντός αυτού οι ‶Ορθόδοξοι″ διεκήρυξαν ότι η Καθολικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας εξαρτάται από το εάν ευρίσκεται σε κοινωνία με τις αιρέσεις του προτεσταντισμού, γιατί χωρίς αυτές είμασθε πτωχότεροι.

Τουτέστιν η Εκκλησία τώρα δεν είναι Καθολική. Θα γίνει Καθολική, όταν ενωθεί με τις αιρέσεις και τις ψευδοεκκλησίες!!! Το κείμενο του Πουσάν της Ν. Κορέας – εκεί όπου πραγματοποιήθηκε η 10η Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. το 2013 – αποδέχεται ότι και η Ορθόδοξη Εκκλησία μετά των λοιπών ‶εκκλησιών″, πρέπει να μετανοήσει για τη διάσπαση των χριστιανών. Το ίδιο κείμενο περιλαμβάνει την πονηράν ασάφειαν, ότι ‶ο Θεός πάντοτε μας εκπλήσσει″ και ότι η Εκκλησία ‶προοδεύει εις την επίγνωσιν του θείου θελήματος″, ενώ γνωρίζουμε πολύ καλά ότι το Πνεύμα το Άγιον οδήγησε την Εκκλησία ‶εις πάσαν την αλήθειαν″, στο πλήρωμα και στην ολότητα της αληθείας, την ημέρα της Πεντηκοστής.

Όσον αφορά το ψέμα που προβάλλουν οι ‶Ορθόδοξοι″ Οικουμενιστές, ότι εργάζονται δήθεν, εκτός των άλλων για την κοινωνική δικαιοσύνη και παγκόσμια ειρήνη, εντός της οικουμενικής κινήσεως, έχουμε να απαντήσουμε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας, ουδέποτε διενοήθησαν να συμμαχήσουν και να συνεργαστούν με άλλες θρησκείες και αιρέσεις για να υπηρετήσουν μία κοσμικού τύπου παγκόσμια ειρήνη, διότι εγνώριζαν πως δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία του φωτός προς το σκοτάδι, της δικαιοσύνης προς την ανομία, ανάμιξη της αληθείας με την πλάνη και ότι ο διάβολος –από τον οποίον προέρχονται οι αιρέσεις και οι θρησκείες-είναι ο ολετήρ της ειρήνης.

Ο άρχων της ειρήνης είναι ο θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Όποιος είναι με τον Χριστόν, έχει μαζί του και την ειρήνη του Θεού. Όποιος μάχεται τον Κύριον, ακόμη και αν είναι άγγελος φωτός, δεν είναι άνθρωπος της ειρήνης και της αγάπης. Άλλοστε όπως υπογραμμίζει ο Απόστολος Παύλος: «πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. γ΄,14). Είναι νόμος πνευματικός. Δεν πρέπει να επιζητούμε την εξωτερική ειρήνη πάση θυσία, προκειμένου να απολαμβάνουμε τιμές και αξιώματα και να επαινούμεθα υπό πάντων ως προοδευτικοί, ανεκτικοί, ειρηνοποιοί και ό, τι άλλο.

Οι Οικουμενιστές φέρονται αγαπητικά προς τους αιρετικούς και αποστρέφονται τους αδελφούς των Ορθοδόξους. Ξέρουν να ομιλούν για αγάπη και ενότητα, ενώ οι ίδιοι δεν είναι ενωμένοι με τον Θεόν. Οι Παπικοί απέχοντες τυπικά από το Π.Σ.Ε. και μη συμμετέχοντες εις αυτό, είναι συνεπέστεροι στην εκκλησιολογία τους (υποστηρίζουν ότι είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού), από ότι είμασθε οι ‶Ορθόδοξοι″ στη δική μας, καθώς με την συμμετοχή μας εις αυτό (τη συμμετοχή δηλαδή εκείνων που στα μάτια του κόσμου εκπροσωπούν την Ορθοδοξία), παραιτούμασθε στην πράξη από την εκκλησιολογική μας ταυτότητα. (Όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό, η χρήση του α΄ προσώπου εν προκειμένου είναι καταχρηστική).

Στη σύνοδο της Κρήτης απεφεύχθη εντέχνως η όποια συζήτηση για τις συμπροσευχές και την αποτυχία των θεολογικών διαλόγων. Δεν απαντούν όμως οι ιθύνοντες της συνόδου στο ερώτημα που εγείρεται ευλόγως: Αφού εξισώνεται η Ορθόδοξος Εκκλησία με τις αιρέσεις και δεν έχουμε με αυτές διαφορά πίστεως, τότε σε τί αποσκοπούν αυτοί οι περιβόητοι και αιώνιοι διάλογοι; Γιατί αγνοούν εσκεμμένως τον κανόνα εκείνον της τοπικής Συνόδου της Καρχηδόνας (255μ.Χ.) υπό τον Άγιο Κυπριανό – κανόνα επικυρωμένο από τρεις Οικουμενικές Συνόδους (Δ΄,ΣΤ΄,Ζ΄) – ο οποίος αποκλείει και απαγορεύει ρητώς την προσωνυμία «Εκκλησία» (με τη θεολογική – εκκλησιολογική έννοια) για τις αιρέσεις;

Γιατί δεν μπορούν (ή δεν θέλουν) να καταλάβουν, ότι η συμμετοχή της Ορθοδοξίας στον Οικουμενισμό είναι έγκλημα που στρέφεται όχι μόνον κατά των Ορθοδόξων, αλλά και κατά των ιδίων των Προτεσταντών και Παπικών, καθώς και όλων των αιρετικών και αλλοθρήσκων; Δε γνωρίζουν ότι οι ψυχές όλων των ανθρώπων λαχταρούν κρυφά για την Ορθοδοξία; Και αυτό συμβαίνει ασφαλώς, διότι ο Χριστός είναι ο Δημιουργός πάντων των ανθρώπων και είναι εύλογο η κάθε ψυχή να λαχταρά έντονα τον Δημιουργό της, να επιθυμεί διακαώς, βαθιά μέσα της, την Απόλυτον Αλήθεια που υποστασιάζεται στο πρόσωπο του Θεανθρώπου.

Υπάρχουν άνθρωποι με έντονους υπαρξιακούς προβληματισμούς στις πιο απομακρυσμένες γωνιές του πλανήτη, ανήσυχα πνεύματα που ερευνούν, μελετούν, μαθαίνουν και ανακαλύπτουν την Ορθοδοξία. Αναπαύονται στην αλήθεια της πίστεώς μας. Φαντασθείτε όμως την απογοήτευσή τους, όταν βλέπουν τους ηγέτας της ‶Ορθοδοξίας″ να προδίδουν αυτήν την αλήθεια. Όταν παρακολουθούν τους Ορθοδόξους με την οικουμενιστική τους αυτοπροδοσία, να αναιρούν τον εαυτό τους και να διαψεύδουν τις ελπίδες αυτών των ανθρώπων, να σκοτώνουν και να ακυρώνουν τη λαχτάρα τους για την Ορθόδοξη αλήθεια.

Ας μην υποτιμάνε οι Οικουμενιστές τη νοημοσύνη αυτών των ανθρώπων. Όσες αγαπολογίες κι αν εκστομίσουν, καταλαβαίνουν καλώς οι τελευταίοι, ότι δεν τους αγαπάνε αληθινά, γιατί δεν τους λένε την αλήθεια καθαρά. Τους λένε ψέματα, πως είναι Εκκλησία. Τους βλέπουν να ευρίσκονται βυθισμένοι εις τον βόρβορο της αιρέσεως και αντί να τείνουν χείρα βοηθείας προς αυτούς και να τους αναστήσουν πνευματικά με το Φως της Ορθοδοξίας, τους αφήνουν να πλανώνται εις τα σκοτάδια της πλάνης και του ψεύδους. Όταν κρημνίζεις εις τα βάραθρα της απωλείας και αφήνεις το σεσηπός μέλος να πεθάνει από τη σήψη, αντί να το θεραπεύσεις και να το σώσεις – όσο επώδυνη κι αν είναι η θεραπεία – είναι αυτό εκδήλωση γνησίας και αληθινής αγάπης Χριστού;

Είναι πολύ ωραία η εικόνα που δίδει ο Βούλγαρος Θεολόγος Γεώργι Τοντόροφ, με την Αλήθεια προσωποποιημένη να απαντά στα ψεύδη του Π.Σ.Ε., που την προσκαλούν ευγενικά να γίνει μία εξ’ αυτών: «Εκείνο το οποίο μας ενώνει, εξαπατά τους εξαπατημένους και μόνον αυτό το οποίο μας κάνει διαφορετικούς, καθιστά εσάς ψεύδη και εμένα Αλήθεια. Αν ενωθώ μαζί σας, θα είναι κακό και για εσάς και για εμένα. Εμένα πλέον δε θα πιστεύουν, ότι είμαι η Αλήθεια» (αφού η αλήθεια της Ορθοδοξίας σχετικοποιείται με τη συμμετοχή της εις τον Οικουμενισμόν και κανείς δεν μπορεί να τη διακρίνει και να την ξεχωρίσει από το ψέμα των αιρέσεων και λοιπών θρησκειών, που συμμετέχουν επί ίσοις όροις στο Π.Σ.Ε.), «ενώ εσείς θα (αυτο)ψεύδεσθε καλύτερα ότι δεν υπάρχει Αλήθεια και ότι όλοι είμεθα ‶ένα″» (αφού η ίδια η Αλήθεια θα έχει εξισωθεί με τα ψεύδη και δε θα διεκδικεί για τον εαυτό της το αυτονόητο, δηλαδή τη μοναδικότητα και αποκλειστικότητά της). «Για εσάς είναι καλύτερο να μετανοήσετε, διότι όταν το ψεύδος μετανοήσει, απαρνείται εαυτόν και γίνεται ένα με την Αλήθεια».

Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν αγαπητέ αναγνώστα, όταν η ίδια η ‶εκκλησία″ – καταχρηστικός ο όρος – αντί να κατηχεί, να διαφωτίζει, να προστατεύει από την αίρεση και κάθε πνευματικό κίνδυνο, να θεραπεύει και να σώζει, οδηγεί τον λαόν εις την αποστασίαν με την απομάκρυνση από την αγάπη του Θεού Πατρός, την αποξένωση από τη χάρη του Υιού και την αλλοτρίωση-αποχωρισμό από την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, αποτελώντας κατά τον π. Ιουστίνο Πόποβιτσ, «πηγή αναρχισμού και μηδενισμού στον Ορθόδοξο κόσμο». (Αναφερόταν στον τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως).

Μπορεί η κρατούσα ‶εκκλησία″ να προετοιμάζει την έλευση του Αντιχρίστου, η ελπίδα όμως δεν πεθαίνει ποτέ! Η Εκκλησία – η πραγματική Εκκλησία του Χριστού – υπάρχει και θα υπάρχει, μακριά από την παναίρεση του Οικουμενισμού, μέχρι συντελείας των αιώνων και πέραν από αυτούς. Για να αντισταθεί μέχρις εσχάτων εις τον ‶άνομον″ και να σκεπάζει υπό τας πτέρυγάς της τα τέκνα της χαρίζοντας εις αυτά τη νίκη κατά των δυνάμεων του κοσμοκράτορος και οδηγώντας τα με ασφάλεια και σιγουριά εις την Βασιλείαν του Τριαδικού Θεού, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ‶ὧ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων″. Αμήν.

Εἰσήγησις τοῦ ἐλλογιμωτάτου Νομικοῦ Συμβούλου τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος, κ. Θεοδώρου Σαρ. Θεοδωροπούλου, ἐνώπιον τῆς ῾Ιεραρχίας, συνελθούσης ἐν Συνόδῳ τῇ 31ῃ Ὀκτωβρίου 2014 (π.ἡμ.) διὰ νὰ ἀποφασίσῃ διὰ τὸν ἀπὸ πάσης πλευρᾶς ἀπαράδεκτον, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀνεφάρμοστον, πρόσφατον Νόμον Ν4310/14.

Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ᾿Αρχιερεῖς.

᾿Εν σχέσει μὲ τὸ κρίσιμον τοῦτο ζήτημα, καὶ ἐν συνεχείᾳ προηγηθεισῶν σχετικῶν ἐνεργειῶν μας, ἐνημερώνομεν καὶ αὔθυς τὴν ῾Ιερὰν Σύνοδον τῆς ᾿Εκκλησίας ἡμῶν, ὡς ἀκολούθως:

Α. ῾Η θρησκευτικὴ ἐλευθερία ἀποτελεῖ ὑπέρτατον ἀτομικὸν δικαίωμα πλήρως καὶ ἀπολύτως σήμερον προστατευόμενον εἰς τὴν χώραν μας ἀπὸ τὸ ὑφιστάμενον ἐν αὐτῇ θεσμικὸν καθεστὼς καί, ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἐπιπρόσθετος σχετικὴ νομοθέτησις εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ὄχι μόνον ἐντελῶς περιττὴ ἀλλὰ καὶ αὐτόχρημα ἄκρως ἐπικίνδυνος.

α. Κατὰ ἀπαρασάλευτον κανόνα γενικῶς ἰσχύοντα, ὅταν ἐν σχέσει μὲ οἱοδήποτε ἀνθρώπινον δικαίωμα ὑπάρχει εἴς τινα τόπον καὶ εἰς δεδομένον χρόνον ἐπαρκὴς νομικὴ προστασία, πᾶσα περαιτέρω νομοθέτησις εἶναι ἐκ τοῦ περισσοῦ καὶ ἕνεκα τούτου ἐπικίνδυνος διὰ τὴν ἀπρόσκοπτον λειτουργίαν τοῦ δικαιώματος τούτου. ῾Ο κανὼν οὗτος ἰσχύει ἔτι μᾶλλον διὰ τὸ ἄκρως εὐαίσθητον δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τὸ ὁποῖον προστατεύεται καθ᾿ ὁλοκληρίαν καὶ ἄνευ κενοῦ τινὸς εἰς τὴν χώραν μας, δυνάμει τοῦ Συντάγματός της, ἀλλὰ καὶ δυνάμει τῶν δεσμευουσῶν αὐτὴν Διεθνῶν Συμβάσεων Προστασίας τῶν ᾿Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

β. Κατ᾿ ἀκολουθίαν τῶν εὐθὺς ἀνωτέρω ἐπισημαινομένων, τὰ ὁποῖα ἄλλωστε εἶναι ὄχι ἁπλῶς γνωστὰ ἀλλὰ καὶ ὡς ἐκ τῆς φύσεώς των αὐτονόητα, ὑπῆρξεν ἀπαράδεκτον Κυβερνητικὸν ἐγχείρημα ἡ πρόσφατος ψήφισις νόμου, τοῦ ὑπ᾿ ἀριθμὸν 4301, ἀφορῶντος εἰς τὴν «᾿Οργάνωση τῆς Νομικῆς Μορφῆς τῶν Θρησκευτικῶν Κοινοτήτων καὶ τῶν ῾Ενώσεών τους στὴν ῾Ελλάδα κλπ.» (Βλ. ΦΕΚ τεῦχος πρῶτον, ὑπ᾿ αριθμ. φύλλου 223, τῆς 7ης ᾿Οκτωβρίου 2014).

γ. Καὶ μία ἁπλὴ ἀκόμη ἀνάγνωσις τοῦ κειμένου τοῦ ἐν λόγῳ νομοθετήματος πείθει καὶ τὸν πλέον ἀδαῆ καὶ ἀφελῆ ἀναγνώστην ὅτι, διὰ τοῦ νομοθετήματος τούτου ἐπιδιώκεται, καὶ μάλιστα κατὰ τρόπον βαναύσως προκλητικόν, ἡ ἐξώθησις εἰς τὴν κατασκευὴν ὀργανωτικῶν σχημάτων (θρησκευτικῶν, νομικῶν προσώπων κλπ.) τελούντων ἐν τοῖς πράγμασι, ὅπως κατωτέρω ἀναλυτικῶς ἀναπτύσσεται, ὑπὸ τὸν ἀσφυκτικὸν ἔλεγχον τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, πρᾶγμα —βεβαίως ὄχι μόνον νομικῶς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πάσης πλευρᾶς— ἐντελῶς ἀπαράδεκτον.

δ. Οἱ ἐκ τοῦ κυβερνητικοῦ τούτου ἐγχειρήματος κίνδυνοι ἐγένοντο ἀμέσως ἀντιληπτοι ἀπὸ τοὺς ἐνδιαφερομένους, δι᾿ ὃν λόγον καὶ κατὰ τὸ στάδιον τῶν διαβουλεύσεων (τὸ ὁποῖον, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ἐλειτούργησεν ἐπιλεκτικῶς καὶ ἀποσπασματικῶς) ὄχι μόνον δὲν τὸ ἐνέκριναν καὶ δὲν τὸ ἀπεδέχθησαν ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ συνόλῳ των (καὶ ἄνευ ἐξαιρέσεως τινός, καθ᾿ ὅσον τουλάχιστον καὶ ἡμεῖς γνωρίζομεν) ἐξεδήλωσαν τὴν ἀντίθεσίν των καὶ τὴν ἀντίδρασίν των, ἀλλὰ εἰς ὦτα μὴ ἀκουόντων.

ε. Δέον νὰ ἐπισημανθῇ ἰδιαιτέρως —ὡς ἐνδεικτικὸν τοῦ ἀπαραδέκτου, τοῦ δολίου τούτου κυβερνητικοῦ ἐγχειρήματος— ὅτι ὅταν τὸ σχετικὸν διάτρητον νομοσχέδιον ἤχθη ἐνώπιον τῆς Βοῦλῆς πρὸς ψήφισιν, κατεψηφίσθη παρ᾿ ἁπάντων τῶν ἐν τῷ Κοινοβουλίῳ κομμάτων καὶ ἐψηφίσθη μόνον ἀπὸ τοὺς στηρίζοντας τὰ δύο συγκυβερνῶντα κόμματα βουλευτάς.

στ. Καίτοι ἡ ἡμετέρα ῾Ιερὰ Σύνοδος, ὡς καὶ τὸ ὑπαγόμενον εἰς Αὐτὴν ποίμνιον (ἐξ ἱερέων, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν) τῶν Γνησίων ᾿Ορθοδόξων Χριστιανῶν, δὲν εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ὑπαγώγιμον εἰς τὰς ἐπιδιωκομένας ἀπὸ τὸ ἐπίμαχον νομοθέτημα ρυθμίσεις (ἀφοῦ διεπόμεθα ἐν παντί, καὶ κατὰ πάντα, καὶ ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον ἀπὸ τοὺς Θείους καὶ ῾Ιεροὺς Κανόνας τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Ορθοδόξου τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας), ἐν τούτοις ἀντεκρούσαμεν ἐγκαίρως καὶ ἁρμοδίως τὸ ἐπίμαχον νομοσχέδιον, προκειμένου νὰ διαπιστωθῇ τὸ ἀνεφάρμοστον τῶν διατάξεων τοῦ νομοθετήματος τούτου, ἕνεκα τοῦ ὅτι αἱ διατάξεις τούτου ἀντιβαίνουν προδήλως εἰς τὸ Σύνταγμά μας καὶ εἰς τὰς δεσμευούσας καὶ τὴν Χώραν μας Διεθνεῖς Συμβάσεις, καὶ ὁδηγοῦν ἐκ τῶν πραγμάτων εἰς τὴν κατάλυσιν τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὅσων παρασυρθοῦν καὶ ἐντάξουν ἑαυτοὺς εἰς τὰς βαναύσους καταλυούσας τὴν θρησκευτικὴν ἐλευθερίαν ρυθμίσεις του. Πιστεύομεν δὲ ὅτι διὰ τῆς διαπιστώσεως ταύτης θὰ ἐνεργηθοῦν ἁρμοδίως τὰ δέοντα ὥστε νὰ ἀποφευχθῇ ἡ ἐκ τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ νομοθετήματος τούτου αὐτοθρόως πηγάζουσα ἀναστάτωσις, ἡ ὁποία θὰ διασύρῃ, ὡς μὴ ἔδει, τὸ κῦρος τῆς ῾Ελλάδος τόσον παρ᾿ ἡμῖν, ὅσον καὶ διεθνῶς, καὶ μάλιστα εἰς λίαν δυσκόλους στιγμάς. Μοναδικὸς φραγμὸς διὰ τὴν ἄσκησιν τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τίθεται ἀπὸ τὸ ὑφιστάμενον σχετικὸν θεσμικὸν καθεστὼς προστασίας τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τὸ νὰ μὴν ἀντιβαίνῃ τὸ δικαίωμα τοῦτο ἐν τῇ δεδομένῃ περιπτώσει εἰς τὴν ἔννομον τάξιν καὶ εἰς τὰ χρηστὰ ἤθη, ἤτοι εἰς ἀπαγορευτικὰ πλαίσια, ὡς εἰκὸς αὐστηρῶς περιχαρακούμενα καὶ ἀνελαστικῶς ἐφαρμόσιμα.

ζ. ῾Ως γνωστὸν οἱ Γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί (οἱ εὐρύτερον γνωστοὶ ὡς «παλαιοημερολογίται»), ἀποτελοῦν ἰδίαν θρησκευτικὴν κοινότητα μὴ αἱρετικῶν καὶ μὴ σχισματικῶν ᾿Ορθοδόξων Χριστιανῶν, ἰσοτίμως ἐν παντὶ ἀναγνωριζομένην καὶ προστατευομένην κατὰ πάντα ἐν σχέσει μὲ τὴν παραλλήλως πρὸς αὐτοὺς ὑφισταμένην καὶ λειτουργοῦσαν ὡς νομικὸν πρόσωπον δημοσίου δικαίου «νεοημερολογιτικὴν» θρησκευτικὴν κοινότητα τῆς «᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος». ᾿Αποτελοῦν τμῆμα τῆς θεοϊδρύτου ᾿Ορθοδόξου τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας, διεπόμενοι —ὡς κρίνεται καὶ παγίως νομολογιακῶς καὶ ἐπιστημονικῶς γίνεται δεκτόν— ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον ἀπὸ τοὺς Θείους καὶ ῾Ιεροὺς Κανόνας, μὴ χρήζοντες, βεβαίως, ἕνεκα τούτου οἱασδήποτε ἄλλης ἀναγνωρίσεως καὶ μάλιστα ἀπὸ κοσμικὰς ἀρχάς, προστατευομένη ἅμα καὶ κατὰ τὰς γενικὰς διατάξεις τοῦ Συντάγματος καὶ τῶν Διεθνῶν Συμβάσεων περὶ προσταστίας τῶν ᾿Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ὡς καὶ κατὰ τὰ ὁμοφώνως καὶ παγίως προσεπιβεβαιωθέντα συμφώνως πρὸς ρητὴν (καὶ μοναδικὴν εἰς τὰ παγκόσμια χρονικά) περὶ τούτου δήλωσιν κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς Δ´ ᾿Αναθεωρητικῆς Βουλῆς τῶν ῾Ελλήνων, τῶν ἀποφάσεων τῆς ῾Ολομελείας τοῦ ᾿Αρείου Πάγου, τῶν ἀνὰ τὴν ᾿Επικράτειαν Δικαστηρίων Πρώτου καὶ Δευτέρου Βαθμοῦ, τοῦ Νομικοῦ Συμβουλίου τοῦ Κράτους, τοῦ Δικαστηρίου τῶν ᾿Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κλπ, μὲ τὴν θετικὴν ἄνευ ἐξαιρέσεως τινὸς συμπόρευσιν τῆς ἐπιστημονικῆς θεωρίας. Συνεπῶς οὐδεμία ἀνάγκη «περαιτέρω ἀναγνωρίσεώς» μας ὑφίσταται.

Β. Διὰ τὴν καθ᾿ οἱονδήποτε τρόπον ἄσκησιν τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας εἶναι ἀδιανόητος νὰ τίθεται νομοθετικῶς ἐλάχιστος ἀριθμητικὸς περιορισμός, καὶ μάλιστα εἰς αὐτόχρημα ἐξωφρενικὰ ἐπίπεδα πολλῶν ἑκατοντάδων ὁμοδόξων φυσικῶν προσώπων εἰς ἑκάστην περιοχήν, ὅπως συμβαίνει διὰ τῶν σχετικῶν προβλέψεων τοῦ ἐπιμάχου νομοθετήματος καὶ προκύπτει ἀπὸ τὰς ἀντιστοίχους ρυθμίσεις τούτου, περὶ ὧν εὐθὺς κατωτέρω:

α. Εἰς τὸ ἄρθρον 1ον δίδεται ἡ ἔννοια τῆς θρησκευτικῆς κοινότητος καὶ ὡς τοιαύτη προσδιορίζεται ὑπὸ τὴν κατὰ τὸ ἐν λόγῳ νομοθέτημα ἐκδοχὴν αὐτῆς· «ἱκανὸς ἀριθμὸς φυσικῶν προσώπων μὲ συγκεκριμένην θρησκευτικὴ ῾Ομολογία γνωστῆς θρησκείας, μονίμα ἐγκατεστημένων σὲ ὁρισμένη γεωγραφικὴ περιοχή, μὲ σκοπὸ τὴν κοινὴ ἄσκηση τῆς λατρείας της καὶ τὴν τέλεση τῶν καθηκόντων ποὺ ἀπαιτοῦνται ἀπὸ τὴν κοινὴ ῾Ομολογία τῶν μελῶν της». ῎Αλλοις λόγοις, δὲν ὑφίσταται κατὰ τὸ νομοθέτημα τοῦτο —καὶ κατὰ τὴν προσδιοριζομένην ἐν τούτῳ ἔννοιαν— θρησκευτικὴ κοινότης μὲ τὴν συνακόλουθον ταύτης ἄσκησιν τοῦ δικαιώματος τοῦ θρησκεύεσθαι ὅταν δὲν ἀπαρτίζεται ἀπὸ «ἱκανὸν» ἀριθμὸν προσώπων, ὁ ὁποῖος «ἱκανὸς ἀριθμός», μάλιστα, δὲν προσδιορίζεται ἐπακριβῶς ποῖος εἶναι καὶ πῶς προσδιορίζεται καὶ διαμορφώνεται ἑκασταχοῦ καὶ ἑκάστοτε (λ.χ. ἀναλόγως τοῦ συνολικοῦ πληθυσμοῦ, ἀναλόγως τῆς ἐκτάσεως τῆς περιοχῆς, κλπ.). Δηλαδή, δὲν ὑφίσταται, κατὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ νομοθετήματος τούτου, «θρησκευτικὴ κοινότης» ὅταν εἶναι ὀλιγομελής· περιορισμὸς ἀντιβαίνων εὐθέως εἰς τὸ Σύνταγμα καὶ εἰς τὰς Διεθνεῖς Συμβάσεις. Πέραν τούτου, δὲν συγκεκριμενοποιοῦνται ἀφηρημέναι καὶ ἀπροσδιόρισται ἔννοιαι τῆς «ὡρισμένης γεωγραφικῆς περιοχῆς» (συνοικία; δῆμος; κοινότης; νομαρχία; περιοχὴ πρωτοδικείου; κλπ) καὶ τῶν «μονίμως ἐγκατεστημένων» (δημοτῶν; παρεπιδημούντων; ἐργασιακῶς ἀσχολουμένων;). Εἶναι πρόδηλον ὅτι ἡ ἠθελημένη αὐτὴ ἀσάφεια, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὰς λοιπὰς ἠθελημένας ἀσαφείας τοῦ ὅλου νομοθετήματος, παρέχει τεραστίας δυνατοτήτας αὐθαιρεσιῶν εἰς τὰς διαφόρους κρατικὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας.

β. Εἰς τὸ ἄρθρον 2ον τίθενται αἱ οὐσιατικαὶ προϋποθέσεις διὰ τὴν κατὰ τὸ ἐπίμαχον νομοθέτημα ἵδρυσιν «θρησκευτικοῦ νομικοῦ προσώπου», ἤτοι διὰ τὴν πρόσκτησιν νομικῆς προσωπικότητος παρὰ τῶν μελῶν δεδομένης θρησκευτικῆς κοινότητος, προκειμένου νὰ ἐπιδιωχθῇ ἡ συστηματικὴ καὶ ὠργανωμένη κατὰ τὸ νομοθέτημα ἄσκησις τῆς λατρείας της καὶ ἡ συλλογικὴ ἐκδήλωσις τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων τῶν μελῶν της. ῾Ως οὐσιαστικὴ προϋπόθεσις διὰ τὴν συντέλεσιν τῆς προσκτήσεως ἰδίας νομικῆς προσωπικότητος διὰ τὸ ὑπὸ ἵδρυσιν «θρησκευτικὸν νομικὸν πρόσωπον» —ὁλοκληρουμένης διὰ τῆς καταχωρήσεώς της εἰς τὰ δημιουργούμενα σχετικὰ βιβλία τοῦ ἁρμοδίου κατὰ περιοχὴν Πρωτοδικείου, μετὰ τὴν περαίωσιν τῆς ἐνώπιον τούτου σχετικῆς μακρᾶς καὶ δαπανηρᾶς διαδικασίας— ἀπαιτεῖται ἡ πανηγυρικὴ ἔγγραφος δήλωσις τριακοσίων (300!!) τουλάχιστον φυσικῶν προσώπων τῆς δεδομένης θρησκευτικῆς κοινότητος, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ θρησκευτικὸς λειτουργός των. Εἶναι ὅμως ἀδύνατον, ἐκ τῶν πραγμάτων, νὰ συγκεντρωθοῦν τριακόσια (300) ὁμοδοξοῦντα θρησκευτικῶς φυσικὰ πρόσωπα (καὶ μάλιστα ἐνήλικα, διότι ἄλλως δὲν ἔχουν δυνατότητα πρὸς τὸ δικαιοπρακτεῖν καὶ πρὸς τὸ ἀπευθύνεσθαι μὲ οἱοδήποτε αἴτημα ἐνώπιον τῶν Δικαστηρίων) εἰς δεδομένην γεωγραφικὴν περιοχήν, μὴ ἄλλωστε προσδιορισμένην κἄν. ῾Η ἀδυναμία αὐτὴ συγκεντρώσεως τριακοσίων τουλάχιστον κατὰ περίπτωσιν ὁμοδοξούντων ἐνηλίκων φυσικῶν προσώπων εἰς δεδομένον τόπον καὶ εἰς δεδομένον χρόνον (ἀδυναμία καθισταμένη ὀξυτέρα καὶ ἐκ τῆς ὑφισταμένης ἀπαγορεύσεως συμμετοχῆς τῶν φυσικῶν προσώπων εἰς πλείονα τοῦ ἑνὸς θρησκευτικοῦ νομικοῦ προσώπου) θὰ ὁδηγήσῃ εἰς τερατουργήματα παρὰ τῶν ἐνδιαφερομένων διὰ τὴν συγκρότησιν τοῦ θρησκευτικοῦ νομικοῦ προσώπου, ἤτοι εἰς ψευδεῖς δηλώσεις, προσηλυτιστικὰς ἐνεργείας, εἰς ἐνδεχομένας ἀδελφομαχίας κλπ. ῎Αλλωστε ἡ συγκρότησις τοῦ ἐκ τριακοσίων τουλάχιστον ἐνηλίκων φυσικῶν προσώπων θρησκευτικοῦ νομικοῦ προσώπου εἶναι κατὰ νόμον ἀδύνατος καὶ ἐξ ὅσων εὐθὺς κατωτέρω παρατίθενται καὶ ἀφοροῦν εἰς τὴν διαδικασίαν τῆς δικαστικῆς ἀναγνωρίσεώς του.

Γ. ῾Η προβλεπομένη εἰς τὸ ἐπίμαχον νομοθέτημα διαδικασία δικαστικῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ θεσπιζομένου θρησκευτικοῦ νομικοῦ προσώπου οὖσα χρονοβόρος, πολυδάπανος καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀναποτελεσματική, καθιστᾷ ἐν τοῖς πράγμασιν ἀνέφικτον τὴν ἵδρυσιν τοῦ ὀργανωτικοῦ τούτου μορφώματος.

α. Εἰς τὸ ἄρθρον 3ον διαλαμβάνονται τὰ τῶν διαδικασιῶν καὶ τὰ τῶν διατυπώσεων συστάσεως τοῦ ἐκ τριακοσίων (300!!) τουλάχιστον ἐνηλίκων φυσικῶν προσώπων ὑπὸ ἵδρυσιν νομικοῦ προσώπου. Οὕτω, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὑποβάλλεται εἰς τὸ κατὰ τόπους ἁρμόδιον Μονομελὲς Πρωτοδικεῖον (δικάζον κατὰ τὴν ἑκουσίαν δικαιοδοσίαν) αἴτησις ὑπογεγραμμένη ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπερτριακόσια ἱδρυτικά του μέλη, περιλαμβάνουσα πέραν τῶν ἀναλυτικῶν στοιχείων τῆς ταυτότητός των (δηλαδή ὄνομα, ἐπώνυμον, πατρώνυμον, ἐπάγγελμα, τόπον γεννήσεως, ἔτος γεννήσεως, τόπον κατοικίας, κλπ) καὶ ἀντιστοίχους «δηλώσεις πίστεως» ἑνὸς ἑκάστου. Οὕτω ἀποκαλύπτεται, καὶ μάλιστα κατὰ τρόπον ἐπίσημον καὶ πανηγυρικόν, τὸ θρησκευτικὸν πίστευμα ἑκάστου ἐκ τῶν τριακοσίων τουλάχιστον συνιδρυτῶν τῶν θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων· ὅπερ θρησκευτικὸν πίστευμα, ὡς γνωστὸν τοῖς πᾶσιν, ἀπαγορεύεται νὰ περιλαμβάνεται ἀκόμη καὶ εἰς τὰς ἀστυνομικὰς ταυτότητας καὶ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ ὅπου ἐμφανίζεται καθ᾿ οἱονδήποτε τρόπον ὁ ἐνδιαφερόμενος, πρὸς ἀποφυγὴν διωγμῶν, διακρίσεων κλπ. Πῶς θὰ συνδυασθοῦν καὶ πῶς θὰ συνυπάρξουν αἱ δύο αὐταὶ ἀντιφατικαὶ καὶ ἀντιβαίνουσαι μεταξύ των νομικαὶ ρυθμίσεις καὶ καταστάσεις; Εἶναι δὲ αὐτόχρημα ἀστεῖον τὸ λεγόμενον ὅτι εἶναι δῆθεν δυνατὸν νὰ ἀποκρυβῇ μὲ διαφόρους μικροπονηρίας καὶ μὲ διάτρητα τεχνάσματα αὐτὴ ἡ ἀντιφατικὴ κατάστασις, ἀφοῦ —ἐκτὸς τῶν ἄλλων— οἱοσδήποτε ἐπικαλούμενος ἔννομον συμφέρον εἶναι δυνατὸν νὰ πληροφορηθῇ τὰ ὀνόματα τῶν ὑποβαλλόντων τὴν περὶ δικαστικῆς ἀναγνωρίσεως αἴτησιν, τὰ ὁποῖα —οὕτως ἢ ἄλλως— θὰ περιλαμβάνονται εἰς τὸ κείμενον τῆς ἀποφάσεως τοῦ Μονομελοῦς Πρωτοδικείου, ἀφοῦ ἡ ἀποσιώπησίς των εἶναι δικονομικῶς ἀνεπίτρεπτος καὶ λογικῶς ἀδιανόητος.

β. Δέον νὰ ἐπισημανθῇ ἰδιαιτέρως καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ διαδικασία δικαστικῆς ἀναγνωρίσεως κατὰ τὴν συνήθη τῶν πραγμάτων πορείαν εἶναι δυνατὸν νὰ διαρκέσῃ ἀκόμη καὶ ἕως πέντε ἔτη, λαμβανομένων ὑπ᾿ ὄψιν τῆς φάσεως τοῦ προσδιορισμοῦ δικασίμου, τῆς ἀκροαματικῆς διαδικασίας τῶν συνήθων ἀναβολῶν καὶ ματαιώσεων ἐκδικάσεως, τῆς καθυστερήσεως ἐκδόσεως τῆς πρωτοβαθμίου ἀποφάσεως, τῶν ἐνδεχομένων παρεμβάσεων καὶ τριτανακοπῶν, τῶν ἐνδεχομένων ἐνδίκων μέσων, τῶν προθεσμιῶν συντελέσεως τῆς τελεσιδικίας κλπ.

γ. Πέραν τῶν προεκτεθέντων, ἡ νομοθετικὴ θέσπισις ὡρισμένου ἐλαχίστου ἀριθμοῦ ὁμοδόξων φυσικῶν προσώπων, ὡς προϋπόθεσις διὰ τὴν ὑφ᾿ οἱανδήποτε ἔννοιαν δυνατότητα ἀσκήσεως τῆς θείας λατρείας παρὰ δεδομένης θρησκευτικῆς κοινότητος, ἐγκυμονεῖ τεραστίους κινδύνους διὰ τὴν ἄσκησιν τῆς ᾿Ορθοδόξου ῾Ιεραποστολῆς ἐκτὸς τῶν γεωγραφικῶν συνόρων τῆς ῾Ελλάδος. Καὶ τοῦτο διότι ἄνευ πλέον τῆς δυνατότητος ἀσκήσεως πειστικοῦ ἀντιλόγου, ὁ νομοθέτης οἱασδήποτε χώρας θὰ δύναται νὰ θεσπίζῃ ἀριθμητικοὺς φραγμοὺς ἀνυπερβλήτους ἐν τοῖς πράγμασι διὰ τὰς νεοπαγεῖς κοινότητας τῶν Γνησίων ᾿Ορθοδόξων Χριστιανῶν εἰς τὴν δεδομένην κρατικὴν ἐπικράτειαν. ᾿Εκ τούτου καὶ φαίνεται ὅτι ἐξηγεῖται τὸ ὅτι τὸ σχετικὸν ἀπαράδεκτον νομοσχέδιον ἐγένετο «ἀνουσιωδῶς δεκτόν» ἀπὸ τὸ Βατικανὸν καὶ ἀπὸ τὸ «Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν ᾿Εκκλησιῶν».

δ. Δέον νὰ ἐπισημανθῇ ἰδιαιτέρως καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οὐδέποτε καὶ οὐδαμοῦ κατὰ τὸν δισχιλιετῆ ἄχρι τῆς σήμερον βίον τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας ἐθεσμοθετήθη διὰ τὴν λειτουργίαν της ἐλάχιστος ἀριθμὸς ὁμοδόξων φυσικῶν προσώπων, εἴτε παρὰ τῆς ἰδίας εἴτε ἀπὸ τοὺς κατὰ καιροὺς διώκτας αὐτῆς.

Δ. Τὰ τῆς διαλύσεως τῶν ὑπὸ ἵδρυσιν θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων, πέραν τῆς τερατώδους προβλέψεως ὅτι διαλύονται ἐὰν τὰ φυσικὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα τὰ συγκροτοῦν μειωθοῦν εἰς ὀλιγώτερα τῶν ἑκατόν, ἐναποτίθενται κατ᾿ οὐσίαν εἰς τὰς αὐθαιρέτους ἐπιλογὰς τῶν διαφόρων κρατικῶν ἀρχῶν.

α. Εἰς τὸ ἄρθρον 10ον προβλέπονται τὰ τῆς διαλύσεως θρησκευτικοῦ νομικοῦ προσώπου. ᾿Εκτὸς τῶν ἄλλων ἀπαραδέκτων ποὺ περιέχονται εἰς τὸ ἄρθρον τοῦτο, ὁρίζεται —οὔτε ὀλίγον οὔτε πολύ— ὅτι:

1) Τὸ θρησκευτικὸν νομικὸν πρόσωπον διαλύεται ἐὰν τὰ φυσικὰ πρόσωπα, ἐκ τῶν ὁποίων συγκροτεῖται, μειωθοῦν εἰς ὀλιγώτερα τῶν ἑκατόν. Δηλαδή, στεροῦνται οἱ ἐνδιαφερόμενοι τῶν ἐκ τοῦ νομοθετήματος τούτου δυνατοτήτων τῆς ἀσκήσεως τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας των, ἐὰν ὁ ἀριθμός των περιορισθεῖ κάτω τῶν ἑκατόν, εἴτε λόγῳ ἀποχωρήσεως, εἴτε λόγῳ θανάτου, εἴτε λόγῳ διαγραφῆς των, εἴτε λόγῳ ἀλλαγῆς θρησκευτικοῦ των φρονήματος κλπ. Πῶς ὅμως θὰ διαπιστοῦται καὶ πῶς θὰ τεκμηριοῦται ἡ ἀπαράδεκτος αὐτὴ νομικῶς προϋπόθεσις; Θὰ ἵσταται κάποιος ἐλεγκτής —καὶ ποῖος θὰ εἶναι αὐτός;— εἰς τὴν θύραν ἑκάστου εὐκτηρίου οἴκου καὶ θὰ μετρᾷ καὶ θὰ καταγράφῃ τοὺς προσερχομένους, ἢ θὰ γίνεται ἔλεγχος εἰς τὰς κατοικίας των, ἢ εἰς τοὺς τόπους ἐργασίας τούτων, ἢ ἄλλως πῶς; Καὶ τί θὰ γίνουν οἱ ἐνεπομείναντες κάτω τῶν ἑκατόν; Θὰ στεροῦνται τῶν κατὰ νόμον δικαιωμάτων των;

2) Εἶναι δυνατὸν νὰ διαλυθῇ μὲ ἀπόφασιν τοῦ Πρωτοδικείου ἐὰν ζητηθεῖ τοῦτο ἀπὸ τὴν ἐποπτεύουσαν ἀρχὴν ἢ ἀπὸ τὸν εἰσαγγελέα, χωρὶς νὰ προσδιορίζονται ὑπὸ ποίας οὐσιαστικὰς προϋποθέσεις δύναται νὰ ζητηθῇ καὶ νὰ συντελεσθῇ ἡ δικαστικὴ διάλυσις, γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἀνήγει τὰς θύρας εἰς παντὸς εἴδους αὐθαιρεσίας.

3) Διαλύεται τὸ θρησκευτικὸν νομικὸν πρόσωπον ἐὰν μείνει ἄνευ θρησκευτικοῦ λειτουργοῦ ἐπὶ ἓν τουλάχιστον ἑξάμηνον. Δηλαδή, εὑρίσκεται ἡ ὕπαρξίς του εἰς χείρας τοῦ θρησκευτικοῦ λειτουργοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι δυνατὸν δι᾿ οἱονδήποτε λόγον —ἑκουσίως, ἢ πιεζόμενος ἄλλοθεν, ἢ ἀποθνήσκων, ἢ ἄλλως πῶς— νὰ ἐκλείψῃ καὶ νὰ ἀφήσῃ τὸ ποίμνιόν του ἀκέφαλον.

β. Εἰς τὸ ἄρθρον 11ον προβλέπονται τὰ τῆς δυνατότητος ἀναστολῆς λειτουργίας τοῦ θρησκευτικοῦ νομικοῦ προσώπου, δηλαδὴ προσωρινῆς ἀπαγορεύσεως τῆς λειτουργίας του, ἐὰν συντρέχουν προϋποθέσεις διαλύσεώς του, ἢ ἐὰν ὑφίσταται «κίνδυνος διασαλεύσεως τῆς δημοσίας τάξεως» μὲ ὅλως νεφελώδεις προϋποθέσεις, τῶν δυνατοτήτων ἀναστολῆς λειτουργίας, γεγονός ὄχι μόνον νομικῶς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πάσης ἄλλης πλευρᾶς ἀπαράδεκτον.

Διὰ τῆς διατάξεως ταύτης, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καταλύεται καὶ ἡ κατὰ τὸ Σύνταγμα καθιερουμένη ἐλευθερία τοῦ συνεταιρίζεσθαι.

Ε. ῾Η περιουσία τῶν ἱδρυομένων θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων καθίσταται ἐν τοῖς πράγμασιν δέσμια τῶν κρατικῶν ἀρχῶν καὶ τελικῶς ἀντικείμενον δημεύσεως καὶ ἁρπαγῆς ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸν δημόσιον.

α. Εἰς τὸ ἄρθρον 7ον περιέχονται κατὰ τρόπον ἀσφυκτικῶς δέσμιον τὰ τῆς περιουσίας τῶν ὑπὸ ἵδρυσιν θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων μὲ ἀνάγλυφον τὸν κίνδυνον τῆς τελικῆς ἁρπαγῆς τούτων ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸν δημόσιον, δηλαδὴ τῆς δημεύσεως κινητῶν καὶ ἀκινήτων.

β. Εἰς τὸ ἄρθρον 18ον περιέχονται ρυθμίσεις ἀφορῶσαι εἰς τὴν μεταβίβασιν περιουσιακῶν στοιχείων ἀπὸ ὑφιστάμενα σήμερον θρησκευτικοῦ χαρακτῆρος νομικὰ πρόσωπα. Καὶ διὰ τῆς διατάξεως ταύτης —ὡς καθιστᾷ φανερὸν καὶ ἡ ἁπλὴ ἀκόμη ἀνάγνωσις τοῦ περιεχομένου αὐτῆς, χωρὶς νὰ εἶναι ἀναγκαία ἡ περαιτέρω ἐνασχόλησις μὲ τὰς λεπτομερείας της— πέραν τῆς ἀστυνομεύσεως τῶν ἐνδιαφερομένων, συντελεῖται —ἐκτὸς τῶν ἄλλων— καὶ ἡ οὐσιαστικὴ κατάργησις τοῦ συνταγματικῶς προστατευομένου ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς ἰδιοκτησίας, ὡς καὶ τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τοῦ συνεταιρίζεσθαι.

ΣΤ. Πέραν τῶν προαναφερθεισῶν διατάξεων καὶ τὸ σύνολον σχεδὸν τῶν λοιπῶν ρυθμίσεων τοῦ ἐπιμάχου νομοθετήματος εἶναι ἀνεφάρμοστον ὡς ἀντιβαίνον εἰς τὸ Σύνταγμα καὶ εἰς τὰς Διεθνεῖς Συμβάσεις Προστασίας τῶν ᾿Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων, συμφώνως καὶ πρὸς τὰ κατωτέρω παρατιθέμενα:

α. Εἰς τὸ ἄρθρον 12ον. Γίνεται μία αὐθαίρετος πρόβλεψις συγκροτήσεως «δευτεροβαθμίου θρησκευτικοῦ προσώπου» διὰ τῆς συνενώσεως πρωτοβαθμίων θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων, μὲ τὴν προσωνυμίαν «ἐκκλησία», μὲ αὐθαιρέτως καθοριζομένας προϋποθέσεις καὶ ἐπιλογάς, ὡς νὰ ἐπρόκειτο περὶ συγκροτήσεως δευτεροβαθμίου ἐπαγγελματικῆς ὀργανώσεως οἰκοδόμων, βιομηχάνων, ἐδωδιμοπολῶν κλπ. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι θεοΐδρυτος ὀργανισμὸς καὶ ὄχι σωματειακὸν κατασκεύασμα, ἱδρυόμενον, τροποποιούμενον καὶ διαλυόμενον διὰ τῆς ἀνθρωπίνης βουλήσεως, ἀκόμη καὶ ψευδωνύμως.

β. Εἰς τὸ ἄρθρον 13ον. Γίνεται ἀναγνώρισις νομικῆς προσωπικότητος τῆς ἐν ῾Ελλάδι «καθολικῆς ἐκκλησίας» καὶ διαφόρων ἄλλων ὑφισταμένων «ἐκκλησιῶν» καὶ νομικῶν προσώπων τούτων. ῾Η τοιαύτη κατ᾿ ἐξαίρεσιν προνομιακὴ ἀναγνώρισις, ἡ ὁποία ἐξ οὐδενὸς ἀποχρῶντος λόγου δικαιολογεῖται καὶ ἔτι μᾶλλον ἐξ οἱουδήποτε ἀποχρῶντος λόγου ἐπιβάλλεται, καταλύει —ἐκτὸς τῶν ἄλλων— καὶ τὴν ἐν παντὶ ἰσχύουσαν καὶ ὡς πρὸς πάντας ἀνεξαιρέτως ἐφαρμοστέαν εἰς ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ἀτομικῆς συλλογικῆς ἀνθρωπίνης δραστηριότητος, ἀρχὴν τῆς ἰσότητος.

γ. Εἰς τὸ ἄρθρον 14ον. Θεσπίζεται ἡ ἵδρυσις παρὰ τῷ ῾Υπουργείῳ Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων ἐνιαίου μητρώου καταχωρήσεως θρησκευτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν νομικῶν προσώπων καὶ θρησκευτικῶν λειτουργῶν. Διὰ τῆς διατάξεως ταύτης —ὅπως πείθει καὶ ἡ ἁπλὴ ἀκόμη ἀνάγνωσις, χωρὶς νὰ χρειάζεται κἂν ἡ ἐκτενεστέρα ἀνάλυσις τοῦ περιεχομένου της— καθίσταται ἡλίου φαεινότερον ὅτι σκοπὸς ἀποκλειστικὸς τῆς ἐν θέματι ἀπαραδέκτου νομοθετήσεως ἦτο ἡ ἀστυνόμευσις τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς συνακολούθου λατρευτικῆς καὶ ἄλλης δραστηριότητος τῶν ῾Ελλήνων πολιτῶν. Πρᾶγμα ἀπαράδεκτον καὶ αὐτόχρημα ἀνατριχιαστικόν.

δ. Εἰς τὸ ἄρθρον 8ον. Τίθεται ἀσφυκτικὸς κλοιὸς διοικητικῆς λειτουργίας τῶν θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων, ἀφοῦ —ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἀπαραδέκτων— θεσπίζεται ἡ αὐτόχρημα ἐξοργιστικὴ πρόβλεψις ὅτι, ὄργανα διοικήσεως τοῦ θρησκευτικοῦ νομικοῦ προσώπου δὲν εἶναι δυνατὸν κατὰ κανόνα νὰ συγκληθοῦν καὶ νὰ συνεδριάσουν καὶ ἔτι μᾶλλον νὰ ἀποφασίσουν ἐφ᾿ οἱουδήποτε ζητήματος ἐὰν ἀπουσιάζει ἐκ τούτων ὁ θρησκευτικὸς λειτουργός.

ε. Εἰς τὸ ἄρθρον 9ον. Εἰς τὸ ἄρθρον τοῦτο προβλέπεται τὰ τῆς δυνατότητος ἱδρύσεως παρὰ τῶν θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων εὐκτηρίων οἴκων, ἡσυχαστηρίων καὶ γενικωτέρων χώρων θείας λατρείας καὶ συναθροίσεων, ὡς καὶ κατασκηνώσεων, ἰδιωτικῶν σχολείων καὶ ἐκπαιδευτηρίων, φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων κλπ. ᾿Αποσιωπᾶται ὅμως τὸ ποία θὰ εἶναι ἡ τύχη τῶν ἱδρυμάτων τούτων εἰς τὴν περίπτωσιν διαλύσεως τοῦ θρησκευτικοῦ νομικοῦ προσώπου, τὸ ὁποῖον τὰ ἱδρύει. Εἶναι πρόδηλον ὅτι καὶ ἡ διάταξις αὕτη ἐθεσπίσθη ἐκ τοῦ πονηροῦ καὶ χωρὶς νὰ ὑφίσταται οἱαδήποτε πρὸς τοῦτο ἀνάγκη. Καὶ τοῦτο διότι ἅπασαι αἱ θρησκευτικαὶ κοινότηται, ἔτι δὲ μᾶλλον οἱ Γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί, διὰ τὴν διευθέτησιν τῶν κατὰ κόσμον συναλλακτικῶν ἀναγκῶν των, ἐξυπηρετοῦνται πλήρως ἀπὸ τοὺς ὑφισταμένους ἐν ἰσχύϊ ὀργανωτικοὺς θεσμοὺς τῶν σωματείων, ἀστικῶν ἐταιρειῶν, ἱδρυμάτων κλπ., χωρὶς νὰ ὑφίσταται πρόβλημά τι.

στ. Εἰς τὸ ἄρθρον 4ον περιέχονται τὰ τοῦ θεσπιζομένου διὰ τὸ ὑπὸ ἵδρυσιν θρησκευτικὸν νομικὸν πρόσωπον «κανονισμοῦ», διὰ τοῦ ὁποίου ἐπιδιώκεται καὶ ἐπιτυγχάνεται ὁ πλήρης ἔλεγχος καὶ ἡ αὐτόχρημα ἀστυνόμευσις τῆς λειτουργίας τοῦ ἱδρυομένου θρησκευτικοῦ νομικοῦ προσώπου, ἀφοῦ —ἐκτὸς τῶν ἄλλων— περιλαμβάνονται ὑποχρεωτικῶς εἰς τοῦτον: α) ἡ ἐσωτερικὴ ὀργανωτικὴ δομή του, β) τὰ ὄργανα τῆς διοικήσεώς του, ἤτοι οἱ ὅροι ἀναδείξεως, διορισμοῦ, λειτουργίας καὶ παύσεως τούτων, γ) τὰ τῆς ἀναδείξεως, ἐκλογῆς καὶ ἐπιλογῆς τῶν θρησκευτικῶν του λειτουργῶν, δ) τὰ τῆς δικαστικῆς καὶ ἐξωδίκου ἐκπροσωπήσεώς του, ε) τὰ τῆς εἰσδοχῆς, ἀποβολῆς, δικαιωμάτων καὶ ὑποχρεώσεων τῶν μελῶν του, ς) τὰ τῆς συγκλήσεως καὶ λειτουργίας τῶν συλλογικῶν του ὀργάνων, ζ) τὰ τῶν σχέσεών του καὶ τῆς ἀλληλεξαρτήσεώς του μὲ ἡμεδαπὰ καὶ ἀλλοδαπὰ νομικὰ πρόσωπα, η) τὰ τῶν πόρων του καὶ τῆς προελεύσεως τούτων, θ) τὰ τῆς σχέσεώς των μὲ ἄλλας θρησκευτικὰς κοινότητας, ι) τὰ τῆς διαλύσεως τοῦ νομικοῦ προσώπου. Τέλος, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, προβλέπεται ὅτι εἰς τὸν Κανονισμὸν περιλαμβάνονται ὑποχρεωτικῶς τὰ τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων τῆς θρησκευτικῆς κοινότητος ὡς καὶ τὰ κείμενα καὶ οἱ κανόνες ποὺ τὴν διέπουν, πρᾶγμα ἀδύνατον νὰ συμβῇ ἀφοῦ τὰ κείμενα ταῦτα ἀνέρχονται εἰς ἑκατοντάδας, ἢ καὶ χιλιάδας, σελίδων κατὰ περίπτωσιν.

Θεώδωρος Σαρ. Θεοδωρόπουλος,

Δικηγόρος παρά τω Αρείω Πάγω, ε.τ.

Σχόλια επί των αποφάσεων της «Συνόδου» της Κρήτης 2016.

του Θεολόγου Ευάγγελου Ρωσσόπουλου

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έδωσε οδηγία και εντολή «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμὸν» (Αʹ Θεσσαλ. εʹ 17 - Ματθ. κστʹ 41). Στα πλαίσια αυτής της εγρήγορσης και πειθόμενοι στα λόγια του Κυρίου οφείλουμε οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί να διαφυλάττουμε την πίστη μας από αλλότριες διδασκαλίες και η λεγόμενη «Σύνοδος» της Κρήτης έκανε ακόμη ένα βήμα προς την αγκαλιά της πανεραινέσεως του οικουμενισμού. Είναι απορίας άξιον γιατί συνεκλήθη η «Σύνοδος» και ποιος ήταν ο σκοπός της; Στην ιστορία της Εκκλησίας συνεκαλούντο Σύνοδοι, όταν κάποια αίρεση μόλυνε την Ορθόδοξη πίστη. Οι Σύνοδοι καταδίκαζαν τις αιρέσεις και οι αιρετικοί αποκόπτονταν από το σώμα της Εκκλησίας. Σ’ αυτή την «Σύνοδο» έγινε μία αντίθετη προσπάθεια. Ν’ απαλλαχθούν οι αιρετικοί από τις κατηγορίες που τους βάραιναν και να παρουσιαστούν ως χριστιανοί με χάρη και μυστήρια. Δηλαδή, στα κείμενα που υπέγραφαν τόσα χρόνια στο ΠΣΕ, να δώσουν μανδύα συνοδικής απόφασης και να τα κάνουν πράξη.

Εν περιλήψει:

  • Γιατί και από ποιόν επελέγη η ονομασία «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» και δεν επελέγη ο όρος Οικουμενική Σύνοδος; Αγία δεν ήταν, διότι δεν καταδίκασε αιρέσεις, αλλά τις νομιμοποίησε. Απόδειξη ότι οι αιρετικοί - προσκεκλημένοι του Πάπα και των προτεσταντών - δεν εκάθοντο στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αλλά ως επίσημοι παρατηρητές. Μεγάλη δεν ήταν διότι δεν συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των «εκκλησιών». Οικουμενική δεν την ονόμασαν, διότι όταν συνέρχεται μία Σύνοδος πρέπει να αναγνωστούν τα πρακτικά των προηγουμένων Οικουμενικών Συνόδων, όπου καταδικάζονται παπικοί και προτεστάντες, οπότε δεν θα έπρεπε να γίνει μνεία σε προηγούμενες αποφάσεις Συνόδων, που καταδίκαζαν αυτούς που ήθελαν να νομιμοποιήσουν. Η ονομασία όμως είχε ήδη προεπιλεγεί από την Δρ. Ελισάβετ Προδρόμου, η οποία αφ’ ενός μεν υπήρξε αντιπρόεδρος της επιτροπής διεθνών θρησκευτικών ελευθεριών της αμερικάνικης βουλής και επίσης μέλος και σύμβουλος της επιτροπής του Πατριαρχείου, αφ’ ετέρου δε μέλος της CIA. Σ’ ένα συνέδριο στο Ιλινόι των ΗΠΑ το 2007 με θέμα «ανάγκη για μία αγία και μεγάλη σύνοδο», έτσι την ονόμασε η κ. Προδρόμου εννέα χρόνια πριν την σύγκλιση της, μεταξύ άλλων είπε τα εξής: «Πρέπει να γίνει μία σύνοδος των ορθοδόξων α) για να κατανοήσουν, β) να συμβιβαστούν και γ) να συμμετέχουν ενεργά στην διαμόρφωση της πραγματικότητας της παγκόσμιας θρησκευτικής ετερότητας».

  • Τι είναι αυτή η «Σύνοδος», μας το περιγράφει σαφέστατα ο Αλβανίας Αναστάσιος σε συνέντευξη του προ της συγκλίσεως. Λέει επί λέξει: «Είναι κάτι εντελώς νέο και πρωτόγνωρο, το οποίο έρχεται να εξυπηρετήσει την είσοδο της Ορθοδοξίας στη νέα εποχή». Θέλουν δηλαδή, νεοεποχίτικες πρακτικές και όχι Πατερικές. Και με ποιο δικαίωμα υιοθετούν κάτι εντελώς ξένο από την γραμμή της Ορθοδοξίας και το πνεύμα των Πατέρων; Με τα ανωτέρω αποδεικνύεται η αντι-Πατερική τους στάση και ο στόχος της «Συνόδου».

  • Ο κ. Βαρθολομαίος διεκήρυξε ευθαρσώς (κατά τη λήξη των εργασιών) ότι βαδίζει την οδό πού χάραξε η Εγκύκλιος του 1920, του Καταστατικού Χάρτου του Οικουμενισμού, και εργάζεται με όλες του τις δυνάμεις για την οικουμενιστική παγχριστιανική ενότητα! Γι’ αυτό δεν δίστασε να ονομάσει τις κοινότητες των αιρετικών "ἀδελφές Ἐκκλησίες" και τους παρισταμένους στην έναρξη και λήξη των εργασιών της Συνόδου εκπροσώπους των,(πρωτοφανώς!) ως "ἐργάτας τοῦ Ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου". Δηλαδή, ο Άρειος, ο Νεστόριος, ο Μακεδόνιος και όλοι οι αιρετικοί δεν έπρεπε να καταδικαστούν, αλλά να ονομαστούν "ἐργάται τοῦ Ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου".

  • Ένα επί πλέον ατόπημα της «Συνόδου» αυτής είναι η καθιέρωση της καινοτομίας των συνάξεων των προκαθημένων των «ορθόδοξων εκκλησιών». Δηλαδή, δεν συμμετέχουν όλοι οι επίσκοποι, αλλά μόνον οι ηγέτες των «εκκλησιών», π.χ. ότι ο αποφασίσει ο κ. Ιερώνυμος δεσμεύει όλη την «κρατούσα» εκκλησία και όλη την «σύνοδο» της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κάθε πατριάρχης ή αρχιεπίσκοπος γίνεται ένας μικρός πάπας της εκκλησίας που ηγείται και ξεπερνούν τον σκόπελο των αντιδράσεων.

  • Επίσκοποι <<ορθόδοξοι>> προσκλήθηκαν, αλλά ουσιαστικά χωρίς δικαίωμα ψήφου. Δηλαδή, προσμετρούντο μόνο οι θετικές ψήφοι, οι αρνητικές ψήφοι απορρίπτοντο. Δικαίωμα αρνητικής ψήφου δεν υπήρχε. Η «Σύνοδος» επέτρεψε και μία άλλη καινοτομία. Οι διαφωνούντες μπορούσαν να παραμείνουν μέλη της εκκλησίας διατηρώντας την διαφωνία τους. Εν αντιθέσει η πάγια τακτική των Πατέρων ήταν όσοι δεν υπέγραφαν μία Σύνοδο εθεωρούντο αιρετικοί.

Αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης:

Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής.

Το 7ο κείμενο αναφέρει: «Ἡ Ἐκκλησία ὅμως ἔθετο ἅμα, κατά ποιμαντικήν διάκρισιν, καί ὅρια φιλανθρώπου οἰκονομίας τοῦ καθεστῶτος τῆς νηστείας. Διό καί προέβλεψε τήν δι’ ἀσθένειαν τοῦ σώματος ἤ δι’ ἀδήριτον ἀνάγκην ἤ καί διά τήν χαλεπότητα τῶν καιρῶν ἀνάλογον ἐφαρμογήν τῆς ἀρχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας κατά τήν ὑπεύθυνον κρίσιν καί ποιμαντικήν μέριμναν τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν».
Δηλαδή, επιτρέπει στον εκάστοτε επίσκοπο να ορίζει την νηστείαν «κατά την υπεύθυνον κρίσιν» του και όχι όπως ορίζονται οι αρχές της οικονομίας από τους κανόνες της εκκλησίας.

Το 8ο κείμενο αναφέρει: «Εἶναι γεγονός, ὅτι σήμερον πολλοί πιστοί δέν τηροῦν ἁπάσας τάς περί νηστείας διατάξεις, εἴτε ἐξ ὀλιγωρίας εἴτε λόγῳ τῶν ὑπαρχουσῶν συνθηκῶν ζωῆς, οἱαιδήποτε κἄν ὦσιν αὗται. Ἅπασαι ὅμως αἱ περιπτώσεις αὗται τῆς χαλαρώσεως τῶν περί νηστείας ἱερῶν διατάξεων, εἴτε εἶναι γενικώτεραι, εἴτε ἀτομικαί, δέον ὅπως τυγχάνουν τῆς ποιμαντικῆς μερίμνης ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁ Θεός οὐ θέλει τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν (πρβλ. Ἰεζ. λγ΄,11), χωρίς ὅμως νά περιφρονῆται ἡ ἀξία τῆς νηστείας. Ὅθεν διά τούς ἔχοντας δυσκολίαν εἰς τήν τήρησιν τῶν ἰσχυουσῶν περί νηστείας διατάξεων εἴτε ἐκ λόγων ἀτομικῶν (ἀσθένεια, στράτευσις, συνθῆκαι ἐργασίας κ.λπ.) εἴτε γενικωτέρων (εἰδικαί συνθῆκαι ἐπικρατοῦσαι εἴς τινας χώρας ἀπό πλευρᾶς κλίματος, καθώς καί κοινωνικο-οἰκονομικαί ἰδιαιτερότητες τινῶν χωρῶν λ.χ. ἀδυναμία εὑρέσεως νηστησίμων τροφῶν) ἐπαφίεται εἰς τήν διάκρισιν τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νά καθορίσουν τήν φιλάνθρωπον οἰκονομίαν καί ἐπιείκειαν, ἀπαλύνουσαι, κατά τάς εἰδικὰς ταύτας περιπτώσεις, τὸ τυχὸν «στυφόν» τῶν ἱερῶν νηστειῶν. Πάντα δέ ταῦτα ἐντός τῶν πλαισίων τῶν ὡς ἄνω λεχθέντων καί ἐπί τῷ σκοπῷ νά μή ἀτονήσῃ ποσῶς ὁ ἱερός θεσμός τῆς νηστείας. Ἡ φιλάνθρωπος αὕτη συγκατάβασις πρέπει νά ἀσκηθῇ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας μετά πάσης φειδοῦς, ὁπωσδήποτε δέ ἐπί τό ἐπιεικέστερον διά τάς νηστείας ἐκείνας, δι’ ἅς δέν ὑπάρχει ὁμοιόμορφος πάντοτε καί εἰς ἁπάσας τάς περιπτώσεις παράδοσις καί πρᾶξις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. «... Καλόν τὸ νηστεύειν πᾶσαν ἡμέραν, ἀλλ’ ὁ μή ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω. Ἐν τοῖς τοιούτοις οὐ νομοθετεῖν, οὐ βιάζεσθαι, οὐκ ἀναγκαστικῶς ἄγειν τὸ ἐγχειρισθὲν προσήκει ποίμνιον, πειθοῖ δὲ μᾶλλον, καὶ ἠπιότητι, καὶ λόγῳ ἅλατι ἠρτυμένῳ..» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Περί τῶν ἁγίων νηστειῶν, 3. PG 95, 68B).
Δηλαδή, ορίζεται να μειωθεί η νηστεία γιατί είναι «στυφή» κατά το κείμενο «οπωσδήποτε δε επί το επιεικέστερον. Δηλαδή, καταστρατηγεί τις νηστείες και τις περικόπτει.

Το 9ο κείμενο αναφέρει: «Ἡ πρό τῆς θείας κοινωνίας νηστεία τριῶν ἤ περισσοτέρων ἡμερῶν ἐπαφίεται εἰς τήν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν, συμφώνως καί πρός τά λόγια τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου «… μ’ ὅλον ὁποῦ ἀπὸ τοὺς θείους Κανόνας νηστεία πρὸ τῆς Μεταλήψεως οὐ διορίζεται· οἱ δυνάμενοι δὲ νηστεύειν πρὸ αὐτῆς καὶ ὁλόκληρον ἑβδομάδα, καλῶς ποιοῦσι» (Ἑρμηνεία εἰς τὸν κανόνα ιγ΄τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Πηδάλιον, 191). Ὅμως, τό σύνολον τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλει νά τηρῇ τάς ἱεράς νηστείας καί τήν ἀπό μεσονυκτίου ἀσιτίαν προκειμένου νά προσέρχηται τακτικῶς εἰς τήν θείαν Μετάληψιν, ἥτις εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἔκφρασις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀντότητος, νά ἐθισθῇ δέ ὥστε νά νηστεύῃ εἰς ἔνδειξιν μετανοίας, εἰς ἐκπλήρωσιν πνευματικῆς ὑποσχέσεως, πρός ἐπίτευξιν ἱεροῦ τινος σκοποῦ, εἰς καιρούς πειρασμοῦ, ἐν συνδυασμῷ πρός αἰτήματα αὐτοῦ παρά τοῦ Θεοῦ, πρό τοῦ βαπτίσματος (διά τούς προσερχομένους εἰς τό βάπτισμα ἐνηλίκους), πρό τῆς χειροτονίας, εἰς περιπτώσεις ἐπιτιμίων, κατά τάς ἱεράς ἀποδημίας καί εἰς ἄλλας παρομοίας περιστάσεις».
Δηλαδή, εισάγονται και στοιχεία προτεσταντικά. Δεν κάνει μόνο κάθε επίσκοπος ότι θέλει, αλλά και κάθε πιστός χωρίς την σύμφωνη γνώμη του πνευματικού του πατέρα αφού «επαφίεται εις την ευλάβειαν των πιστών».

Κωλύματα γάμου και εφαρμογή της οικονομίας.
«Περί τῶν μικτῶν γάμων Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων καί μή Χριστιανῶν ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν, ὅπως
i.    ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων κωλύεται κατά κανονικήν ἀκρίβειαν (κανών 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου)
ii.   Ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρός τά κωλύματα γάμου δέον ὅπως νά ἀντιμετωπίζεται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συμφώνως πρός τάς ἀρχάς τῶν ἱερῶν κανόνων, ἐν πνεύματι ποιμαντικῆς διακρίσεως, ἐπί τῷ σκοπῷ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου».

Είναι απορίας άξιον αφού η 1η παράγραφος κωλύει τον γάμον ορθοδόξων με ετεροδόξους, η 2η παράγραφος τί νόημα έχει; Ουσιαστικά αναιρεί την 1η, αφού δίνει την δυνατότητα σε κάθε «Σύνοδο» να κάνει τις δικές της παραχωρήσεις «εν πνεύματι διακρίσεως», δηλαδή εδώ χρησιμοποιούν την διάκριση, για να καταστρατηγήσουν τους Κανόνες. Μάλιστα γίνεται μνεία στον 72ο κανόνα της Πενθέκτης εν Τρούλλω Συνόδου, αλλά όχι στο περιεχόμενο της. Ο 72ος Κανών της Πενθέκτης ορίζει:
Μη εξέστω Ορθόδοξον άνδρα αιρετική συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μην αιρετικώ ανδρί γυναίκα ορθόδοξον συζεύγνυσθαι. Αλλ’ ει και φανείη τι τοιούτον υπό τινος των απάντων γινόμενον, άκυρον ηγείσθαι τον γάμον, και το άθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον (Πρβλ. και 10ον και 31ον της εν Λαοδικεία, και 29ον της εν Καρθαγένη). Επειδή σε κάποιες επαρχίες καταστρατηγούνται οι Κανόνες, όπως αυτοί στη 2η παράγραφο, υπάρχει και ο 14ος κανών, που απαγορεύει τις πρωτοβουλίες των επισκόπων. Ο 14ος Κανών της Δ΄ Οικουμενικής ορίζει: Επειδή εν τισιν επαρχίαις συγκεχώρηται τοις αναγνώσταις και ψάλταις γαμείν, ώρισεν η Αγία Σύνοδος, μη εξείν αίτινι αυτών ετερόδοξον γυναίκα λαμβάνειν ... μήτε μην συνάπτειν (τέκνον) προς γάμον αιρετικώ, η Ιουδαίω, η Έλληνι (ειδωλολάτρη), ει μη άρα επαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εις την ορθόδοξον πίστιν το συναπτόμενον πρόσωπον τω Ορθοδόξω. Ο 14ος κανών λοιπόν τους αφαιρεί το δικαίωμα να αυθεραιτούν σε κάθε επαρχία και ο <<επίσκοπος>> να λειτουργεί αυτοβούλως.

H αποστολή της ορθοδόξου εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον.
3 «Ὡς προϋπόθεσις μιᾶς εὐρυτέρας ἐν προκειμένῳ συνεργασίας δύναται νά χρησιμεύσῃ ἡ κοινή ἀποδοχή τῆς ὑψίστης ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Αἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι εἶναι δυνατόν νά συμβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν διά τήν εἰρηνικήν συνύπαρξιν καί κοινωνικήν συμβίωσιν τῶν λαῶν, χωρίς τοῦτο νά συνεπάγεται οἱονδήποτε θρησκευτικόν συγκρητισμόν».
Το ανωτέρω κείμενο αναφέρει ότι η συνεργασία των ανθρώπων πρέπει να στηριχθεί στην «υψίστη αξία του ανθρωπίνου προσώπου». Δηλαδή, οι σχέσεις των ανθρώπων γίνονται ανθρωποκεντρικές και όχι θεοκεντρικές κατά πως ορίζει ο Θεός. Η ύψιστη αξία δεν είναι ο θνητός και παθητός άνθρωπος, αλλά ο Θεός ο απαθής και ο αΐδιος. Βλέπουμε στο κείμενο να εισάγεται ένας «ουμανισμός» κατά τα πρότυπα του διαφωτισμού, που αμφισβητούσε την αξία του Θεού. Γνωστοποιεί ότι «οι ορθόδοξες εκκλησίες μπορούν να συμβάλουν εις την διαθρησκειακήν συνεννόησιν». Πώς είναι δυνατόν να επιτευχθεί αυτή η συνεννόηση, χωρίς η εκκλησία να δώσει την μαρτυρία της και χωρίς να καλέσει σε μετάνοια τους ανθρώπους, που έχουν εμπέσει στην αίρεση;
Το άλλο τραγελαφικό είναι ότι η αξία του «ανθρώπινου προσώπου» ως υψίστη αξία μπορεί να κατοχυρώσει μία «ειρηνική συνύπαρξη». Τί είδους ειρήνη επικαλείται ένα θεολογικό κείμενο χωρίς Θεό; Εκτός εάν είναι ένα καθαρά πολιτικό κείμενο.
Το τέλος περιλαμβάνει το αποκορύφωμα των πλανών που διακατέχεται το κείμενο: Απαγορεύεται «οιοσδήποτε θρησκευτικός συγκρητισμός». Δηλαδή, απαγορεύεται η μαρτυρία της ορθοδόξου εκκλησίας και του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Απαγορεύεται να επιστρέψεις έναν πλανεμένο και αιρετικό στην ορθή δόξα. Απαγορεύεται δηλαδή, η σωτηρία των ανθρώπων εγκαταλείποντάς τους στην αίρεση. Προς κατανόηση της λέξης «συγκρητισμός» σημαίνει δεν συγκρίνω την πίστη μου με την δική σου. Κατ’ αυτούς ο Χριστός που μάλωνε τους γραμματείς και φαρισαίους για την αλλοίωση της Παλαιάς Διαθήκης, έκανε λάθος. Και έκανε λάθος που έστειλε τους Αποστόλους στον κόσμο να ευαγγελίσουν τον κόσμο, διότι δεν πρέπει να γίνεται οποιαδήποτε σύγκρισις των πιστεύω.
Μέσα σ’ ένα κείμενο 5 σειρών κρύβονται άπειρες παγίδες οικουμενιστικές, ανορθόδοξες και αντιχριστιανικές. Αυτά δεν είναι κείμενα «εκκλησιαστικών ηγετών», αλλά πολεμίων του Ευαγγελίου και της εκκλησίας.

Σχέσεις της ορθοδόξου εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον.
4 Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετά τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν, ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, μετέσχε τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς καί συνετέλεσεν εἰς τήν διαμόρφωσιν καί περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς. Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία χάρις εἰς τό διακρῖνον αὐτήν οἰκουμενικόν καί φιλάνθρωπον πνεῦμα, θεοκελεύστως αἰτούμενον «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2, 4), ἀείποτε ἠγωνίσθη ὑπέρ ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Διό, ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχή εἰς τήν κίνησιν πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ οὐδόλως τυγχάνει ξένη πρός τήν φύσιν καί τήν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως, ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν.

5 Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῆς εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀναζητήσεως, βάσει τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν Χριστιανῶν.

6 Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, ἀλλά πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οὕτω, ἦτο εὔνους καί θετικῶς διατεθειμένη τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους, πρός θεολογικόν διάλογον μετά τῶν λοιπῶν χριστιανῶν εἰς διμερές καί πολυμερές ἐπίπεδον καί πρός τήν συμμετοχήν γενικώτερον εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα.

10 Τά προβλήματα, τά ὁποῖα ἀνακύπτουν κατά τάς θεολογικάς συζητήσεις τῶν Μεικτῶν Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν δέν συνιστοῦν πάντοτε ἐπαρκῆ αἰτιολόγησιν μονομεροῦς ἀνακλήσεως τῶν ἀντιπροσώπων αὐτῆς ἤ καί ὁριστικῆς διακοπῆς τῆς συμμετοχῆς αὐτῆς ὑπό τινος κατά τόπον Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποχώρησις ἐκ τοῦ διαλόγου Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως κατά κανόνα ἀποφεύγηται, καταβαλλομένων τῶν δεουσῶν διορθοδόξων προσπαθειῶν διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς ὁλοκληρίας τῆς ἐν τῷ διαλόγῳ τούτῳ ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐάν τοπική τις Ἐκκλησία ἤ καί ἄλλαι τινές Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀρνῶνται νά συμμετάσχουν εἰς τάς συνελεύσεις τῆς Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ὡρισμένου διαλόγου, ἐπικαλούμεναι σοβαρούς ἐκκλησιολογικούς, κανονικούς, ποιμαντικούς ἤ ἠθικῆς φύσεως λόγους, ἡ Ἐκκλησία ἤ αἱ Ἐκκλησίαι αὗται κοινοποιοῦν ἐγγράφως τήν ἄρνησιν αὐτῶν εἰς τόν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καί εἰς πάσας τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας κατά τά πανορθοδόξως ἰσχύοντα. Κατά τήν πανορθόδοξον διαβούλευσιν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναζητεῖ τὴν ὁμόφωνον συναίνεσιν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διὰ τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐπαναξιολογήσεως τῆς πορείας τοῦ συγκεκριμένου θεολογικοῦ διαλόγου, ἐφ’ ὅσον τοῦτο κριθῇ ὁμοφώνως ἀναγκαῖον.

11 Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἴς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τῶν τυχόν νέων διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικός διάλογος δύναται νά συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι.

16 Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εἶναι τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.). Ὡρισμέναι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ὑπῆρξαν ἱδρυτικά μέλη καί ἐν συνεχείᾳ ἅπασαι ἀπέβησαν μέλη αὐτοῦ. Τό Π.Σ.Ε. εἶναι ἕν συγκεκροτημένον διαχριστιανικόν σῶμα, παρά τό γεγονός ὅτι τοῦτο δέν συμπεριλαμβάνει ἁπάσας τάς ἑτεροδόξους Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας. Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (Κ.Ε.Κ.), τό Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (Σ.Ε.Μ.A.) καί τό Παναφρικανικόν Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν. Ταῦτα μετά τοῦ Π.Σ.Ε. τηροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι Γεωργίας καί Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἐκ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἡ μέν πρώτη ἐν ἔτει 1997, ἡ δέ δευτέρα ἐν ἔτει 1998, ὡς ἔχουσαι αὐτῶν ἰδίαν γνώμην περί τοῦ ἔργου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί οὕτω δέν συμμετέχουν εἰς τάς ὑπ᾽ αὐτοῦ καί τῶν ἄλλων διαχριστιανικῶν ὀργανισμῶν δραστηριότητας.

22 Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων (κανών 6 τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

24 Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει συνείδησιν τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ κίνησις πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν λαμβάνει νέας μορφάς, ἵνα ἀνταποκριθῇ εἰς τάς νέας συνθήκας καί ἀντιμετωπίσῃ τάς νέας προκλήσεις τοῦ συγχρόνου κόσμου. Εἶναι ἀπαραίτητος ἡ συνέχισις τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν διῃρημένον χριστιανικόν κόσμον ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί πίστεώς της.

Η πρώτη ανάγνωσις του κειμένου στους αμύητους στην πανουργία τους, ίσως και τους αφήσει μια ευχάριστη αίσθηση. Αλλά πρόκειται περί ενός κειμένου πλήρους ενεδρών, ανακριβειών, ψευδών και θεολογικών ολισθημάτων. Αναφέρει το κείμενο ότι “ Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον”. Ας μας παρουσιάσουν οι οικουμενιστές πατέρες απ’ αυτήν την καλλιέργεια τους καρπούς της. Ένας διάλογος που διαρκεί από το 1920 έως σήμερα, πόσους αιρετικούς επέστρεψε στην ορθοδοξία; Γιατί καλλιεργούν έναν ατελέσφορο διάλογο, παρά την Ευαγγελική προσταγή του Απ. Παύλου: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»; Άρα αυτός ο διάλογος δεν είναι σύμφωνος με τις Ευαγγελικές επιταγές. Αντιθέτως, αν δούμε τον διάλογο υπό το πρίσμα της απαγόρευσης, που τίθεται ανωτέρω του θρησκευτικού συγκρητισμού, τότε προκύπτει το κάτωθι συμπέρασμα. Ερχόμαστε στον διάλογο, αλλά δεν σας νουθετούμε. Δεν επισημαίνουμε τις αιρέσεις σας, τις πλάνες σας και με ότι αυτό συνεπάγεται. Δηλαδή, τον πνευματικό θάνατο.
Είναι πραγματικά δαιδαλώδης η ανίχνευση όλων των αιρετικών θέσεων του κειμένου. Αναφέρει ότι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, … ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων». Γιατί άραγε αναζητούν σύγχρονες, δηλαδή αντι-Πατερικές οδούς, αφού ήδη οι Πατέρες έθεσαν τα θεμέλια και τους κανόνες για το πως οδηγούμαστε στην ενότητα μετά των αιρετικών. Η λύση είναι μία και απλουστάτη. Τους καλούμε σε μετάνοια και άρνηση των αιρετικών τους πεποιθήσεων.
Εν συνεχεία το κείμενο αναφέρει ότι ένας από τους νέους τρόπους είναι η συμμετοχή της εκκλησίας στην οικουμενική κίνηση. Τι ειρωνεία! Για να συμμετέχει μια «εκκλησία» στην κίνηση αυτή, εκ των προτέρων δέχεται να συνομιλήσει με τους άλλους επί ίσοις όροις. Δηλαδή, η αλήθεια και η πλάνη επί ίσοις όροις. Απροκαλύπτως ψευδόμενο το κείμενο αναφέρει ότι η συμμετοχή του στην οικουμενική κίνηση «οὐδόλως τυγχάνει ξένη πρός τήν φύσιν καί τήν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Αν η φύση και η ιστορία εξαντλείται στα τελευταία 96 έτη, ναι. Αν όμως η ιστορία της εκκλησίας είναι από της εποχής του Χριστού και προ των 96 τελευταίων ετών είναι παντελώς ξένη. Και μάλιστα καθώς λέγουν ότι «ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως», τότε κατ’ αυτούς έπρεπε να ζει ακόμη ο Απ. Παύλος και να κατηχεί ακόμη τους Φιλιππησίους.
Στην 5η παράγραφο το κείμενο συνεπές προς την πονηρίαν και την διπλωματίαν που το διακατέχει και όχι από Πνεύμα Άγιον και ευθές, άρχεται με τον όρο «διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι». Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στην πολιτική και ιδίως μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών πχ αναφέρουμε διμερείς συμφωνίες για εξαγωγή προϊόντων. Δύο δηλαδή ίσα μέρη. Πώς γίνεται ξαφνικά από τη μια μεριά η «ορθόδοξη εκκλησία» και από την άλλη οι αιρετικοί να είναι ίσοι; Ο διάλογος αφού αποτελείται από δύο ίσους, τότε οφείλουν τα δύο διαλεγόμενα μέρη να κάνουν εκατέρωθεν υποχωρήσεις. Ανερυθριάστως, συνεχίζει το κείμενο, ότι ο θεολογικός διάλογος στηρίζεται στην «Παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων». Αφού καταπατούν κάθε Κανόνα των Συνόδων αυτών, δεν διστάζουν να τις επικαλεστούν, υποκρινόμενοι συμφωνία με το πνεύμα των Συνόδων, όταν στην καθημερινή τους πρακτική τις παραβιάζουν και τις καθυβρίζουν ως «τείχη του μίσους». Μία μικρή απόδειξις των πρακτικών τους που ακολούθησαν είναι οι δηλώσεις του "Μητροπολίτου" Ναυπάκτου Ιερόθεου Βλάχου μετά το πέρας της Συνόδου
"Τοὐλάχιστον ἐγώ προσωπικά δέχθηκα σοβαρή πίεση καί ὑβριστική ἀντιµετώπιση ἀπό Ἱεράρχες γιά τήν στάση µου, πληροφορήθηκα δέ ὅτι πιέσεις δέχθηκαν καί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας µας. Καί ἐπειδή πάντοτε ἐνεργῶ µέ ψυχραιµία, νηφιαλιότητα καί ἐλευθερία, δέν µποροῦσα νά ἀποδεχθῶ τέτοιες ὑβριστικές πρακτικές".

Στην 6η παράγραφο. Κατά την Πατερικήν Παράδοσιν η Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία είναι μία, όπως αναφέρουμε και στο Σύμβολο της Πίστεως μας, που συντάχθηκε από την 1η και 2η Οικουμενική Σύνοδο. Αυτοί ενώ κάνουν αυτή την αναφορά θέτουν το «Παρά ταῦτα». Δηλαδή, ανατρέπουν ότι αποφάσισαν οι Σύνοδοι. «Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν». Eίναι μια διαβλητή, έμμεση και σκολιά διατύπωση για να τους αποδεχθούν. Ας το επεξηγήσουμε έτι περαιτέρω. Προ του σχίσματος το 1054 υπήρχαν πέντε ορθόδοξα Πατριαρχεία και ένα εξ αυτών ήταν το Πατριαρχείο Ρώμης. Άρα αφού ιστορικά ονομάζετο Πατριαρχείο και ορθόδοξη Εκκλησία, μπορούμε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε την ίδια ονομασία, παρότι αποκόπηκαν από το σώμα της Εκκλησίας και εισχώρησαν δεκάδες αιρέσεις στις διδασκαλίες τους.
«ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν». Από ποιά Πατερική διδασκαλία προκύπτει ότι οι ετερόδοξοι – κομψός πλέον ορισμός των αιρετικών – αφού αποσχισθούν από το σώμα της Εκκλησίας μπορούν να αποκαλούνται εκκλησίες; Η Πατερική διδασκαλία τις κατονομάζει συναγωγές του σατανά. Αυτό όμως ήταν το ποθούμενο αυτής της «Συνόδου». Να ονομασθούν εκκλησίες παρά τα διατεταγμένα υπό των Πατέρων.
«ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος». Κάθε καλοπροαίρετος θα μπορούσε ν’ αναρωτηθεί: η έως τώρα διδασκαλία της εκκλησίας δεν είναι Συνοδικά κατοχυρωμένη, δεν είναι αποσαφηνισμένη περί της διδασκαλίας των προτεσταντών και των παπικών; Έχουμε σαφείς και ξεκάθαρες θέσεις στη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, που εδράζονται στη Σύνοδο επί Μ. Φωτίου και Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, όπου σαφώς καταδικάζονται και τα μυστήρια τους στερούνται παντελώς της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Χάριν συντομίας δεν παραθέτουμε τις αποφάσεις των Συνόδων και των Αγίων Πατέρων, που καταδεικνύουν την αιρετική τους διδασκαλία. Και μόνον η στάση του Αγ. Κοσμά του Αιτωλού που έλεγε «τον πάπα να καταράσθε», αρκεί. Αν ήταν εκκλησία, ο Αγ. Κοσμάς σε καμιά περίπτωση δεν θα τους καταδίκαζε με τόσο αυστηρό τρόπο. Άρα η οποιανδήποτε περαιτέρω συζήτησις περί μυστηρίων είναι περιττή. Για τους οικουμενιστές όμως που επιζητούν να ανατρέψουν την Πατερική διδασκαλία είναι επιθυμητή και απρόκλητη.
Στην 10η παράγραφο το κείμενο αναφέρει ότι τα προβλήματα που ανακύπτουν δεν αιτιολογούν διακοπή του διαλόγου. Δηλαδή, ακόμη και όταν οι αιρετικοί βλασφημούν το Άγιο Πνεύμα με την διδασκαλία του Filioque «οι αντιπρόσωποι αυτών των εκκλησιών δεν δύνανται να διακόψουν τον διάλογο και μάλιστα μονομερώς». Τα κείμενα πλέον διαταράσσουν και την κοινή λογική. Δεν συμφωνείς με κάποιον, θέλεις να διακόψεις τον διάλογο, πρέπει να του ζητήσεις άδεια για να τον διακόψεις. Ας ενθυμηθούμε τη λέξη «διμερής». Συμπέρασμα: δεν επιτρέπεται διακοπή του διαλόγου, αν δεν συμφωνούν και οι δύο πλευρές. Προς κατανόηση του ανωτέρω ένα παράδειγμα: Διαφώνησες με κάποιον και σου υβρίζει την μητέρα σου ή οτιδήποτε άλλο που σέβεσαι. Δεν μπορείς να αποχωρήσεις, αν δεν συναινέσει και αυτός. Ο πιο ελαφρύς χαρακτηρισμός σχήμα οξύμωρον. Ο πιο αντικειμενικός παραλογισμός.
Στην 11η παράγραφο το κείμενο συνεχίζει τα ψεύδη και τους παραλογισμούς της προηγουμένης. Αναφέρει σχετικά «εἴς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν». Ποια είναι αυτή η λύσις; Δεν λέγουν. Η έως τώρα πρακτική απαιτεί υποχωρήσεις εκ μέρους των "ορθοδόξων". Μέχρι και την Ουνία αποδέχθηκαν. Ενώ η Πατερική λύσις είναι μία. Καλείς τον αιρετικό σε μετάνοια. Συνεχίζοντας αναφέρει "εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων". Όταν προσέρχεται κάποιος σ' ένα διάλογο, προσέρχεται για να λύσει διαφορές, όχι για να κάνει ταξίδια αναψυχής κόστους χιλιάδων ευρώ, για να αναζητήσει κοινά στοιχεία. Προυποθέτουν οι διάλογοι "τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας". Πόσοι από το πλήρωμα της εκκλησίας είναι ενήμεροι για το τί αποφασίστηκε στο ΠΣΕ ή τα κείμενα που υπογράφησαν. Ακόμη και "συνοδικοί επίσκοποι" της κρατούσης εκκλησίας διαμαρτύρονται ότι αγνοούν το περιεχόμενο των κειμένων. Ή ακόμη και αυτοί που τα γνώριζαν, πότε ενημέρωσαν το πλήρωμα; Ένα πλήρωμα που θέλουν εσκεμμένως να το κρατήσουν στο σκοτάδι, φοβούμενοι μήπως αντιδράσει. Παράνοιας αποκορύφωμα είναι και η εξής διατύπωση: "Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς". Δηλαδή, ότι μας δημιουργεί προβλήματα, το αφήνουμε στην άκρη άλυτο και ασχολούμαστε με το επόμενο θέμα. Με αυτή την τακτική για όσα προβλήματα υπάρχει άρνηση προς επίλυση, θα παραμερίζονται.

Στην 16η παράγραφο χωρίς πλέον εντροπή καθιστούν το ΠΣΕ κύριο εκφραστή της ενότητας και το κατονομάζουν "διαχριστιανικόν σῶμα", δηλαδή "η ορθόδοξος εκκλησία" και οι εκκλησίες των πονηρευομένων συναποτελούν ένα κοινό σώμα. Τι μίξις των αμίκτων, το ψεύδος και η αλήθεια μαζί, ο Χριστός και ο σατανάς θα συνεργασθούν "διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου".

Στην 22α παράγραφο επισέρχεται και το δικτατορικό στοιχείο. Καταδικάζουν εκ προοιμίου κάθε "διάσπασιν τῆς ἑνότητος". Αλήθεια διασπάται η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία; Υπάρχει αυτή η δυνατότητα; Γιατί ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως ΜΙΑ Εκκλησία;
"ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας". Είναι προφανές ότι στο κείμενο υπάρχει έμμεση βολή εναντίον μας ως ΓΟΧ με την λέξη "γνησίας" και ότι δήθες προασπιζόμαστε την Ορθοδοξία. Σωστά, παρακάτω αναφέρεται στο κείμενο ότι "ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος", με την προυπόθεση ότι τηρείται και υφίσταται. Μόνο που οι ίδιοι καταπατούν το Συνοδικό Σύστημα από ένα σύστημα εκπροσώπων των κατά τόπους εκκλησιών και όχι όλων των επισκόπων. Στο ΠΣΕ δεν συμμετέχουν όλοι, αλλά οι ηγέτες των εκκλησιών ή οι εκπρόσωποι τους. Αυτό το ΠΣΕ το καθιστούν εγγυητή της ενότητας και όχι το συνοδικό σύστημα, το οποίο τελικά παραμερίζουν.

Στην 24η παράγραφο. Για ποιό λόγο "ἡ κίνησις πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν λαμβάνει νέας μορφάς"; Αφού ανωτέρω λέγουν ότι κυρίαρχο όργανο της εκκλησίας είναι το συνοδικό σύστημα, ποία η ανάγκη νέων μορφών αντι-Πατερικών και αντ-ορθοδόξων;

Ολοκληρώνοντας εν τάχει με λίγα και κατανοητά σχόλια για κάθε ευμενή βούληση. Στην ομιλία του ο κ. Βαρθολομαίος κατά το πέρας της "Συνόδου" αυτής δήλωσε ότι βαδίζει "την οδό που χάραξε η εγκύκλιος του 1920". Το ορθόδοξο πλήρωμα αντελήφθη από τότε ότι η εγκύκλιος του 1920 χάραξε την οικουμενιστική οδό, που βαδίζουν μέχρι και σήμερα. Τους απέκοψε από το σώμα της Εκκλησίας για τα ψεύδη, τις κακοδοξίες και τις πανουργίες τους. Και όχι για τις 13 μέρες που κατηγορούμεθα. Τα ανωτέρω αρνητικά στοιχεία είναι σαφή και ξεκάθαρα και επικυρώθηκαν στην ληστρική "Σύνοδο της Κρήτης".

"άρχοντος γαρ μηδέν τους αρχομένους ωφελούντος ουδέν αθλιότερον, βέλτιον εστάναι κάτω" (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος, εις τας πράξεις, ομιλία η΄).

Ρωσσόπουλος Ευάγγελος

Θεολόγος

Σέ φοβερό ὅραμα τό ὁποῖο εἶδε ἡ Γερόντισσα Εὐπραξία (πνευματική θυγατέτρα τοῦ Ὁσίου Ἰερωνύμου) εἷδε τόν γέροντα εἰς τήν στρατειά τοῦ Χριστοῦ καί τῆς εἶπε ξεκάθαρα τρεῖς φορές :"πολεμῆστε τό δόγμα τοῦ Καίσαρος"!!!

Δεῖτε τό βίντεο ΕΔΩ

Βλέπε σχετική ἀνακοίνωση ἐπί τοῦ θέματος τῶν Θρησκευτικῶν Κοινοτήτων εἰς τήν Ἐπίσημη Ἰστοσελίδα τοῦ Βατικανοῦ  ΕΔΩ

 

Ενημερωτικόν Υπόμνημα

υπό Θεοδώρου Σαρ. Θεοδωροπούλου, Δικηγόρου παρά τω Αρείω Πάγω, ε.τ.

ΔΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΟΣΥΡΘΗ ΑΜΕΣΩΣ ΤΟ ΕΚΠΟΝΗΘΕΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΠΟΜΑΚΡΥΘΕΝΤΑ ΥΠΟΥΡΓΟΝ ΠΑΙΔΕΙΑΣ κ. ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΝ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΝ ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟΝ «ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», Η ΨΗΦΙΣΙΣ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΘΑ ΕΠΙΦΕΡΗ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΝ ΚΑΤΑΛΥΣΙΝ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΘΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΗ ΤΕΡΑΣΤΙΑΝ ΑΝΑΣΤΑΤΩΣΙΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΩΡΑΝ ΜΑΣ ΜΕ ΑΤΕΡΜΟΝΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑΣ ΚΑΙ ΕΞΩΔΙΚΟΥΣ ΔΙΕΝΕΞΕΙΣ.

Η θρησκευτική ελευθερία, κορυφαίον και αδιαπραγμάτευτον ατομικόν δικαίωμα, προστατεύεται σήμερον πλήρως και απολύτως (και κατά τρόπον μηδεμίαν αφίεντα ρωγμήν) εις την Πατρίδα μας, δυνάμει του Συντάγματος της Ελλάδος αλλά και των εις υπερκείμενον επίπεδον δεσμευτικών διά την Χώραν μας Διεθνών Συμβάσεων περί προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ως εκ τούτου πάσα απόπειρα επιπρόσθετου νομοθετικής ρυθμίσεως εν σχέσει προς το κρίσιμον τούτο ζήτημα είναι εκ του πονηρού και αποβαίνει εκ των πραγμάτων άκρως επικίνδυνος. Υπό το πρίσμα τούτο, το οποίον είναι κρυσταλλίνης διαυγείας και δεν επιδέχεται αντίλογον δέον να αντιμετωπισθή η αιφνιδίως και άνευ συνδρομής οιουδήποτε ορατού αποχρώντος λόγου επιχειρουμένη νομοθετική παρέμβασις από το Υπουργείον Παιδείας και Θρησκευμάτων. Και η απλή ακόμη ανάγνωσις του ρηθέντος νομοσχεδίου πείθει ότι πρόκειται περί κατασκευάσματος από πάσης πλευράς αποκρουστέου και απορριπτέου. Με αποτέλεσμα της εξοφθάλμου ταύτης διαπιστώσεως το ότι προεκάλεσεν την γενικήν αγανάκτησιν από μέρους των ενδιαφερομένων αλλά και επιστημονικών οργανώσεων, όπως η Ένωσης Προστασίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κλπ. Συνεπώς προς τας προηγηθείσας επισημάνσεις, αι οποίαι καθ΄ εαυτάς εξαρκούν δια την απόσυρσιν του νομοσχεδίου τούτου, τα ακολούθως παρατιθέμενα ανίατα τρωτά του εν θέματι νομοσχεδίου τονίζονται αυτόχρημα ως εκ περισσού.

Α. Ο άξων περί τον οποίον στρέφεται το εν λόγω νομοσχέδιον είναι η καθιδρυσις της δυνατότητος εις τον Καίσαρα, ήτοι εις τον κρατικόν μηχανισμόν υπό τας διαφόρους εκδηλώσεις του, διοικητικάς, δικεοτικάς, εισαγγελικάς και άλλας, να υπεισέρχεται και δη κατά τρόπον βαναύσως απροσχημάτιστον εις την ίδρυσιν, εις την λειτουργίαν και την διάλυσιν των εν Ελλάδι θρησκευτικών κοινοτήτων. Ήτοι, άλλοις λόγοις εις τον έλεγχον και εις την χειραγώγησιν της θρησκευτικής ελευθερίας των ελλήνων και γενικώτερον των εν τη χώρα μας διαβιούντων προσώπων. Η πρόθεσις αυτή του Καίσαρος είναι διάχυτος και έκδηλος από της πρώτης έως της τελευταίας γραμμής του επιμάχου νομοσχεδίου.

Β. Προβλέπεται η ίδρυσις ενός νέου ιδιοτύπου οργανωτικού ανελαστικού μορφώματος, του «θρησκευτικού νομικού προσώπου», προκειμένου μια θρησκευτική κοινότης να δύναται να τελή τα της λατρείας της. Ρύθμισις εντελώς περιττή αφού τοιαύτη ανάγκη δεν υφίσταται, δεδομένου όντος, του ότι αν οι ενδιαφερόμενοι χρειάζονται το επένδυμα της νομικής προσωπικότητος, δύνανται να επιλέξουν (ως πράττουν σήμερον εις ωρισμένας περιπτώσεις διά λόγους συναλλακτικούς) το σχήμα της αστικής εταιρείας ή του σωματείου ή του ιδρύματος. Τίθεται δε ως προϋπόθεσις της ιδρύσεως και λειτουργίας ενός τοιούτου μορφώματος η ύπαρξις τρακοσίων (300) τουλάχιστον (ενηλίκων) φυσικών προσώπων, μονίμως εγκατεστημέ-νων και παραμενόντων εις δεδομένην εδαφικήν περιοχήν, και η δικαστική αναγνώρισις τούτου, μετά δαιδαλώδη και μακροχρόνιον εκ των πραγμάτων επίπονον και πολυέξοδον διαδικασίαν, και ακολουθεί η εγγραφή του εις ειδικόν βιβλίον θρησκευτικών νομικών προσώπων. Δέον να επισημανθή ότι δεν διευκρινίζεται εις το νομοσχέδιον ποία η έννοια της απαιτουμένης εδαφικής περιοχής, δηλαδή αν πρόκειται περί συνοικίας, περί δήμου, περί δικαιοδοσίας Πρωτοδικείου, περί περιφερείας, κλπ. Ούτω επιτυγχάνεται ο έλεγχος και η αστυνόμευσις των μελών, των θρησκευτικών λειτουργών, των διοικούντων κλπ. του θρησκευτικού νομικού προσώπου. Όμως, όπως είναι γνωστόν ακόμη και εκ της καθ΄ημέραν εμπειρικής γνώσεως όλων μας ουδεμία θρησκευτική κοινότης (πλην της κρατικής Εκκλησίας της Ελλάδος) διαθέτει εις μίαν εδαφικήν περιοχήν (οιαδήποτε και αν είναι η αποκρυπτομένη έννοιά της) τριακόσια φυσικά πρόσωπα ομόδοξα, μονίμως εγκατεστημένα ως προαπαιτούμενα δια την ίδρυσιν και λειτουργίαν του θρησκευτικού νομικού προσώπου. Είναι αυτόδηλον ότι πρόκειται περί ενηλίκων τριακοσίων προσώπων, εχόντων κατά νόμον δίκαιοπρακτικήν ικανότητα και δεν υπολογίζονται τα ανήλικα μέλη οικογενειών. Η αδυναμία αυτή προκειμένου να παρακαμφθή, από τους επιθυμούντας να επιβιώσουν θρησκευτικώς, θα ωδηγήση εις τερατώδεις παρενεργείας, όπως εις έντασιν προσηλυτισμού ετεροδόξων και ετεροθρήσκων, (εις βάρος κυρίως των Ορθοδόξων που θα αποτελέσουν την σχετικήν δεξαμενήν αφαιμάξεως) εις ψευδείς δηλώσεις θρησκευτικού πιστεύματος, εις διάβρωσιν συνειδήσεων, ως ευκαιριακάς συμμαχίας και αποσυνδέσεως, και άλλα εξευτελιστικά και απαράδεκτα.

Γ. Πώς όμως, και αν ακόμη συγκεντρωθούν λ.χ. εις μίαν πόλιν τα τριακόσια προαπαιτούμενα ομόδοξα ενήλικα πρόσωπα θα παρακαμφθή το ότι τα πρόσωπα ταύτα πρέπει αν δηλώσουν εγγράφως και κατά τρόπον πανηγυρικόν το θρησκευτικόν δόγμα εις το οποίον ανήκουν, δια δηλώσεων των υποβαλλομένων εις το δικαστήριον, που να προβή εις την αναγνώρισιν του θρησκευτικού νομικού προσώπου, αφού, ως γνωστόν η αποκάλυψις του θρησκευτικούπιεστεύματος απαγορεύεται, το γε νυν έχον εν παντί ακόμη και δι΄αναγραφής του εις τας αστυνομικάς ταυτότητας των πολιτών; Πώς θα συνδυασθούν τα δύο ταύτα ασυνδύαστα.

Δ. Είναι αυτόχρημα εξοργιστικαί αι προβλεπόμεναι εις το άρθρον 3ον του νομοσχεδίου διαδικασίαι της διαπιστώσεως δικαστικής αναγνωρίσεως, συστάσεως θρησκευτικού προσώπου αφού, εκτός των άλλων: α) θεσπίζεται ως προϋπόθεσις της συστάσεως του η δικαστική του αναγνώρισις κατά διαδικασίαν, η οποία είναι δυνατόν συμφώνως προς το ισχύον παρ΄ημίν δικονομικόν σύστημα, με πολύμηνον βραδύτητα εις τον προσδιορισμόν των δικασίμων των προς εκδίκασιν υποθέσεων, με παρεμβάσεις κυρίας και προσθέτους, με τριτανακοπάς, με αναβολάς εκδικάσεως, με ματαιώσεις συζητήσεως, με καθυστέρησιν εκδόσεως αποφάσεως πρώτου βαθμού, με διαδικασίαν κατ΄έφεσιν, με διαδικασίαν εις αναιρετικόν επίπεδον είναι δυνατόν να διαρκέση και επί μίαν ακόμη πενταετίαν; Τί θα κάμουν οι βουλόμενοι θρησκεύεσθαι κατά το παρεμβαλλόμενον έως το τέλος της διαδικασίας πολυετές περίπου πενταετές χρονικόν διάστημα, εκτός από το να τρέχουν εις τα Δικαστήρια και το να εξοδεύουν ολόκληρους περιουσίας; β) Προβλέπεται, ως προεξετέθη το ανυπέρβλητον εμπόδιον της συγκεντρώσεως τριακοσίων τουλάχιστον ιδρυτικών ενηλίκων προσώπων, μονίμως εγκατεστημένων εις τον δεδομένον τόπον, χωρίς μάλιστα να προσδιορίζεται και ποία είναι η έννοια της μονίμου εγκαταστάσεως (ήτοι τόπος κατοικίας ή τόπος διαμονής ή τόπος εργασίας κλπ.). γ) Προβλέπεται η διατύπωσις ρητώς και επισήμως ομολογίας πίστεως και δεσμεύσεως, ομολογία πίστεως η οποία είναι τεχνικώς αδύνατον να συνταχθή και μάλιστα εν ομοψυχία και πληρότητι άνευ επί μέρους αποκλίσεων και επιφυλάξεων των ενδιαφερομένων ως προς τα δόγματα, τους τύπους και ως εκ της φύσεως που έχουν τα θρησκευτικά πιστεύματα από τριακόσια συγχρόνως πρόσωπα; δ) Προβλέπεται η υποβολή καταλόγου με τα πρόσωπα της διοικήσεως χωρίς να γίνεται μνεία του τί θα συμβή αν τα πρόσωπα ταύτα αποχωρήσουν ή αυξηθούν ή μειωθούν ή αλλάξουν; ε) Αστυνομεύεται ο θρησκευτικός λειτουργός του δεδομένου θρησκευτικού προσώπου αφού επιβάλλεται η υποχρεωτική και μάλιστα αποκλειστική μνεία του προσώπου του εις την ιδρυτικήν πράξιν, η υποβολή από μέρους του λεπτομερούς και εξονυχιστικού βιογραφικού σημειώματος τόσον δια τον κατά κόσμον βίον του όσον και δια την θρησκευτικήν του πορείαν; στ) Επιβάλλεται η υποβολή καταλόγου με τους λατρευτικούς χώρους που καθιστά δυνατόν τον από πάσης πλευράς κρατικόν στενόν έλεγχον, τας πιέσεις από μέρους τρίτων, κλπ ζ) Προβλέπεται υποχρεωτικώς η σύνταξις εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας προσιδιάζοντος εις σωφρονιστικόν κατάστημα, γεγονός αδιανόητον δια παν νομικόν πρόσωπον και έτι μάλλον δια θρησκευτικόν νομικόν πρόσωπον, αφού καθιστά δυνατόν τον απόλυτον έλεγχον του θρησκευτικού νομικού προσώπου, των μελών του, της διοικήσεως του και του θρησκευτικού του λειτουργού, από τας διαφόρους κρατικάς αρχάς, την άσκησιν πιέσεων υπό διάφορα προσχήματα εκ μέρους τρίτων κλπ. και την πρόκλησιν σωρείας άλλης αγκυλώσεων και ασχημιών.

Ε. Δια της υποχρεωτικής θεσπίσεως εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας, που προβλέπεται από το 4ον άρθρον του νομοσχεδίου εισάγεται, ως προεξετέθη, σύστημα ασφυκτικού κρατικού ελέγχου του θρησκευτικού νομικού προσώπου. Ο προβλεπόμενος ασφυκτικός έλεγχος φθάνει μέχρι κωμικών ακόμη λεπτομερειών, όπως είναι η αναλυτική και λεπτομερής ομολογία πίστεως, τούτου, αι διδασκαλίαι του, αι λατρευτικαί εκδηλώσεις του, όπως και όλα (!!!) τα ιερά κείμενα και οι κανόνες, οι οποίοι συγκροτούν το θρησκευτικόν και οργανωτικόν του περιεχόμενον και που ανέρχονται πολλάκις εις εκατοντάδας ή και χιλιάδας σελίδων όπως συμβαίνει εις όλας τας θρησκευτικάς ομολογίας. Δια του Κανονισμού καταλύεται κατ΄ουσίαν η θρησκευτική ελευθερία των μελών του θρησκευτικού νομικού προσώπου, αφού ρυθμίζονται ασφυκτικώς τα της επιλογής των λειτουργών του, τα της διοικήσεώς του, τα της προσχωρήσεως παραμονής και αποχωρήσεως των μελών του, τα των πόρων τούτου, τα της σχέσεως τούτου με θρησκευτικάς κοινότητας και οργανώσεις της αλλοδαπής ως και τα των οικονομικών του προσόδων κλπ.

ΣΤ. Δια του άρθρου 6ου του νομοσχεδίου εισάγονται πρόσθετοι δικονομικαί στρεβλώσεις, δια των οποίων ολοκληρώνεται ο στραγγαλισμός του θρησκευτικού νομικού προσώπου, με δυνατότητα ακόμη και αυτεπαγγέλτου ενεργείας του Εισαγγελέως.

Ζ. Τα της περιουσίας των θρησκευτικών νομικών προσώπων προβλέπονται εις το άρθρον 7ον του νομοσχεδίου κατά τρόπον ηθελημένως ελλειπτικόν και στρεβλωτικόν με διαφανή την πρόθεσιν της δυνατότητος τελικής αρπαγής ταύτης από το Κράτος.

Η. Δια του 8ου άρθρου των νομοσχεδίου προβλέπεται περαιτέρω στραγγαλισμός του αυτοδιοικήτου των θρησκευτικών προσώπων, διότι καθίσταται ανενεργός εκ των πραγμάτων η λειτουργία του όταν δεν παρίσταται εις τα αποφασίζοντα όργανα ο θρησκευτικός λειτουργός και αν ακόμη υποτεθή ότι αυτός δεν ελέγχεται άλλοθεν ή δεν διαφορίζεται και ακόμη και όταν αδυνατή ή και όταν υποσκάπτη την λειτουργίαν του θρησκευτικού προσώπου.

Θ. Ηθελημένως ελλιπής είναι και η κατά το άρθρον 9ον πρόβλεψις περί ησυχαστηρίων κλπ.

Ι. Εξ ίσου επικίνδυνοι με τας αναφερθείσας είναι και αι κατά το άρθρον 9ον του νομοσχεδίου προβλέψεις περί διαλύσεως θρησκευτικού νομικού προσώπου. Ούτω εκτός των άλλων τερατωδών προβλέψεων: α) Διαλύεται το θρησκευτικόν νομικόν πρόσωπον εάν από τα αρχικώς τριακόσια ιδρυτικά μέλη του μείνουν όχι ολιγώτερα των εκατόν. Πώς όμως θα γίνεται η διαπίστωσις αυτή της μειώσεως; Θα ευρίσκεται συνεχώς εις την θύραν του ευκτηρίου οίκου ενός χωροφύλακος με καταμετρητήν ή ακόμη και κάποιος αδίστακτος πληροφοριοδότης θα υποχρεούνται τα μέλη εις κατά καιρούς δηλώσεις παραμονής; Τί θα γίνουν τα εναπομείναντα κάτω των εκατόν μέλη; Θα στερούνται του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας; Τί θα γίνεται εις περιπτώσεις διασπάσεως του αρχικού θρησκευτικού νομικού προσώπου; β) Είναι δυνατή η διάλυσις του συγκεκριμένου κατά τόπον θρησκευτικού νομικού προσώπου εάν δι΄εν τουλάχιστον εξάμηνον στερείται θρησκευτικού λειτουργού, δηλαδή ιδίου και αποκλειστικού θρησκευτικού λειτουργού, δεδομένου του ότι κατά το νομοσχέδιον απαγορεύεται εις τον θρησκευτικόν λειτουργόν να εξυπηρετή πλείονας της μίας θρησκευτικάς κοινότητας όπως σήμερον κατά κανόνα συμβαίνει, αφού είναι αδύνατον κατά κανόνα να απασχοληθή αποκλειστικώς συντηρούμενος είς θρησκευτικός λειτουργός εις μίαν θρησκευτική κοινότητα και μάλιστα μικράν. γ) Παρέχονται δε και πλείσται άλλαι δυνατότητες προσχηματικής δικαστικής διαλύσεως.

ΙΑ. Ως να μη έφθανεν η δυνατότης του Καίσαρος και των οργάνων τούτου να παρεμβαίνουν και να διαλύουν άνευ μάλιστα τηρήσεως ρητών ουσιωδών προϋποθέσεων σαφώς καθοριζομένων τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, και μάλιστα κατά τρόπον ευχερέστατον, προβλέπεται κατά το 11ον άρθρον του νομοσχεδίου ως οιονεί προσωρινόν μέτρον και η αναστολή λειτουργίας του θρησκευτικού νομικού προσώπου επί εν εξάμηνον, γεγονός που επάγεται κατά κανόνα και την οριστικήν του διάλυσιν.

ΙΒ. Μεταξύ των λοιπών εξοργιστικών εξωφρενισμών του ρηθέντος νομοσχεδίου κατατάσσεται και εκείνος του άρθρου 12ου τούτου κατά τον οποίον προβλέπεται ένας ιδιότυπος νομικός τύπος ομοσπονδιοποιήσεως των ομοειδών θρησκευτικών νομικών προσώπων (τριών τουλάχιστον) υπό τον τίτλον «Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο». Δηλαδή προβλέπεται ακόμη και «Ομοσπονδιοποίησις» ωσάν να επρόκειτο, όπως ετονίσθη και αλλαχού, περί επαγγελματικών σωματείων φορτοεκφορτωτών ή βιομηχάνων.

ΙΓ. Εις το άρθρον 18ον περιέχονται πρόσθετοι διαστρεβλώσεις και προβλέψεις εν σχέσει με την μεταβίβασιν περιουσιακών στοιχείων από υφιστάμενα ήδη νομικά πρόσωπα.

ΙΔ. Τα λοιπά άρθρα του νομοσχεδίου αφορούν εις την πρόβλεψιν εξαιρέσεων ευνοϊκών εν σχέσει με ωρισμένας προνομιακώς αντιμετωπιζομένας υφιστάμενας θρησκευτικάς κοινότητες, όπως η Εκκλησία της Ελλάδος, η ιουδαϊκή κοινότης, η μουσουλμανική κοινότης, μία αρμενική κοινότης, η προτεσταντική ευαγγελική εκκλησία κλπ.

------------------

Εν συμπεράσματι:

Το επίμαχον νομοσχέδιον, το οποίον εξεπονήθη από τον απομακρυθέντα Υπουργόν Παιδείας κ. Αρβανιτόπουλον και εκληροδοτήθη εις τον διάδοχόν του κ. Λοβέρδον, επειδή αποτελεί αυτόχρημα τερατώδες κατασκεύασμα ένεκα των προεκτεθέντων αλλά και όσων άλλων παρομοίων δια την οικονομίαν του χώρου παραλείπονται, πρέπει αμέσως και άνευ ετέρου να αποσυρθή, αφού καταλύει την θρησκευτικήν ελευθερίαν και δεδομένου όντος του ότι η ψήφισις του θα προκαλέση τεραστίαν αναστάτωσιν εις την χώραν μας τόσον ενώπιον των Δικαστηρίων όσον και εκτός των δικαστικών αιθουσών.

Εν Αθήναις τη 20η Ιουλίου 2014

 

Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Πέτρας κ. Δαβίδ

῾Η ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἕνα βασικὸ χαρακτηριστικό της γνώρισμα. ῞Οταν ἐπιζητεῖται ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ εἰρήνη εἰς τὸν κόσμον εἰς ἐπίπεδο διακρατικῶν σχέσεων καὶ διεθνοῦς διπλωματίας, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, εἶναι εὔλογον πολὺ περισσότερον ἡ εἰρήνευσις αὐτὴ νὰ ἐπιζητεῖται εἰς ἐκκλησιαστικὸν ἐπίπεδον, ἐντὸς τοῦ χώρου (δηλαδή) τῆς ᾿Εκκλησίας. ῞Ολοι χαιρόμεθα ὅταν ὑπάρχει ὁμόνοια μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἰδιαιτέρως δὲ ὅταν πρόκειται διὰ πιστὰ μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. Κανεὶς δὲν εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ —δὲν ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι— κατὰ τῆς ἑνώσεως μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς ᾿Εκκλησίας. Μάλιστα, αὐτὸ ἰσχύει κυρίως διὰ τὸν χῶρον τοῦ πατρίου ἑορτολογίου, ὅπου οἱ ἀλλεπάλληλοι χωρισμοὶ καὶ οἱ συνεχεῖς διαιρέσεις εἶναι ἀνοικτὴ πληγή, ποὺ ὁλοένα βαθαίνει καὶ δὲν λέει νὰ κλείσῃ, προκαλώντας ἔντονον καὶ διαρκῆ πόνον εἰς τὰς εὐαισθήτους καρδίας τῶν πιστῶν.

Τὸ αἴτημα, λοιπόν, τῆς ἑνότητος τῶν Γνησίων ᾿Ορθοδόξων Χριστιανῶν εἶναι πάγκοινον· καὶ ἀπὸ παντοῦ ἀκούγονται φωνὲς ποὺ φαίνεται νὰ ἐπιζητοῦν διακαῶς τὴν ἕνωσιν καὶ τὴν καταλλαγὴν πάντων τῶν διεστώτων μερῶν τοῦ πατρίου ἑορτολογίου. ῾Η ἕνωσις εἶναι καλὸν πρᾶγμα, ἀλλ᾿ ὅταν πρόκειται διὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸν χῶρον, αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ εἶναι πρωτίστως ἕνωσις καὶ ἑνότητα ἐν τῇ πίστει. ῾Η πίστις, ἡ ᾿Ορθόδοξος δηλαδὴ ὁμολογία, εἶναι ὁ θεμέλιος λίθος τῆς ᾿Εκκλησίας· καὶ χωρὶς τὴν συμφωνίαν εἰς τὴν πίστιν δὲν δύναται νὰ ὑπάρξῃ ἀληθὴς ἕνωσις.

῾Ο Χριστὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια, καὶ δι᾿ αὐτὸ ἡ ἀλήθεια εἶναι μία, καὶ κάθε ἕνωσις θὰ πρέπει νὰ πραγματώνεται βάσει αὐτῆς τῆς ἀληθείας. ῾Η ἕνωσις καὶ ἡ ἑνότητα τῶν διεστώτων μερῶν θὰ πρέπει νὰ γίνεται μὲ μοναδικὸν γνώμονα τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως. ᾿Εὰν αὐτὴ θιχθεῖ, ἔστω καὶ εἰς τὸ ἐλάχιστον, τότε παύει νὰ ὑφίσταται ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τῆς ἑνώσεως, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ κατὰ Θεὸν προαγωγὴ τοῦ ἔργου τῆς ᾿Εκκλησίας, μὲ τὴν ἐν ἀληθείᾳ ἔκφρασιν τῆς λατρείας πρὸς τὸν ἀληθινὸν Θεόν.

Γίναμε προσφάτως μάρτυρες τοῦ ἑνωτικοῦ ἐγχειρήματος δύο «παρατάξεων» τοῦ πατρίου ἑορτολογίου. Οἱ Κυπριανίτες, πρώην ᾿Ενιστάμενοι, συνενώθησαν μὲ τὸ σωματεῖον «᾿Εκκλησία Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος» τοῦ κ. Καλλινίκου Σαραντόπουλου.  Πολλοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ ἐξεδήλωσαν τὴν χαρά τους μὲ διθυραμβικὰ σχόλια, ἄλλοι ἀπὸ ἄγνοια καὶ κάποιοι δι᾿ ἄλλους λόγους. ῾Ορισμένοι, μάλιστα, λαϊκοί, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πρόσκεινται εἰς τὴν ἰδικήν τους παράταξιν καὶ εἶναι θιασῶται τῆς ἐν λόγῳ ἑνώσεως, ζήτησαν καὶ τὴν ἡμετέραν συμμετοχήν, εἰς τὸ μόρφωμα ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν ἕνωσιν τῶν δύο μερῶν.

Ἕως τώρα, ὡς Ἱερὰ Σύνοδος καὶ  Ἐκκλησία, ἐπελέξαμε τὸν δρόμον τῆς σιωπῆς, ἀφοῦ δὲν μᾶς ἀφοροῦσαν ἄμεσα τὰ ὅσα διεδραματίζοντο. Κατ’ αὐτὰς τὰς ἡμέρας ὅμως, εἰς ἰστοσελίδας τοῦ διαδικτύου («Κρυφὸ Σχολειό» καὶ «Ἐν τούτῳ Νίκα» [«Κ.Σ.» καὶ «Ε.τ.Ν.»]) εἰς τὰς ὁποίας γίνεται λόγος περὶ τῆς ἑνότητος τῶν Γ.Ο.Χ., κατηγορούμεθα διὰ τὴν ἀνθενωτικὴν στάσιν ποὺ ἐπιδείξαμε ἔναντι τῆς ἑνώσεως ποὺ προσφάτως ἔλαβε χώραν. Ἀπὸ τὴν στιγμήν, λοιπόν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐμπλέκεται τὸ ὄνομά μας, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ἀπολογηθοῦμε —τρόπον τινά— καὶ νὰ ἀπαντήσουμε εἰς τὸ διατί τηρήσαμε καὶ τηροῦμε  αὐτὴν τὴν «ἀνθενωτικὴν» —σύμφωνα μὲ τὸ «Κ.Σ.» καὶ «Ε.τ.Ν.»— στάσιν, οὕτως ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχουν ἀπορίες καὶ νὰ μὴν πλανῶνται ἐρωτήματα ποὺ ἐναγωνίως ἀναζητοῦν τὴν ἀπάντησή τους.

Πρὶν περάσουμε ὅμως εἰς αὐτό, θά θέλαμε νὰ κάνουμε δύο-τρεῖς ἐπισημάνσεις εἰς τὰ ὅσα λέγουν τὸ «Κ.Σ.» καὶ «Ε.τ.Ν.» εἰς τὸ κείμενο ποὺ φέρει τὸν τίτλον «Ἀπαραίτητη ἡ ἑνότητα γιὰ τὴν πνευματική μας ἐπιβίωση». Εἰς τὴν ἀρχὴν οἱ συντάκτες τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου γράφουν τὰ ἑξῆς: « Ἐνῶ ἀποδείχθηκε πὼς μὲ θυσιαστικὸ πνεῦμα καὶ ἐν Χριστῷ ἀγάπη οἱ διαφορὲς ξεπερνιοῦνται καὶ ἡ ἑνότητα τῶν γνησίων Ὀρθοδόξων ἐπιτυγχάνεται εὔκολα, ἀφοῦ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ‘‘τὰ ἀσθενῆ θεραπεύει καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῖ’’, οἱ ὑπεύθυνοι τῆς Συνόδου αὐτῆς (σ.σ. ἐννοεῖ τῆς ἡμετέρας) ὄχι μόνο γύρισαν τὴν πλάτη στὸ θαῦμα αὐτό, ἀλλὰ ἀντέδρασαν τελείως παιδιάστικα χειροτονώντας ὄχι ἕναν, οὔτε δύο, ἀλλὰ ἐννέα νέους ἐπισκόπους, δηλαδὴ σχεδὸν τοὺς μισούς τους ἱερομονάχους!».

Πρωτίστως θὰ ἤθελα νὰ ὑπενθυμίσω εἰς τοὺς συντάκτες ὅτι θαύματα κάνει καὶ ὁ διάβολος, καὶ μάλιστα —πολλὲς φορὲς— πολὺ ἐντυπωσιακά!  Ἔπειτα, «παιδιάστικα» ἀντιδράσαμε ἐμεῖς ἢ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ 1979, εἰς τὸ πρωτοφανὲς ἐκκλησιαστικὸ πραξικόπημα, χειροτόνησαν ὁκτὼ νέους ἐπισκόπους, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ ἴχνος —ἕνα μικρὸ ἔστω λείψανο— ποιμνίου; Λησμονοῦν μήπως ἐπίσης, ὅτι ὅταν ὁ Κυπριανὸς Κουτσούμπας —τὸν ὁποῖον τώρα ‘‘λιβανίζουν’’ μετὰ θάνατον— ἐπρόκειτο  νὰ συστήσῃ τὴν σύνοδο τῶν Ἐνισταμένων, συνέπραξε ἀκόμη καὶ μὲ τὸν Ἰταλὸ Τζιοβάνι, πρόσωπο ἀμφιλεγόμενον (ἐκατηγορεῖτο διὰ δολοφονία) καὶ εἶναι ζήτημα ἀκόμη τὸ ἐὰν καὶ κατὰ πόσον ἦτο Ὀρθόδοξος;

Ἀκολούθως, συνεχίζουν κατωτέρω τὸ «Κ.Σ.» καὶ «Ε.τ.Ν.» ἀναφερόμενα εἰς τὴν Ἱερὰν ἡμῶν Σύνοδον: «Καὶ ἂν τὸ νὰ ἀποδέχονται καθηρημένους ἀπὸ ἄλλες Συνόδους τῶν Γ.Ο.Χ. μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ... πῶς ὅμως μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ ἀποδοχὴ καθηρημένων ἀπὸ τὸ χῶρο τοῦ νέου ἡμερολογίου, καθηρημένων ὄχι γιὰ “Παλαιοημερολογιτισμό” (δηλαδὴ γιὰ λόγους  πίστεως), ἀλλὰ γιὰ ἠθικὰ καὶ ἄλλα κανονικὰ παραπτώματα;». Ἐμεῖς ὡς ἀπάντηση ἐδῶ, τοὺς ζητᾶμε νὰ γίνουν πιὸ συγκεκριμμένοι. Ἂς μᾶς ὑποδείξουν ποῖοι εἶναι αὐτοὶ οἱ κληρικοί. Ποίους ἐννοοῦν συγκεκριμμένα; Πρὶν τὸ πράξουν δὲ αὐτό, ἂς ρίξουν μία ματιὰ εἰς τὴν συγκολλημένην παράταξίν τους, νὰ ἰδοῦν πόσους τοῦ εἴδους φιλοξένησαν κατὰ τὸ παρελθὸν, ἢ καὶ ἀκόμη περιθάλπουν!

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, διὰ νὰ περάσουμε εἰς τὸ προκείμενον, ξεκινώντας τὴν ἀπολογία μας, τὸ πρῶτο ποὺ ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε εἶναι, ὅτι τὸ ἀρχιερατικὸν συλλείτουργον ποὺ ἐπισφράγισε τὴν ἔνωσή τους, πραγματοποιήθηκε κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, τὴν 10ην Μαρτίου μὲ τὸ ἰουλιανὸν ἡμερολόγιον, ἡμέρα ἀποφρὰς (τῆς μαύρης ἐπετείου) γιὰ τὴν ᾿Εκκλησίαν, διότι τὴν 10ην Μαρτίου τοῦ 1924, ἄλλαξε τὸ ἡμερολόγιον ἐν ῾Ελλάδι. ῾Η τραγικὴ εἰρωνία εἶναι, ὅτι ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῶν Σωματειακῶν Καλλίνικος, εἰς τὸ τέλος τοῦ ἑνωτικοῦ συλλειτούργου (10ην/23ην Μαρτίου), ἀνακοίνωσε ὅτι σὲ δύο ἡμέρες θὰ πραγματοποιηθῇ ἐκδήλωση γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὡσὰν νὰ ἑόρταζαν τὸν Εὐαγγελισμὸ μὲ τὸ νέον ἡμερολόγιον, κάτι ποὺ μᾶς παραπέμπει στὸ 1924 καὶ πάλι, ὅταν τὴν ἴδια ἡμέρα οἱ μέχρι τότε παλαιοημερολογίτες καὶ μετ’ οὐ πολύ νεοημερολογίτες πλέον ἱεράρχες καὶ κληρικοὶ ποὺ ἀπεδέχθησαν τὴν καινοτομία, καλοῦσαν τὸν λαὸ νὰ ἑορτάσῃ μετὰ ἀπὸ δύο ἡμέρες τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου.

Τὸ δέ πολυδιαφυμιζόμενον καὶ πολυμεταφρασμένον εἰς διαφόρους γλώσσας κείμενον τὸ ὁποῖον συνυπέγραψαν, μὲ μία πρώτη ματιά, φαίνεται νὰ διατυπώνῃ ὀρθῶς θέματα τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησιολογίας καὶ κανονικότητος, τὰ ὁποῖα πραγματεύεται. Μὲ μία προσεκτικωτέραν ὅμως ματιά, διαπιστώνει κανεὶς θέσεις ποὺ τὸν βάζουν σὲ σκέψεις καὶ τὸν δημιουργοῦν ἔντονον προβληματισμόν. Τὸ κείμενον ἐμφορεῖται ἀπὸ ἀμφίσημες ἐκφράσεις καὶ ἐπιτηδευμένες —μᾶλλον— ἑρμηνευτικὲς ἀσάφειες, οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπὸ μίαν ἐπικίνδυνην ἐκκλησιολογικὴν διγλωσσίαν, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ προκαλέσῃ σύγχυσιν, καὶ μαζὶ μὲ τὴν ἔντονη ἀντιοικουμενιστική του ρητορικήν, παραπλάνησιν εἰς τοὺς ἀναγνώστας. Εἶναι γνωστὲς τοὐλάχιστον οἱ βασικὲς διαφορὲς καὶ οἱ ὑφιστάμενες ἄχρι τοῦδε διαφωνίες εἰς δογματικόν-ἐκκλησιολογικὸν ἐπίπεδον τῶν δύο παρατάξεων. Διαφορὲς καὶ διαφωνίες, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν θίγονται ἀπὸ τὸν συντάκτην τοῦ κειμένου, ἀλλὰ συνεχίζουν νὰ ὑφίστανται ἐντὸς ἑνὸς ἀσαφοῦς καὶ συγκεχυμένου περιβάλλοντος.

Μέσα εἰς αὐτὸ τὸ ἀκαθόριστον καὶ ὀμιχλῶδες τοπίον, φαίνεται οἱ «Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος» νὰ ὑποχωροῦν εἰς καιρίας θέσεις τοῦ πιστεύω τους καὶ νὰ ἐγκαταλείπουν θεμελιώδεις ἀρχὰς καὶ διακηρύξεις, ἀφομοιούμενοι εἰς τὸ «Κυπριανιτικὸν» φρόνημα. Μάλιστα, ἔχουμε τὴν πληροφορία, ὅτι τὸ κείμενον συνετάχθη ἀπὸ τὸν Φώτιον, Κυπριανίτην ἐπίσκοπο τῆς Τριάδιτσα Βουλγαρίας, ὁ ὁποῖος ὅμως ἐν τέλει δὲν τὸ ὑπέγραψε. ᾿Εὰν ὄντως ἰσχύει κάτι τέτοιο, τότε εἶναι προφανές, ὅτι ὁ συντάκτης γράφει πράγματα ποὺ ὁ ἴδιος οὐσιαστικὰ δὲν πιστεύει, καὶ καταγράφει θέσεις ποὺ ὁ ἴδιος δὲν ἀσπάζεται. ᾿Εμεῖς, ἀπολογούμενοι ἀπὸ τὴν μίαν, διὰ τὸ ὅτι δὲν συμμετέχομεν εἰς μίαν τέτοιου εἴδους ἕνωσιν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην, θέλοντας νὰ ἐπιστήσουμε τὴν προσοχὴν σὲ κάθε καλοπροαίρετον —λαμβάνοντας τὴν ἀφορμὴν ἀπὸ τὰ ὅσα μᾶς καταμαρτυροῦν τὸ «Κ.Σ.» καὶ «Ε.τ.Ν.»— θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ καταδείξουμε ἀκολούθως τὸ διατί δὲν μᾶς ἐκφράζει ἕνα τέτοιο κείμενον, τὸ ὁποῖον ἀθετεῖ καὶ ἀποσιωπᾷ τὰς πάλαι ποτὲ ἀκραιφνεῖς ὁμολογιακὰς ἐκκλησιολογικὰς θέσεις τῶν Γ.Ο.Χ..

Εἰς τὸ πρῶτον κεφάλαιον τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου, ἀναφέρονται εἰς τὸν ἀγῶνα ποὺ διεξάγει ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία ἔναντι τῆς αἱρέσεως καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ ὁμιλοῦν διὰ βασικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς τῆς Γνησίας ᾿Ορθοδοξίας, τὶς ὁποῖες ὅμως οἱ ἴδιοι δὲν ἐφαρμόζουν ἐν τῇ πράξει. Λέγουν πολὺ σωστὰ ὅτι διὰ νὰ ὑπάρξῃ μυστηριακὴ κοινωνία τῶν πιστῶν μεταξύ τους, θὰ πρέπει ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεσις νὰ προηγεῖται ἡ ἑνότητα ἐν τῇ πίστει καὶ τῇ ὀρθῇ ὁμολογίᾳ. Νὰ ὑπάρξῃ δηλαδὴ πρῶτα, συμφωνία ἐν τῇ πίστει. Οἱ ἴδιοι ὅμως —καὶ θὰ δοῦμε τὸ πῶς— ἑνώθησαν μυστηριακά, χωρὶς πρῶτα νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν συμφωνίαν μεταξύ τους εἰς τὰ θέματα τῆς πίστεως.

Εἰς τὴν παράγραφον 10 οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου ἐπεξηγοῦν τὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, χωρὶς ὅμως νὰ λαμβάνουν ὁλοκληρωμένως ὑπ᾿ ὄψιν τὴν ἱεροκανονικήν του ἑρμηνείαν. Γράφουν· «Πᾶς ἐπίσκοπος, κηρύττων “αἵρεσιν δημοσίᾳ” καὶ “γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ᾿Εκκλησίας” καὶ διδάσκων “ἕτερον εὐαγγέλιον παρ᾿ ὃ παρελάβομεν” ἢ εὑρίσκεται εἰς συγκρητιστικὴν κοινωνίαν μὲ ἀλλοδόξους καὶ ἀλλοθρήσκους, ...καθίσταται “ψευδεπίσκοπος” καὶ “ψευδοδιδάσκαλος” ·οἱ δὲ κοινωνοῦντες  μετ᾿ αὐτοῦ ᾿Επίσκοποι, ἀδιαφοροῦντες ἢ ἀνεχόμενοι ἢ ἀποδεχόμενοι τὸ φρόνημα καὶ τὰς πρακτικὰς αὐτοῦ ἐκφράσεις “συνόλλυνται”», καὶ καταλήγουν· «παύοντες οὕτω νὰ εἶναι Κανονικοὶ καὶ Κοινωνικοί». Σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ συγκεκριμένου κανόνος, ἡ ὁποία εἶναι καταγεγραμμένη εἰς τὸ ῾Ιερὸν Πηδάλιον, οἱ ψευδεπίσκοποι αὐτοὶ καὶ ψευδοδιδάσκαλοι, οἱ ὁποῖοι κηρύσσουν αἵρεσιν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», χαρακτηρίζονται ξεκάθαρα ὡς αἱρετικοί, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δύναται καὶ ὀφείλει κάθε πιστὸς νὰ χωρισθῇ, ἀκόμη καὶ πρὸ Συνοδικῆς καταδίκης αὐτοῦ, διὰ νὰ παραμείνῃ ᾿Ορθόδοξος.

Οἱ συντάκτες τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου ἀποφεύγουν νὰ προσδιορίσουν τοὺς ψευδεπισκόπους μὲ τὴν ἠχηρὰν καὶ ξεκάθαρην λέξιν τοῦ «αἱρετικοῦ» καὶ ἁρκοῦνται εἰς τὸ (πιὸ μετριούμενον) «ψευδεπίσκοπος» καὶ «ψευδοδιδάσκαλος». ῾Ως τέτοιος, ὅμως, δύναται νὰ χαρακτηρισθῇ καὶ ἕνας ἐπίσκοπος τῆς ᾿Εκκλησίας, διὰ θέματα ποὺ δὲν ἅπτονται ἀπαραιτήτως τῆς πίστεως καὶ τοῦ ὑγιοῦς φρονήματος. ῞Ενας ἐπίσκοπος ποὺ δὲν πράττει καὶ κηρύττει σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ἔστω καὶ ἐὰν δὲν πίπτει εἰς τὸ ἁμάρτημα τῆς αἱρέσεως, θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ψευδοδιδάσκαλος καὶ ψευδεπίσκοπος. Θὰ μποροῦσε, δηλαδή, νὰ διευκρινισθῇ εἰς τὸ κείμενό τους, μὲ βάσιν τὴν ὡς ἄνω ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ὅτι τὸ «ψευδεπίσκοπος» συνιστᾷ τὸν αἱρετικὸν, διὰ τὴν ἀποφυγὴν παρεξηγήσεων καὶ τὴν πλέον ξεκάθαρην καὶ κρυσταλλίνην τοποθέτησίν τους ἐπὶ τοῦ θέματος. Σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω, οἱ Οἰκουμενιστὲς ποὺ κηρύσσουν αἵρεσιν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» καὶ εὑρίσκονται εἰς συγκρητιστικὴν κοινωνίαν μὲ ἀλλοθρήσκους καὶ ἀλλοδόξους, δὲν χαρακτηρίζονται ξεκάθαρα ὡς αἱρετικοὶ καὶ ἀρνητὲς τῆς πίστεως. Δέον, λοιπόν, νὰ προσδιορισθῇ ἐὰν αὐτοὶ ποὺ «συνόλλυνται» μὲ τὸν ψευδεπίσκοπον, καταδικάζονται λόγῳ τοῦ αἱρετικού τους φρονήματος, ἢ λόγῳ ἄλλων αἰτιῶν.

Εἰς τὸ πρῶτον ἄρθρον τοῦ Β΄ κεφαλαίου χαρακτηρίζουν τὸν Οἰκουμενισμὸν ὡς «αἵρεσιν ἐξ αἱρέσεων καὶ παναίρεσιν ἐκ παναιρέσεων· ἀμνήστευσιν πασῶν τῶν αἱρέσεων, ὄντως καὶ ἀληθῶς Παναίρεσιν· τὸν ὑπουλότερον ἀντίπαλον τῶν κατὰ τόπους ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν, ὡς καὶ τὸν πλέον ἐπικίνδυνον ἐχθρὸν τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου». Μὲ τέτοια δριμύτητα, θὰ ἔλεγε κανείς, ὅτι δὲν μποροῦν νὰ κατηγορηθοῦν οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου πὼς εἶναι διφορούμενοι ἢ χλιαροὶ ὡς πρὸς τὸν Οἰκουμενισμό. Πρόκειται ὅμως γιὰ μία (πολὺ) ρητορικὴ καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καθὼς ὅπως θὰ διαπιστώσουμε κατωτέρω, μὲ τὰ ὅσα γράφονται, ἀποδυναμώνονται σημαντικὰ οἱ γνήσιες ὀρθόδοξες θέσεις, ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἐγκυρότητα ἢ μὴ τῶν μυστηρίων τῶν Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν. 

Εἰς τὸ δεύτερον ἄρθρον ἀναφέρονται εἰς τὴν πεπλανημένην θεωρίαν τῶν Προτεσταντῶν «περὶ ἀοράτου ἐκκλησίας μὲ ἀσαφῆ ὅρια». (᾿Αναρωτᾶται ὅμως κανεὶς ἐὰν οἱ ἴδιοι ἔχουν ἀποσαφηνίσει τὰ ὅρια τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅταν δέχονται —ὅπως θὰ φανῇ κατωτέρω (οἱ Κυπριανίτες)— ὅτι καὶ οἱ νεοημερολογίτες εἶναι μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, καὶ ὅτι δι᾿ αὐτὸ μποροῦν ἀκωλύτως νὰ κοινωνοῦν τῶν ᾿Αχράντων Μυστηρίων).

Εἰς τὸ ἄρθρον 4 ὁμιλοῦν διὰ τὸν ᾿Ελευθεροτεκτονισμὸν (Μασωνίαν). ῾Η μία, ὅμως, ἀπὸ τὰς δύο συνόδους ποὺ ἑνώθησαν, καὶ συγκεκριμμένα οἱ Σωματειακοί, εἰς τὸν ἐπίσημον ἡμεροδείκτην τους τὸ 2013 φιλοξενοῦν ἕνα καθαρὰ μασωνικὸν σύμβολο. Μᾶς εἶναι βεβαίως πολὺ δυσάρεστο αὐτό, καὶ δὲν θὰ θέλαμε νὰ τὸ πιστεύσουμε, πολλὰ εἶναι ὅμως αὐτὰ ποὺ λέγονται διὰ ἰδιαίτερες σχέσεις ἱεραρχῶν τῶν Σωματειακῶν, ἢ ἀτόμων ποὺ τοὺς περιβάλουν, ἢ ἀκόμη καὶ στενῶν οἰκογενειακῶν προσώπων, μὲ τὴν μασωνίαν καὶ τὶς στοές της.

Εἰς τὸ ἄρθρον 7 θὰ μπορούσαν ἴσως νὰ ἀναφέρουν, ὄντες πιὸ ξεκάθαροι εἰς τὴν διατύπωσίν τους, ὅτι ἡ ἡμερολογιακὴ καινοτομία προσέβαλε τὸ δόγμα τῆς ἑνότητος τῆς ᾿Εκκλησίας, διότι ἐπέφερε σχίσμα εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ὁδηγοῦσα εἰς τὴν ἀπόσχισιν τῶν ἀκολουθησάντων τὸ νέον ἡμερολόγιον ἀπὸ τὴν Καθολικὴν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.

Εἰς τὸ τρῖτον κεφάλαιον ἐξηγοῦν τί εἶναι «Σεργιανισμός». ᾿Απὸ ὅσα λέγουν καταδικάζοντες τὸν Σεργιανισμόν, φαίνεται νὰ ἰσχύουν ἀρκετὰ διὰ τὸ ἐκκλησιοσωματεῖον τους. Μήπως καὶ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ καταστῇ «ἄβουλον ὄργανον κατὰ τὴν ἀδυσώπητον πολεμικὴν (τῶν κρατούντων) ἐναντίον Αὐτῆς τῆς ἰδίας τῆς ᾿Εκκλησίας»; (Κεφ. Γ΄: Σεργιανισμός, §1). Μήπως καὶ αὐτὸ (τὸ ἐκκλησιοσωματεῖον) δὲν ἔλαβε «μίαν τυπικὴν προσαρμογὴν εἰς τὴν νομιμότητα, δυναμένη νὰ χρησιμοποιηθῇ, προκειμένου νὰ δικαιολογήσῃ πᾶσαν ἀνομίαν τῆς διοικούσης ῾Ιεραρχίας» τους (Κεφ. Γ΄, §4); Καί, μήπως δὲν «ἐκποιεῖ (αὐτὸ) τὴν ἐλευθερίαν τῆς ᾿Εκκλησίας, μὲ ἀντάλλαγμα τὸ κέρδος τῆς φιλίας μετὰ τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσμου τούτου, μεθ᾿ ὅλων βεβαίως τῶν συναφῶν ὑλικῶν συμφερόντων καὶ τῆς περιόπτου κοινωνικῆς θέσεως» (Κεφ. Γ΄, §6); «Εἰς τὴν μεταλλαγμένην ταύτην μορφὴν σήμερον, ὁ ἰὸς τοῦ Σεργιανισμοῦ, ὡς νεο-Σεργιανισμὸς ἢ μετα-Σεργιανισμός» ὑπὸ «ἄλλην πολιτειοκρατικὴν μορφήν», ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 1995 «προσέβαλε» καὶ τὸν χῶρον τῆς γνησίας ᾿Ορθοδοξίας. Σκοτεινὰ κέντρα, ἔχοντα ὡς ὄργανά των, τοὺς ὑπερμάχους πρωτοστάτας τῆς σωματειοποιήσεως τῆς ᾿Εκκλησίας, «Πενταπόλεως» Καλλιόπιον καὶ «᾿Αχαΐας» Καλλίνικον Σαραντόπουλον (νῦν ἀρχιεπίσκοπον τῆς παρατάξεώς των), κατάφεραν νὰ ὑποβιβάσουν τὴν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν τάξιν ἑνὸς ἁπλοῦ σωματείου, ὑποτάσσοντες τὸ κῦρος καὶ τὴν ἐλευθερίαν Αὐτῆς εἰς ἓν εἶδος νομιμοφανοῦς «ἐγκοσμιοκρατικῆς» καὶ «ψευδοῦς Κανονικότητος» (Κεφ. Γ΄, §7). «Μετεσχηματίσθη» ἔτσι καὶ μετηλλάχθη ἡ παράταξίς των εἰς «Νομικὸν Πρόσωπον ᾿Ιδιωτικοῦ Δικαίου», μὲ τὴν ἐπωνυμίαν «Σωματεῖον ᾿Εκκλησία Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος».

῎Ετσι ἀπέκτησαν ἐκ μέρους τῶν ἀντιχρίστων καὶ ἀθέων κυβερνόντων, μία περιττὴν καὶ ἤκιστα ἀναγκαίαν κρατικὴν ἀναγνώρισιν καὶ ἰσχύν. Καί μάλιστα, δὲν ἠρκέσθησαν μόνον εἰς τοῦτο, ἀλλὰ ὁ πρώην ἀρχιεπίσκοπός των Χρυσόστομος Κιούσης ἔγινε δεκτὸς εἰς συνάντησιν ὑπὸ τοῦ Προέδρου τῆς ῾Ελληνικῆς Δημοκρατίας, μὲ αἴτημα πρωτίστως νὰ ἀναγνωρισθοῦν ὡς ἡ μόνη κανονικὴ ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. καὶ ἔπειτα νὰ διωχθοῦν ὅλες οἱ ἄλλες παλαιοημερολογιτικὲς παρατάξεις ποὺ χρησιμοποιοῦν τὸ ὄνομα «᾿Εκκλησία Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος».  Καὶ ἀσφαλῶς, οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου εἶναι οἱ πρῶτοι ποὺ δὲν «τηροῦν μίαν γνησίαν Πατερικὴν στάσιν» ἀπέναντι εἰς τὸν Σεργιανισμόν, μὲ τὴν ἵδρυσιν καὶ διατήρησιν τοῦ ᾿Εκκλησιοσωματείου των, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως ὁ Σεργιανισμός «εἰσεχώρησε καὶ ἐνεσπάρη εἰς τὸ Σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας (των) μὲ ὕπουλον καὶ διαβρωτικὸν τρόπον» (Κεφ. Γ΄, §8). Μάλιστα, μὲ τὴν πράξιν τῆς σωματειοποιήσεώς τους, ἔδωσαν τὴν εὐκαιρίαν καὶ εἰς τοὺς νεοημερολογίτες νὰ κατηγοροῦν ἐμᾶς τοὺς Γ.Ο.Χ. —τὸν Χρυσόστομον Κιούσην καὶ τὴν παράταξίν του— ὅτι ἐξομοιόσαμε τὴν ᾿Εκκλησίαν μὲ σωματεῖον, κάτι ποὺ ἔχουν ἀποτολμήσει μόνον οἱ αἱρετικοὶ Προτεστάντες. (Βλέπε σχετικῶς, βίντεο ποὺ φιλοξενεῖται εἰς τὸ διαδίκτυον καὶ περιλαμβάνει ὁμιλία τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση διὰ τὴν ᾿Εσφιγμένου καὶ τοὺς Γ.Ο.Χ.. Καὶ συγκεκριμμένα τὴν φωτογραφία τοῦ Χρυσοστόμου Κιούση μὲ τὸ σχετικό σχόλιο [52΄.20΄΄] ἐδῶ).

Εἰς τὸ κεφάλαιον Δ΄ ἀποφεύγουν ἐπιμελῶς νὰ χαρακτηρίσουν τὶς «ἐπίσημες ᾿Εκκλησίες» ὡς αἱρετικές. Λέγουν, ἐξακριβώνουν, ἐντοπίζουν, διαπιστώνουν  ἐπιτυχέστατα τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλ᾿ ἀποφεύγουν νὰ ὀνομάσουν τὶς ᾿Εκκλησίες ποὺ συμμετέχουν εἰς τὴν οἰκουμενικὴν κίνησιν ὡς αἱρετικές. Εἰς τὴν παράγραφον 5, ὡς μίαν ἀπὸ τὶς μορφὲς ἀποστασίας ἀπὸ τὴν ᾿Ορθοδοξίαν τῶν λεγομένων «ἐπισήμων ᾿Εκκλησιῶν», ἀναφέρουν «τὴν υἱοθὲτησιν μιᾶς  ἀντιπατερικῆς ἑρμηνείας τῆς ᾿Εκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας». Μία υἱοθέτησις ὅμως, ποὺ —ὅπως θὰ δοῦμε κατωτέρω— χαρακτηρίζει καὶ τοὺς ἰδίους.

Εἰς τὴν παράγραφον 6 ὁμιλοῦν διὰ τὴν διαδικασίαν καὶ ὄχι διὰ τὴν αἵρεσιν τῆς συγκρητιστικῆς ἀποστασίας. ῾Υπογραμμίζουν ὅτι ἡ Γνησία ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία «ἀδυνατεῖ νὰ ἔχῃ οἱανδήποτε προσευχητικήν» καὶ «μυστηριακὴν κοινωνίαν» μὲ «τὰς ῾Ιεραρχίας» τῶν «ἐπισήμων ᾿Εκκλησιῶν». ῞Οταν ὅμως ἀναγνωρίζεις καὶ ἀποδέχεσαι ὡς ἔγκυρα τὰ μυστήρια ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ χώρου, αὐτὸ δὲν σημαίνει αὐτόματα ὅτι ἔχεις μυστηριακὴν καὶ προσευχητικὴν κοινωνίαν μετ᾿ αὐτοῦ; ᾿Αναγνωρίζεις ὡς ἐκκλησίαν τὸν χῶρον ἐκεῖνον, ποὺ τὰ μυστήριά του ἔχουν θείαν Χάριν καὶ μποροῦν νὰ σώζουν. ῏Αρα, ἐκ τῶν πραγμάτων, ἔχεις κοινωνία μὲ τὸν χῶρον αὐτόν. Μήπως, λοιπόν, οἱ Κυπριανῖται ἔπαυσαν νὰ δέχονται ὡς ἔγκυρα τὰ μυστήρια τῶν νεοημερολογιτῶν, τῶν κοινωνούντων μὲ τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Μήπως ἔπαυσαν νὰ ἔχουν σχέση καὶ κοινωνία μὲ ἱεράρχες καὶ κληρικοὺς ποὺ ἐμφοροῦνται ἀπὸ οἰκουμενιστικὰ φρονήματα; Μήπως δὲν εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὸν Ρῶσο ἐπίσκοπο ᾿Αγαθάγγελο, ὁ ὁποῖος ἔχει συμφωνήσει μὲ τὸν πρώην πατριάρχη ῾Ιεροσολύμων Εἰρηναῖο διὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ μνημόνευσιν εἰς τὴν λειτουργία; Τί σημαίνει αὐτὸ ἐὰν ὄχι ὅτι ὁ ᾿Αγαθάγγελος, καὶ ἑπομένως καὶ οἱ Κυπριανῖται, εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὸν Οἰκουμενισμό;

Καὶ μιᾶς καὶ ἀναφερόμαστε στὸ μεγάλο εὕρημα τῶν Κυπριανιτῶν, τὸν ᾿Αγαθάγγελο, ἂς ποῦμε καὶ ὀλίγα τινὰ περὶ αὐτοῦ, διὰ νὰ γνωρίσουμε λίγο καλύτερα τὸ ποιόν του, καὶ νὰ διαπιστώσουμε μὲ τί «διαμάντια» ἔχουν σχέση οἱ Κυπριανίτες, καὶ δι᾿ αὐτοῦ πλέον καὶ οἱ Σωματειακοί. Τὸ 1996, λίγο ἀφ᾿ ὅτου ἔγινε ἐπίσκοπος, ἔγραψε εἰς τὴν ἐπίσημον ἐφημερίδα τῆς δικαιοδοσίας του εἰς τὴν ᾿Οδησσό, ὅτι οἱ Παπικοί, οἱ Μονοφυσίτες καὶ οἱ Παλαιόπιστοι ἔχουν χάρη στὰ μυστήριά τους. ῞Ολοι οἱ Ρῶσοι Γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι ἐπίσκοποι, κατὰ τὴ γνώμη του, εἶναι χωρὶς θεία Χαρη. ᾿Ενῶ διὰ τὸ πατριαρχεῖο Μόσχας, τὸ ὁποῖον δῆθεν τὸ καταδικάζει, ἀρνεῖται νὰ πῇ ὅτι δὲν ἔχει θεία Χάρη. Καὶ λέμε δῆθεν, διότι ὁ ᾿Αγαθάγγελος τὸ 2011 ἔλαβε τρεῖς ἐνορίες στὴν ἀνατολικὴ Ρωσία μαζὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς τους, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν ἀποδεκτοὶ μὲ μία πολὺ πρωτότυπη ἐξαίρεση· τοὺς παραχώρησε τὸ δικαίωμα νὰ παραμείνουν εἰς τὸ πατριαρχεῖον Μόσχας καὶ ταυτόχρονα νὰ εἶναι καὶ ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἐξουσία τοῦ ᾿Αγαθαγγέλου. Τὸ 2007 ἔλαβε ὑπὸ τὸ ὡμοφόριό του εἰς τὸ Κίεβο τὸν Οὐκρανὸ πολιτικὸ Κορτσίνσκι, ἀρχηγὸ μιᾶς ὑπερεθνικιστικῆς ναζιστικῆς ὀργάνωσης (Διὰ τὰς ὡς ἄνω πληροφορίας περὶ τοῦ κ. ᾿Αγαθαγγέλου, βλ.· Βλαδιμήρου Μός, ῾Η “Καλλινιτική” Οὐνία [῎Αρθρο]. Εἰς Διαδίκτυο βλ. ἐδῶ). Καὶ τώρα αὐτὸς ὁ ᾿Αγαθάγγελος ἔχει γίνει ἀποδεκτὸς σὲ κοινωνία μὲ τοὺς Σωματειακούς, χωρὶς νὰ τοῦ ζητηθῇ, ἐξ ὅσων γνωρίζουμε, νὰ διορθώσῃ ὁποιαδήποτε ἀπὸ τὶς ὡς ἄνω κραυγαλέες δογματικὲς καὶ κανονικὲς παραβάσεις του.

Εἰς τὸ Κεφάλαιον Ε΄, εἰς ὅλας τὰς παραγράφους εἶναι θετικὰ τὰ γραφόμενα. Εἰς τὴν παράγραφον 5 δικαιολογοῦν τὴν διακεκριμένην ἐκκλησιαστικήν-ἐκκλησιολογικὴν παρουσίαν τῶν Κυπριανιτῶν ὑπὸ τὸν τίτλον οἱ “᾿Ενιστάμενοι” καὶ ἀποπειρῶνται νὰ τοὺς ἐντάξουν ἐντὸς «τῶν ὁρίων τοῦ γνησίου ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καὶ εὐαγγελικοῦ ἤθους, ὡς καὶ τῆς νομίμου καὶ κανονικῆς τάξεως». Σύμφωνα ὅμως μὲ τὸν Κυπριανὸν Κουτσούμπα, «ἡ ἀποτείχισις ἡμῶν (τοῦ Κυπριανοῦ δηλ.) ἀπὸ τῶν καινοτόμων πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἀποτελεῖ τὴν ὀρθὴν καὶ πατροπαράδοτον ἔνστασιν κατὰ τῆς πλάνης καὶ οὐδόλως ἔχει ἔννοια ὅτι ἡμεῖς ἀποτελοῦμεν τὴν ᾿Εκκλησίαν» (βλ. «Φωνὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας» [Φ.Ο.], ἀρ. 811, σελ. 29). Δηλαδή, ἐνιστάμενοι αὐτοαποκαλοῦνται, διότι ἀποτειχίζονται, προσκαίρως καὶ ἄχρι καιροῦ, ἀπὸ τὴν κρατοῦσα ἐκκλησία, χωρὶς ποτὲ νὰ παύσουν νὰ πιστεύουν ὅτι αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.

Εἰς τὸ Κεφάλαιον ΣΤ΄, εἰς τὰς παραγράφους 1, 2, 3, 4 καὶ 5 γράφουν περὶ οἰκονομίας καὶ ἀκριβείας, τὰς ὁποίας κατὰ καιροὺς ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία διὰ τῶν Συνόδων ἐφήρμοσε. Κατόπιν τούτων, εἰς τὴν παρ. 6 προχωροῦν καὶ ἐκθέτουν τὸ τί πιστεύει ἡ «Γνησία ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία» περὶ τῆς ἐγκυρότητος ἢ μὴ τῶν μυστηρίων, τῶν τελουμένων ὑπὸ ἀρχιερέων καὶ ἱερέων ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν νεοημερολογιτισμόν-οἰκουμενισμόν. Λέγουν συγκεκριμμένα ὅτι: «Εἰδικώτερον περὶ τῶν Μυστηρίων τῶν τελουμένων εἰς τὰς λεγομένας ἐπισήμους ὀρθοδόξους ᾿Εκκλησίας, ἡ Γνησία ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία δὲν διαβεβαιοῖ περὶ τοῦ κύρους αὐτῶν, οὔτε καὶ περὶ τῆς σωτηριολογικῆς ἀποτελεσματικότητος τούτων».

Δὲν διαβεβαιοῖ περὶ τοῦ κύρους τῶν μυστηρίων, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ τὰ ἀπορρίπτει. Δὲν ἀναγνωρίζει μὲ βεβαιότητα τὴν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ τὴν ἀρνεῖται. Λόγος «μεσοβέζικος» καὶ διπλωματικός, μὲ τὸν ὁποῖον πιθανῶς θὰ ἤθελαν νὰ συμβιβάσουν τὴν διαφωνίαν ποὺ θὰ ἠδύνατο νὰ ἐγείρῃ ἡ ἐν προκειμένῳ διαφορὰ φρονήματος τῶν πιστῶν τῶν ἀκολουθούντων τὰς δύο παρατάξεις. Κατέφυγαν, λοιπόν, εἰς τὸν ρητορικὸν τοῦτον ἐλιγμόν, λέγοντες τὸ τί δὲν πιστεύουν, εἰς ἀντίθεσιν μὲ τοὺς Πατέρας τῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ὁποῖοι διὰ τῶν ῾Αγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, εἰς τοὺς ῾Ιεροὺς Κανόνας καὶ ῞Ορους τοὺς ὁποίους ἐξεθεταν, πάντοτε ὁμολογοῦσαν τί πιστεύουν, ὄχι τὸ τί δὲν πιστεύουν καὶ τί «δὲν διαβεβαιοῦν», ἔχοντες πάντοτε κατὰ νοῦν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου: «ἤτω δὲ ὑμῶν τὸ ναὶ ναί, καὶ τὸ οὒ οὔ» (᾿Ιακ. ε΄, 12). Καὶ χαρακτηρίζουμε τὸν λόγον τους «μεσοβέζικον», διότι μέχρι πρό τινος ἡ παράταξις τοῦ Καλλινίκου ἐπίστευε ὅτι εἶναι ἄκυρα τὰ μυστήρια τῶν νεοημερολογιτῶν. ᾿Αντιθέτως οἱ Κυπριανῖται φρονοῦν ὅτι αὐτὰ τὰ μυστήρια εἶναι ἔγκυρα καὶ δὲν στεροῦνται τῆς θείας Χάριτος.

᾿Εδῶ βλέπουμε, λοιπόν, νὰ ὑφέρπῃ καὶ νὰ ὑποκρύπτεται τὸ «κυπριανιτικὸν» φρόνημα. Λέγουν, μάλιστα, εἰς τὴν παρ. 6: «...εἰς ὅσους κοινωνοῦν “ἐν γνώσει” μετὰ τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ». ᾿Εδῶ φαίνεται νὰ ἰσχυρίζονται (ἂν καὶ ὄχι πολὺ καθαρά) ὅτι,  τὸ κατὰ πόσον ἢ ὄχι τὰ μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν ἰσχύουν, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἐὰν τὸ ἄτομο ποὺ τοὺς πλησιάζει γνωρίζει διὰ τὴν αἵρεσιν ποὺ ἡ ᾿Εκκλησία του ὁμολογεῖ. Οὐδεὶς ὅμως ᾿Αποστολικὸς Κανόνας κάνει τὴν διάκρισιν ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ κοινωνοῦντος μὲ τὴν αἵρεσιν, ὡσὰν ἡ ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν νὰ ἦτο κάτι ὑποκειμενικό, καὶ ὄχι ἀντικειμενικὴ θεώρησις τῆς ἀληθείας ὅτι τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἄκυρα. Εἶναι ὡσὰν νὰ λέγουν: ᾿Εὰν κάποιος ἔχει ἐπίγνωσιν ὅτι εὑρίσκεται εἰς τὴν αἵρεσιν, τότε τὰ μυστήρια εἶναι ἄκυρα. ᾿Εὰν ὅμως δὲν τὸ γνωρίζει, τότε τὰ μυστήρια τῆς αἱρέσεως αὐτῆς μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἔγκυρα. ῾Ο παραλογισμὸς δηλαδὴ καὶ ἡ ἀνευθυνότητα εἰς ὅλον της τὸ μεγαλεῖον. Βεβαίως, ἐν συνεχείᾳ τονίζουν πὼς «αἱ μυστηριολογικαὶ καὶ σωτηριολογικαὶ συνέπειαι εἶναι σοβαρώταται καὶ βαρύταται ὅταν πλήττεται ἡ καθαρότης τοῦ Δόγματος τῆς ᾿Εκκλησίας»· ἀλλὰ θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι μὲ αὐτὴν τὴν γενικολογία, σκοπός τους εἶναι νὰ διαφυλάξουν τὰ νώτα τους, καθὼς δὲν ξεκαθαρίζουν ἐὰν οἱ «ἐπίσημες ᾿Ορθόδοξες ᾿Εκκλησίες» —ὅπως τὶς ἀποκαλοῦν— πλήττουν τὴν καθαρότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δόγματος, μὲ τὶς συναναστροφὲς καὶ τὴν ἐπικοινωνία τους μὲ τοὺς πάσης φύσεως αἱρετικούς.

Εἰς τὴν παράγραφον 8 καὶ 9 μᾶς ἐξηγοῦν ὅτι· «ἡ ῾Αγία ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία ἔχει καθιερώσει καὶ συνοδικῶς τὴν χρῆσιν καὶ τῆς οἰκονομίας εἰς τοὺς “προστιθεμένους τῇ ᾿Ορθοδοξίᾳ καὶ τῇ μερίδι τῶν σωζομένων”, ὡς ἐμφαίνεται εἰς τὸν... 95ον Κανόνα τῆς ῾Αγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Πενθέκτης Συνόδου, διὰ τοῦ ὁποίου γίνονται δεκτοὶ ποικιλοτρόπως οἱ διάφοροι σχισματικοὶ καὶ αἱρετικοί, εἴτε μόνον διὰ Μετανοίας, Λιβέλλου καὶ ῾Ομολογίας... εἴτε διὰ χρίσματος, εἴτε διὰ βαπτίσματος». Μᾶς ἐξηγοῦν μὲν τὸν Κανόνα, σταματοῦν δὲ ἐκεῖ. Καὶ πάλιν ἀπουσιάζει ὁ ξεκάθαρος λόγος, διότι δὲν χαρακτηρίζουν τοὺς οἰκουμενιστάς-νεοημερολογίτας οὔτε ὡς αἱρετικούς, οὔτε ὡς σχισματικούς· κατὰ συνέπειαν δέ, οὔτε προσδιορίζουν, οὔτε ἀποφασίζουν ποῖον μέτρον θὰ χρησιμοποιήσουν, διὰ τοῦ ὁποίου θὰ γίνονται δεκτοὶ οἱ διάφοροι προστιθέμενοι τῇ ᾿Ορθοδοξίᾳ.

Κατωτέρῳ εἰς τὰς παραγράφους 10 καὶ 11 γράφουν ὅτι· «Κατὰ γενικὸν κανόνα... γίνονται δεκτοὶ εἰς κοινωνίαν διὰ χρίσματος... ἀναλόγως τῶν κατὰ τόπους καὶ κατὰ περίπτωσιν ἰδιομορφιῶν, διὰ τὴν ἐφαρμογὴν ἐπιεικεστέρας ἢ αὐστηροτέρας Τάξεως, ἀποφαίνεται ὁ ἐπιχώριος ᾿Επίσκοπος ἐπὶ τῇ βάσει συνοδικῶς ὁρισθέντων κριτηρίων ἢ ἡ ἁρμοδία σύνοδος», ἐφ᾿ ὅσον «ἕκαστος ῾Ιεράρχης ἔχει τὴν ἐλευθερίαν τῆς βουλήσεως εἰς τὴν διοίκησιν τῆς ᾿Εκκλησίας, θὰ ἔχῃ δὲ νὰ ἀπολογηθῇ διὰ τὰς πράξεις αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». Λησμονοῦν ὅμως ὅτι μία Σύνοδος εἶναι ἔγκυρη, κανονικὴ καὶ κατὰ πάντα ὀρθόδοξος, ὅταν συμφωνεῖ μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Οἰκουμενικῶν, Τοπικῶν καὶ πρὸ αὐτῆς ὀρθοδόξων Συνόδων. Δὲν μπορεῖ ἕνας ἐπίσκοπος ἢ μία Σύνοδος νὰ ὑψώσῃ ὡς ἐπίσημη θέση καὶ πρακτικὴ τῆς ᾿Εκκλησίας, κάτι ποὺ γίνεται κατ᾿ ἐξαίρεσιν ἢ κατ᾿ οἰκονομίαν καὶ ἀναλόγως κάθε φορὰ μὲ τὴν περίπτωσιν. Μπορεῖ, βεβαίως, ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἰς τὸν 95ον Κανόνα της, ὅπως καὶ ἄλλες Οἰκουμενικὲς προγενέστερες, νὰ δέχονται κάποιους αἱρετικοὺς διὰ λιβέλλου ἢ χρίσματος —χωρίς, δηλαδή, νὰ τοὺς βαπτίζουν— ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι μπορεῖ νὰ ἰσχύῃ κάτι τέτοιο γιὰ τοὺς συγκεκριμμένους αἱρετικοὺς πάντοτε. Διότι ἄλλες ἦταν οἱ συνθῆκες τὴν ἐποχὴν ποὺ διετυπώθησαν οἱ περὶ οὗ ὁ λόγος συγκεκριμμένοι Κανόνες  καὶ ἄλλοι οἱ λόγοι ποὺ συνέτρεχαν τότε.

῾Υπάρχει Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἡ ὁποία εἰς ἕναν της Κανόνα προστάζει ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ πρέπει νὰ βαπτίζονται. ῾Η ἴδια Σύνοδος εἰς ἄλλον Κανόνα, κάνει οἰκονομία γιὰ ὁρισμένους αἱρετικούς, δεχομένη αὐτοὺς χωρὶς βάπτισμα. Τί συμβαίνει; Μήπως ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔρχεται εἰς ἀντίθεσιν μὲ τὸν ἑαυτόν της; ᾿Ασφαλῶς καὶ ὄχι! Διότι τὸ γενικὸ καὶ αὐτὸ ποὺ πάντοτε ἰσχύει εἶναι, ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ πρέπει νὰ βαπτίζονται, ἔστω καὶ ἂν πρὸς καιρὸν γιὰ κάποιους λόγους ἐφαρμόσθηκε ἡ χρῆσις τῆς οἰκονομίας μὲ κάποιους Κανόνες. ῾Η ΣΤ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (ἢ «Πενθέκτη» ὅπως ἄλλως ἀποκαλεῖται, εἰς τὴν ὁποίαν παραπέμπουν καὶ οἱ ἴδιοι οἱ συγγραφεῖς τοῦ ὑπὸ ἐξέτασιν ἑνωτικοῦ κειμένου), ἐπὶ παραδείγματι, δέχεται μὲν τὸν βάπτισμα κάποιων αἱρετικῶν, ἐπισφραγίζει δὲ ὅμως ὅλους τοὺς Κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ ὁποῖος εἰς τὸν Α΄ καὶ ΜΖ΄ Κανόνα «παντελῶς ἀθετεῖ τὸ τῶν αἱρετικῶν βάπτισμα», ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης (βλ. ὑποσημειώσεις τῶν Κανόνων). Μήπως ἡ Σύνοδος ἐναντιώνεται ἔτσι εἰς τὸν ἑαυτόν της, ἢ μήπως δὲν γνωρίζει τοὺς σχετικοὺς Κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου; Τίποτα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἰσχύει, ἀλλ᾿ ὅπως λέγει ὁ ῞Αγιος Νικόδημος: «φανερὸν εἶναι λοιπὸν ὅτι ἀφῆκε νὰ νοοῦμεν ἡμεῖς, πὼς ὁ μὲν Μέγας Βασίλειος μεταχειρίζεται τὴν ἀκρίβειαν, αὐτὴ δὲ καὶ ἡ Β΄ Οἰκουμενική ἐμετεχειρίσθησαν τὴν Οἰκονομίαν» διὰ τὶς συγκεκριμμένες περιπτώσεις καὶ τὴν συγκεκριμμένη χρονικὴ στιγμή (πρβλ. ᾿Αρχιεπισκόπου Γ.Ο.Χ. ᾿Αθηνῶν καὶ πάσης ῾Ελλάδος Μακαρίου, ῾Η Συμφωνία τῶν ῾Αγίων Πατέρων περὶ τοῦ τρόπου ἀποδοχῆς αἱρετικῶν, ᾿Αθῆναι 2004, σελ. 46ἑξ.).

Οἱ συντάκτες ὅμως τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου παρέχουν ἀπόλυτον ἐλευθερίαν εἰς τὸν ἐπίσκοπον διὰ νὰ ἀποφασίζῃ κάθε φορά, ἐὰν θὰ ἐφαρμόσῃ ἐπιεικεστέραν ἢ αὐστηροτέραν τάξιν εἰς τὴν εἰσδοχὴν τῶν ἐπιστρεφόντων εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον, ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἔχει τὴν διάθεσιν νὰ μετατρέψῃ τὴν οἰκονομίαν εἰς ἀκρίβειαν, νὰ κάμῃ τὴν ἐξαίρεσιν κανόνα —καὶ ἀπὸ «πρόσκαιρον ἀπόκλισιν ἀπὸ τοῦ γράμματος τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων, ἄνευ παραβιάσεως τοῦ πνεύματος αὐτῶν» (Κεφ. ΣΤ΄, §1), ποὺ εἶναι ἡ οἰκονομία, νὰ τὴν καταστήσῃ, κάνοντας κατάχρησιν ἐξουσίας, παντοτινὸν νόμον τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐπιτρέποντας ἔτσι «τὴν ἀμνήστευσιν οἱασδήποτε ἁμαρτίας ἢ οἱουδήποτε συμβιβασμοῦ σχετικῶς μὲ τὴν “᾿Ορθὴν καὶ Σωτήριον τῆς Πίστεως ῾Ομολογίαν”»— δύναται καὶ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸ πράττῃ καὶ νὰ αὐθαιρετῇ. Καὶ κανεὶς φραγμὸς δὲν θὰ ὑπάρχῃ διὰ τὴν αὐθαιρεσίαν του, ἀφοῦ ὁ ἴδιος θὰ λογοδοτήσῃ διὰ τὰς πράξεις του μόνον εἰς τὸν Θεόν καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ.

Τὰ κατὰ περίπτωσιν ὅμως γινόμενα καὶ κανονικῆς ἀκριβείας λειπόμενα, δὲν γίνονται νόμος τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Εὰν ὁ ἐπίσκοπος εἰς τὴν κρίσιν τοῦ ὁποίου ἐπαφίεται τὸ πῶς θὰ δεχθῇ τοὺς ἐπιστρέφοντας εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν καὶ τὸ τί γενικῶς θὰ πράττῃ —διὰ νὰ θυμηθοῦμε τὴν §9 τοῦ Κεφ. Γ΄—  ἁπλῶς  ἀδιαφορεῖ, σιωπᾷ ἢ ἔχει παθητικὴν στάσιν, τότε τί γίνεται; Θὰ πρέπει αὐτὸς νὰ παραμένῃ ἐσσαεὶ ἀνεξέλεγκτος, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος «θὰ ἔχῃ νὰ ἀπολογηθῇ διὰ τὰς πράξεις αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου»;

᾿Εὰν εἶναι ἔτσι, τότε τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἐπιχείρημα θὰ μποροῦσε νὰ ἐπικαλεσθῇ καὶ ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος. ῍Ας συμπροσεύχεται λοιπὸν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἂς τοὺς ἀναγνωρίζῃ ὡς μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, ἂς θεωρῇ ἔγκυρα τὰ μυστήριά τους, ἂς μὴ βαπτίζῃ τοὺς  αἱρετικοὺς ποὺ προσέρχονται εἰς τὴν «᾿Εκκλησίαν» του, ἂς βαπτίζῃ καὶ ἂς ἀναχειροτονῇ ἐξ ἀντιθέτου τοὺς παλαιοημερολογίτας καὶ τὸν κλῆρον τους. Δι᾿ ὅλα αὐτὰ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ πράττῃ κατὰ τὸ δοκοῦν, ἀφοῦ ἐπαφίεται εἰς τὴν κρίσιν του καὶ εἶναι ἐλεύθερος νὰ διοικῇ ὅπως θέλει τὴν ᾿Εκκλησίαν, ὄντας ὑπεύθυνος διὰ τὰς πράξεις του μόνον ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.

Τὸ ἐπιχείρημα, λοιπόν, τῆς προσωπικῆς εὐθύνης τοῦ ἐπισκόπου, εἶναι κάτι ποὺ ἐκμεταλλεύονται κατ᾿ ἐξοχὴν οἱ κατ᾿ ἐπίφασιν «ἀντιοικουμενιστὲς» τοῦ νέου ἡμερολογίου, θέλοντας νὰ δηλώσουν ὅτι τὸ βάρος τῆς εὐθύνης τοῦ προσχωροῦντος εἰς τὸν Οἰκουμενισμὸν ἱεράρχου εἶναι προσωπικὴ ὑπόθεσις καὶ ὅτι οἱ κοινωνοῦντες καὶ μνημονεύοντες αὐτόν, δὲν βαρύνονται ἀπὸ καμμία εὐθύνη καὶ ἐνοχή.

᾿Επειδή, λοιπόν, οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου δὲν προσδιορίζουν ποῖες ἀπὸ τὶς λεγόμενες «ἐπίσημες ᾿Εκκλησίες» εἶναι αἱρετικὲς ἢ σχισματικές, κατ᾿ ἀκολουθίαν δὲν ἀποφασίζουν ὁμόφωνα ποῖον μέτρον θὰ ἰσχύῃ διὰ τοὺς ἐπιστρέφοντας εἰς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν. ῞Ολα ταῦτα συνεφώνησαν οἱ ἑνωμένοι πλέον «Κυπριανῖται» καὶ «Σωματειακοί», νὰ τὰ ἀφήσουν ἀκαθόριστα, μὲ τὴν ἐλπίδα —καθὼς σημειοῦται εἰς τὴν 12ην παράγραφον— ὅτι: «Μία Μείζων Γενικὴ Σύνοδος, πανορθοδόξου κύρους, θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ θεσπίσῃ τὰ γενικὰ κριτήρια καὶ τὰς προϋποθέσεις, διὰ τῶν ὁποίων θὰ ἀσκῆται ἡ πρακτικὴ τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἐπιστρεφόντων ἐκ διαφόρων νεοφανῶν σχισματικῶν καὶ αἱρετικῶν Κοινοτήτων εἰς τὴν Γνησίαν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν».

Πρὶν προχωρήσουμε εἰς τὸ Ζ΄ καὶ τελευταῖον κεφάλαιον, θεωροῦμε ἀναγκαία μία ἱστορικὴ ἀναδρομή, ὥστε νὰ δοῦμε πῶς ἀκριβῶς προῆλθε αὐτὴ ἡ παράταξις τῶν Κυπριανιτῶν, ἀλλὰ καὶ ποιὸ ἦταν τὸ πιστεύω τους ὅλα τὰ προηγούμενα 30 χρόνια, τὸ ὁποῖο πουθενὰ δὲν φαίνεται νὰ ἀπαρνοῦνται καὶ νὰ ἀποβάλλεται! Τὸ 1986 ἡ ῾Ιερὰ Σύνοδος τῆς ᾿Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος, μὲ ἀρχιεπίσκοπον τὸν Χρυσόστομον Κιούσην, καθήρεσε τὸν ὑπὸ τῶν πραξικοπηματιῶν τοῦ 1979 χειροτονηθέντα ᾿Επίσκοπον Κυπριανὸν Κουτσούμπα διὰ τὰ αἱρετικά του φρονήματα. ῾Ο Κυπριανὸς κατεδικάσθη εἰς τὴν ἐσχάτην τῶν ποινῶν, διότι φρονοῦσε ὅτι οἱ σχισματικοὶ νεοημερολογίτες ἀποτελοῦν τὴν Μίαν, ῾Αγίαν, Καθολικὴν καὶ ᾿Αποστολικὴν ᾿Εκκλησίαν· τυγχάνουσα ταμιοῦχος τῆς σωστικῆς χάριτος —μὲ ἔγκυρα, ἑπομένως, μυστήρια— καὶ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας καὶ ὅτι ἡ ἡμετέρα ᾿Εκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος δὲν εἶναι ᾿Εκκλησία. ᾿Επίσης, διότι μετέδιδε ἀδιακρίτως καὶ ἄνευ ἐξετάσεως τὰ Μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας μας εἰς τοὺς καινοτόμους-σχισματικοὺς καὶ οἰκουμενιστὰς νεοημερολογίτας. ῾Υπέπεσεν, δηλαδή, σύμφωνα μὲ τὸ κατηγορητήριον εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Καὶ δὲν ἠρκέσθη μόνον εἰς αὐτά, ἀλλ᾿ ἀπεσχίσθη τῆς ᾿Εκκλησίας μας καὶ συνέπηξε ἴδιον θυσιαστήριον καὶ ἰδία Σύνοδο, τὴν ὁποίαν ὡνόμασεν «῾Ιεραν Σύνοδον ᾿Ενισταμένων».

Νομίζω ὅτι εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ εἶναι χρήσιμον νὰ ἐπιμείνωμεν δι᾿ ὀλίγον εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Κυπριανοῦ Κουτσούμπα καὶ εἰς τὰ γραφέντα καὶ λεχθέντα ὑπ᾿ αὐτοῦ. Τὸ ἔτος 1968, τὴν Κυριακὴν τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ἀντικατέστησε εἰς τὴν λατρευτικὴν ζωὴν τοῦ ῾Ησυχαστηρίου του τὸ νέον ἡμερολόγιον μὲ τὸ παλαιόν, χωρὶς ὅμως νὰ παύσῃ τὸ μνημόσυνον τοῦ ὀνόματος τοῦ νεοημερολογίτου ἐπισκόπου ᾿Αττικῆς Νικοδήμου, καὶ χωρὶς νὰ διακόψῃ τὴν κοινωνίαν μετὰ τῆς κρατικῆς καινοτόμου ἐκκλησίας. Οἱ λόγοι οἱ ὁποῖοι ἐμπόδισαν τὸν Κυπριανὸν νὰ ἐνταχθῇ εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν μας περιγράφονται ἀπο τὸν ἴδιον εἰς τὸ βιβλίον «Πῶς ἐγνώρισα τὸ Πάτριον ῾Εορτολόγιον καὶ ἐπέστρεψα εἰς αὐτό», εἰς τὸ ὁποῖον ἀναφέρει τὰ ἑξῆς βλάσφημα· «᾿Απὸ τὸ 1924 μέχρι τοῦ 1968, ἡ ῾Ελλαδικὴ ᾿Εκκλησία εἶναι διηρημένη.῎Εχομεν τοὺς Νεοημερολογίτας καὶ τοὺς Παλαιοημερολογίτας. Αὐτὸ εἶναι μία πληγὴ διὰ τὴν ᾿Εκκλησίαν μας, εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν αἱρετικῶν. ῾Ο μισόκαλος ὅμως διάβολος ὥθησε τοὺς Μάρτυρας καὶ ῾Ομολογητὰς τῶν πατρώων παραδόσεων, τοὺς Παλαιοημερολογίτας, εἰς τὰ ἄκρα. Καὶ δὲν διστάζω νὰ εἰπῶ· ᾿Εὰν αὐτοὶ οἱ εὐλογημένοι δὲν ἔπιαναν τὰ ἄκρα, σήμερον ἤδη θὰ εἴχομεν ἐπιστρέψει εἰς τὸ Πάτριον ἑορτολόγιον καὶ θὰ εἴμεθα ὅλοι ἡνωμένοι, διὰ νὰ πολεμήσωμεν ἀπὸ κοινοῦ τὰς αἱρέσεις, ἀπὸ τὰς ὁποίας βαλλόμεθα συνεχῶς καὶ ἰδιαιτέρως σήμερον ἀπὸ τὸν παπισμόν. ῎Ηρχισαν νὰ πιστεύουν, οἱ τὸ Παλαιὸν ῾Ημερολόγιον ἀκολουθοῦντες, ὅτι μὲ τὸ νὰ γυρίσει ἡ ᾿Επίσημος ᾿Εκκλησία μὲ τὸ Νέον ῾Ημερολόγιον, ἐφυγαδεύθη ἀπ᾿ αὐτὴν ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος. ῏Ω! Πλάνη! ἐκήρυξαν εἰσέτι ὅτι τὰ ῾Ιερά μας μυστήρια (φεῦ) δὲν εἶναι ἔγκυρα!».

Μεταξὺ τῶν ἄλλων, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ παρατηρήσῃ κανεὶς ἐδῶ, εἶναι ὅτι διὰ την διαίρεσιν τῆς ᾿Εκκλησίας, κατηγορεῖ τοὺς «Μάρτυρας καὶ ῾Ομολογητὰς τῶν πατρώων παραδόσεων» Παλαιοημερολογίτας, καὶ ὄχι τοὺς ἀπηνεῖς διώκτες των, καινοτόμους νεοημερολογίτες. ῾Ο Κυπριανός, λοιπόν, γράφει εἰς τὸ βιβλίον του, ὅτι ἀνέβαλε νὰ προσχωρήσῃ εἰς τὸν χῶρον τοῦ πατρίου ἑορτολογίου, διότι τοῦ εἶχε ζητηθεῖ νὰ ἀποκηρύξῃ δι᾿ ὁμολογίας τὴν ἐπίσημον ἐκκλησίαν, κάτι τὸ ὁποῖον ὁ ἴδιος δὲν ἤθελε νὰ πράξῃ καὶ ποὺ ὅπως λέγει χαρακτηριστικὰ τὸν «συνεκλόνισε» στὸ ἄκουσμά του. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔγραφε καὶ τὰ ἑξῆς: «᾿Αντικανονικῶς εἰσήχθη τὸ νέον ἡμερολόγιον. ᾿Εφ᾿ ὅσον ὅμως αἱ ἄλλαι ᾿Ορθόδοξοι ᾿Εκκλησίαι, δὲν κατεδίκασαν τὴν πράξιν αὐτὴν τῆς ἐπισήμου ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, πῶς ἐμεῖς θὰ ἐγείρωμεν τὸ ἀνάστημα καὶ θὰ τὴν καταδικάσωμεν; Τὸ συνετότερον καὶ φρονιμώτερον δι᾿ ὅσους ἀγαποῦν τὸ πάτριον ἑορτολόγιον εἶναι νὰ τὸ ἀκολουθοῦν χωρὶς ὅμως νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ τὴν ΜΗΤΕΡΑ ἐπίσημον ΕΛΛΑΔΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ» («Φ.Ο.», αὐτόθι, σελ. 26), ὅπου Μητέραν ᾿Εκκλησίαν ἀποκαλεῖ τὴν κρατοῦσαν ἐκκλησίαν, καὶ ὡς «ἀδελφαὶ ᾿Ορθόδοξοι ᾿Εκκλησίαι» αὐτὲς ποὺ δὲν κατεδίκασαν τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ νέου ἡμερολογίου, δηλαδὴ τὶς λοιπὲς ἐκκλησίες ποὺ μετέχουν εἰς τὸν Οἰκουμενισμόν.

Τὴν 3ην/16ην ᾿Ιανουαρίου 1969, ἔπαυσε τελικῶς τὸ μνημόσυνον τοῦ ὀνόματος τοῦ νεοημερολογίτου ἐπισκόπου ᾿Αττικῆς Νικοδήμου καὶ προσεχώρησε εἰς τὴν ἡμετέραν ᾿Εκκλησίαν τῶν Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος, τῆς ὁποίας μάλιστα ἀσπάσθηκε τὴν ἐκκλησιολογίαν, ὅπως αὐτὴ διετυπώθη τὸ 1935 καὶ 1950 ὑπὸ τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, ἀλλὰ καὶ ἐπανελήφθη τὸ 1974. ῾Ο Κυπριανὸς ἔδειξε νὰ συμμορφώνεται ἀπολύτως πρὸς τὶς θέσεις τῆς ᾿Εκκλησίας μας, καὶ δήλωσε ὅτι ἀπὸ τοῦ λοιποῦ δὲν πρόκειται νὰ ἐξυπηρετῇ μυστηριακῶς τοὺς καινοτόμους νεοημερολογίτες. ᾿Αργότερα ὅμως, καὶ συγκεκριμμένα τὸ 1983, ἀπαντώντας σὲ μία ἐπιστολή-τευχίδιο ποὺ ἐξέδωκεν ὁ Κορινθίας Κάλλιστος ἔγραφε ὅτι: «Δι᾿ αὐτῶν τῶν κειμένων σας, κηρύσσετε τὸ ἀδόκιμον καθ᾿ ἡμᾶς κήρυγμα τῆς ἀπωλείας τῆς θείας Χάριτος ἐκ πάσης ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ἀποδεξαμένης τὴν ἡμερολογιακὴν καινοτομίαν τοῦ 1924. ῾Η ἄποψίς σας καθ᾿ ἡμᾶς εἶναι ἀμάρτυρος, ἀναπόδεικτος, ἀντιπατερικὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀντορθόδοξος» («Φ.Ο.», αὐτόθι, σελ. 26). Καὶ τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Κυπριανός, διότι ὁ ἴδιος πίστευε ὅτι οἱ «ἐκκλησίες» τοῦ νέου ἡμερολογίου «οὐδέποτε ἀπώλεσαν τὴν θείαν Χάριν» («Φ.Ο.», αὐτόθι, σελ. 29).

Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ἐδῶ εἶναι ἡ ὑποκρισία τοῦ Κυπριανοῦ, ὁ ὁποῖος ἐτόλμησε νὰ ἰσχυρισθῇ ὅτι τὸ κήρυγμα τῆς ἀπωλείας τῆς ἁγιαστικῆς χάριτος τῶν μυστηρίων τῶν νεοημερολογιτῶν, εἶναι ἀδόκιμο και ἀντορθόδοξο· καὶ ὅτι, μάλιστα, «ἀποτελεῖ παράδοξον καινοτομίαν εἰς τὸν ἀγώνα κατὰ τῶν καινοτόμων» («Φ.Ο.», αὐτόθι, σελ. 29). ῞Ενα κήρυγμα τὸ ὁποῖον ὁ ἴδιος, μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης, ἔλεγεν ὅτι ἐπίστευεν καὶ διεκήρυττε. Καὶ ἡ ὑποκρισία τοῦ ἀνδρὸς δὲν ἔχει τέλος.

Εἰς τὴν ἀνακοίνωσιν ποὺ ἐξέδωσε ἡ σύνοδος τῶν Πραξικοπηματιῶν, τὴν 18/10/1983, λέγονται μεταξὺ τῶν ἄλλων τὰ ἑξῆς: «Οὕτω θεωροῦμεν πάντα οἰκουμενιστὴν καὶ καινοτόμον ἐπὶ τῶν Δογμάτων, αἱρετικὸν καὶ ἐκτὸς ᾿Εκκλησίας, ἥτις ἀποτελεῖ τὴν μόνην Κιβωτὸν τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ ἐντὸς τῆς ὁποίας ἐπενεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐν τοῖς μυστηρίοις»  («Φ.Ο.», αὐτόθι, σελ. 27). Τὴν ἀνακοίνωσιν αὐτὴν ὑπέγραψε καὶ ὁ Κυπριανός. Γρήγορα ὅμως λησμόνησε τὰ ὅσα ὑπέγραψε (θαυμᾶστε “ὑπευθυνότητα” καὶ “συνέπεια” “σοβαροῦ” ποιμένος! ῍Η μᾶλλον τὴν δολιότητα καὶ πονηρία του), καὶ παρὰ τὴν ἀνωτέρω διακήρυξιν τῆς πίστεως, αὐτὴ δὲν στάθηκε ἱκανὴ νὰ τὸν ἐμποδίσῃ ἀπὸ τοῦ νὰ δεχθῇ εἰς ἐκκλησιαστικὴν κοινωνία (συμπροσευχή) τὴν 27ην Αὐγοῦστου τοῦ 1984 κατὰ τὴν τελετὴ τῆς θείας λειτουργίας τὸν Οἰκουμενιστὴν πατριάρχην ᾿Αλεξανδρείας Νικόλαον, γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἐπισήμανεν ἡ σύνοδος τῶν Πραξικοπηματιῶν, καλώντας αὐτὸν σὲ ἀπολογία («Φ.Ο.», αὐτόθι, σελ. 27).

Αὐτὸς ὅμως ὄχι μόνον δὲν προσῆλθε, ἀλλὰ βρῆκε τὴν εὐκαιρία ποὺ περίμενε καὶ συνέστησε ἰδικήν του «᾿Εκκλησίαν», τὴν Σύνοδον τῶν ᾿Ενισταμένων, ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ ἐλεύθερα νὰ κηρύττῃ τὶς κακοδοξίες του. ῎Αρχισε μάλιστα νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι οἱ Γ.Ο.Χ. ἀποτελοῦν δῆθεν τὰ ἐνιστάμενα μέλη τῆς κρατούσης ἐκκλησίας τῶν καινοτόμων οἰκουμενιστῶν νεοημερολογιτῶν. ᾿Εὰν ὅμως ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ νέου ἡμερολογίου εἶναι ἡ ταμιοῦχος τῆς θείας Χάριτος καὶ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας —ἡ Μία, ῾Αγία, Καθολικη καὶ ᾿Αποστολικὴ ᾿Εκκλησία— τότε ἡ ᾿Εκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος εἶναι ψευδής, μὴ σώζουσα καὶ ἁγιάζουσα τὰ ἑαυτῆς μέλη, ὡς στερουμένης κατ᾿ ἀδήριτον ἀνάγκην τῆς σωστικῆς θείας Χάριτος, ἡ ὁποία δὲν δύναται νὰ χορηγῇται ἀπὸ δύο ᾿Εκκλησίες, ἀλλὰ ἀπὸ μίαν.

῏Αρα δὲν ἔχει νόημα οὔτε ἡ ὕπαρξίς μας ὡς ᾿Εκκλησίας, οὔτε ἡ ἀποτείχισίς μας ἀπὸ τὸ νέον ἡμερολόγιον. Διατί λοιπὸν ὁ Κυπριανὸς ἐνίστατο καὶ ἀπετειχίζετο ἀπὸ ἕναν χῶρον, τὸν ὁποῖον ἀνεγνώριζε ὡς ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ; ῾Ο πιστὸς δὲν ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησίαν, διότι ἔτσι καταργεῖ διὰ τὸν ἑαυτόν του τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας, ἀλλ᾿ ἀποκόπτεται καὶ ἀποτειχίζεται ἀπὸ αἱρετικὰς παραφυάδας καὶ παρασυναγωγάς. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐνίσταται λόγῳ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπὸ τὴν μία, καὶ νὰ ἀποκαλῇ Μητέρα ᾿Εκκλησία τοὺς πρωτοστάτας καὶ πρωταιτίους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπὸ τὴν ἄλλη; Καὶ τί εἴδους ἀποτείχισις εἶναι αὐτή, ὅταν ἀποδεχόταν ὡς ἔγκυρα τὰ μυστήρια τοῦ νεόυ ἡμερολογίου καὶ συμπροσευχόταν μὲ ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοὺς τῶν οἰκουμενιστῶν νεοημερολογιτῶν; ᾿Αλλ᾿ ἔπραττε τοιουτοτρόπως, διότι σύμφωνα καὶ μὲ τὸν ἐπίσκοπον τῶν Κυπριανιτῶν Χρυσόστομον Γκονζάλες: «Δὲν εἴμεθα ἄλλη ᾿Εκκλησία, ὑπεράνω καὶ κατὰ τῆς Μητέρας ᾿Εκκλησίας» («Φ.Ο.», αὐτόθι, σελ. 30).

᾿Αλλ᾿ ἐὰν ὁ Κυπριανὸς ἐπίστευε ὅτι οἱ Γ.Ο.Χ. δὲν ἀποτελοῦν ᾿Εκκλησίαν, τότε διατί προσῆλθεν εἰς τὸν χῶρον τοῦ πατρίου ἑορτολογίου; Διατί ὑπεκρίνατο φρονῶν τὴν πίστιν τῶν Γ.Ο.Χ. μέχρι τῆς εἰς ᾿Επίσκοπον χειροτονίας του; ᾿Εὰν οἱ Γ.Ο.Χ. δὲν ἀποτελοῦν ᾿Εκκλησίαν, τότε διατί ἐγκατέλειπεν αὐτὸς τὴν ὑπ᾿ αὐτοῦ ἀναγνωριζομένην ἐκκλησίαν τῶν νεοημερολογιτῶν καὶ προσῆλθεν εἰς τοὺς κόλπους ἀνυπάρκτου κατ᾿ αὐτὸν ᾿Εκκλησίας; ᾿Εὰν τὴν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦν σχισματικοὶ νεοημερολογίται, τότε διατί δὲν ἀναγνωρίζει καὶ τὴν ὑπ᾿ αὐτῶν γενομένην καθαίρεσίν του ὡς πρεσβυτέρου, ὡς ἀναγνωρίζει καὶ τὰ μυστήριά των;

Σύμφωνα ὅμως μὲ τὴν εἰσήγησιν τοῦ Πενταπόλεως Καλλιοπίου ἐπὶ καθαιρέσει τοῦ Κυπριανοῦ, «ἀποδεικνύεται ὅτι (ὁ Κυπριανός) ἔχει τόσην σχέσιν πρὸς τοὺς Γ.Ο.Χ., ὅσον σχέσιν ἔχουν πρὸς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν οἱ προβατόσχημοι λύκοι τῶν οὐνιτῶν» («Φ.Ο.», αὐτόθι, σελ. 28). Καὶ μάλιστα, τὸ δηλητήριον τῆς αἱρέσεώς του καὶ τῆς ἐκκλησιομαχικῆς του διαθέσεως, τὸ μετέδωσε δυστυχῶς καὶ εἰς τοὺς ὑπ᾿ αὐτὸν χειροτονηθέντας ἐπισκόπους, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι εἰς τὸν προαναφερθέντα Χρυσόστομον Γκονζάλες, ὁ ὁποῖος εἰς ἐπιστολήν του πρὸς τὸν δεινὸν Οἰκουμενιστὴν καὶ λατινόφρονα «ἀρχιεπίσκοπον» ᾿Αμερικῆς ᾿Ιάκωβον Κουκούζην γράφει ὅτι: «μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καὶ χαρὰ ἀνέγνωσα τὴν ἔκθεση τῆς ἀποφάσεως τῆς ῾Υμετέρας ῾Αγίας Συνόδου νὰ ἀγκαλιάσῃ τὶς παλαιοημερολογιτικὲς κοινότητες καὶ ἐπισκόπους εἰς τὴν ᾿Αμερικὴν σ᾿ ἕνα διάλογο ἀγάπης». Κακίζει δὲ τοὺς ζηλωτὰς Γ.Ο.Χ. γράφοντας: «Μερικὲς παρατάξεις τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἐπ᾿ ὀνόματι ζηλωτικῆς ἀφοσιώσεως εἰς τὴν πίστιν, ἔχουν ξεπεράσει τὰ ὅρια τῆς ἀφοσιώσεως καὶ ἔχουν καταλήξει νὰ βλέπουν τοὺς νεοημερολογίτας ἀδελφούς τους μὲ πνεῦμα χωρὶς ἀγάπη, μέχρι σημείου ποὺ ἀμφιβάλλουν διὰ τὴν ὀρθοδοξία τους», καὶ ὅτι εἶναι «ἠλίθιοι νὰ ἀποδίδουν δογματικὴ σημασία στὶς δεκατρεῖς ἡμέρες τοῦ ᾿Ιουλιανοῦ ἡμερολογίου». Εἰς τὴν συνέχειαν γράφει ὅτι: «...οὐδέποτε ἀρνηθήκαμε τὴν ὕπαρξιν τῆς χάριτος εἰς τὴν Μητέρα μας ᾿Εκκλησία» (ἐννοεῖ τὴν «ἐκκλησίαν» τοῦ νέου ἡμερολογίου). «᾿Εμεῖς, λέγει, ἔχομεν ἱερεῖς καὶ ἐπισκόπους διὰ τὴν διακυβέρνησιν τοῦ κινήματός μας, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀπὸ οἰκονομία καὶ τὴν ἀνάγκη νὰ κυβερνήσωμεν τὸν ἑαυτόν μας». Καὶ ἀφοῦ πλέκει τὸ ἐγκώμιον τοῦ ᾿Ιακώβου, τελειώνει ὡς ἑξῆς: «...ζητῶ τὴν συγχώρησίν σας δι᾿ οἱανδήποτε ἀκουσία προσβολὴ καὶ ταπεινὰ ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας χείρα»  («Φ.Ο.», αὐτόθι, σελ. 30).

῎Εχων κατὰ νοῦν ὅλα τὰ ὡς ἄνω θὰ ἤθελα νὰ ἐρωτήσω τοὺς ἀδελφοὺς τῆς παρατάξεως τοῦ Καλλινίκου, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιον τὸν Καλλίνικον, ποὺ ὅταν καθηρέθη ὁ Κυπριανὸς ἦταν ἀρχιγραμματεὺς τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου καὶ γνωρίζει πολὺ καλὰ τὸ κατηγορητήριον τῆς καθαιρέσεως: α)῎Επαυσαν νὰ ἰσχύουν τὰ αἱρετικὰ φρονήματα τοῦ Κυπριανοῦ καὶ τῶν ἀκολούθων του; β) Σταμάτησαν οἱ Κυπριανίται νὰ πιστεύουν ὅπως καὶ ὁ πατέρας τους, καὶ διὰ τοῦτο σπεύσατε νὰ ἑνωθῇτε μαζί τους; γ)᾿Εξετάσατε καλῶς τὸ πιστεύω τους καὶ δὲν εὑρήκατε νὰ χωλαίνῃ πουθενά; δ) Μήπως ἄλλαξαν πορεία τὰ τέκνα τοῦ Κυπριανοῦ, κάνοντας στροφή 180ο;

᾿Αλλὰ δι᾿ αὐτὸ ἁρμοδιότεροι νὰ ἀπαντήσουν εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ ἱεράρχες τῶν Κυπριανιτῶν. Δίνουμε λοιπὸν τὸν λόγον εἰς τὸν Χρυσόστομον «ἀρχιεπίσκοπον Αἴτνας», ὁ ὁποῖος εἰς ἐπιστολήν του (16 Φεβρουαρίου 2014 π.ἡμ.), ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν «κλῆρον τῆς ᾿Εξαρχίας, τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς φίλους»,  μεταξὺ ἄλλων γράφει καὶ τὰ ἑξῆς: «...Νὰ εἶσθε σίγουροι ὅτι καμμία ἀπὸ τὶς ἀρχές μας, οὔτε οἱ ἀρχὲς τῆς μετριοπάθειάς μας, καὶ τίποτα ἀπὸ τὸ πνεῦμα ποὺ μᾶς κληροδότησε ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Κυπριανὸς ἔχουν ἀναιρεθεῖ, ὅπως μερικοὶ ἀντίθετοι προβάλλουν» (“Fist, be assured than none of our principles, none of our moderation, and none of the spirit bequeathed to us by our late and venerable Metropolitan Cyprian have been set aside, as some naysayers have suggested”. Βλ. διαδίκτυο ἐδῶ). Μᾶς λέγει, λοιπόν, ὁ Χρυσόστομος, ὅτι οἱ Κυπριανίτες δὲν ὑποχρεώθησαν νὰ ἐγκαταλείψουν καμμία ἀπὸ τὶς ἀρχές τους, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἑνώσεως.

῍Αν λάβουμε ὅμως ὑπόψιν μας ὅτι οἱ ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς τῶν Κυπριανιτῶν —σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα εἴπαμε ὡς ἄνω— εἶναι κακόδοξες, αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει μετάνοια γιὰ τὰ φρονήματά τους αὐτά. Δὲν ἐγκαταλείπουν τὶς ἀρχές τους καὶ δὲν ὑπεχώρησαν οὐδὲ σπιθαμὴ ἀπὸ τὰ πιστεύω τους. Αὐτό, ἄλλωστε, οἱ ἐπίσκοποί των ἐπιβεβαίωσαν καὶ εἰς τὰς τρεῖς συνάξεις ποὺ διοργάνωσαν, διὰ νὰ ἐνημερώσουν· α) τὴν ἀδελφότητα τῆς μονῆς τῶν ῾Αγίων Κυπριανοῦ καὶ ᾿Ιουστίνης (τετράωρος σύναξις-10/3/2014)· β) τὸν κλῆρο τῆς παρατάξεώς των (ἑννεάωρη σύναξις- 11/3/2014)· καὶ γ) τοὺς κοσμικοὺς τῆς παρατάξεώς των (12/3/2014). Μεταξὺ ἄλλων εἰπώθησαν σχεδὸν αὐτολεξεί καὶ τὰ ἀκόλουθα: «Δὲν πρέπει νὰ μολυνθοῦμε ἀπὸ τὴ νοσηρὴ ἐσωστρέφεια». «῾Η ἕνωση θὰ ἀποτελέσῃ θρίαμβο τοῦ πατρὸς Κυπριανοῦ, ἀφοῦ θὰ εἶναι ἕνα ἐπίτευγμα, στὴν ὑλοποίηση τοῦ ὁποίου πρωταγωνίστησαν τὰ πνευματικὰ τέκνα του. ῾Ωστόσο, πρέπει νὰ ἀποφύγουμε τὴν θριαμβολογία καὶ νὰ ἀποδώσουμε τὰ εὔσημα καὶ νὰ ἐκφράσουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας στὴν ἄλλη μερίδα, γιατὶ μᾶς κατανόησαν, ἔγιναν μετριοπαθεῖς καὶ ἔπαψαν νὰ ἐπιδεικνύουν δογματικὸ χαρακτῆρα στὶς ἀπόψεις τους». Εἰς ἄλλον σημεῖον ἐτονίσθη ὅτι: «Εἰς τὸν χῶρον τῶν Γ.Ο.Χ. (δηλ. εἰς τὴν παράταξιν τοῦ Καλλινίκου) ἔχουν ἀλλάξει τὰ πρόσωπα καὶ οἱ νοοτροπίες - εἶναι πιὸ μετριοπαθεῖς καὶ ἀνοικτοί». ᾿Επίσης ἐτονίσθη σχεδὸν αὐτολεξεί, ὅτι: «ὁ ἐπίσημος διάλογος (μὲ τὴν παράταξιν τῶν Σωματειακῶν) μᾶς ὡδήγησε στὴ συνειδητοποίηση ὅτι ἡ πράξη τῆς ἀποτειχισής μας τὸ 1984 ἀπὸ τοὺς γνησίους ὀρθοδόξους ἀδελφούς μας, θὰ πρέπει νὰ καταργηθῇ, δεδομένου ὅτι οἱ λόγοι τῆς πίστης καὶ τῆς δικαιοσύνης ποὺ τότε τὸ προκάλεσαν δὲν ὑπάρχουν πιά». Μὲ ἄλλα λόγια: τὸ 1984 διακόψαμε τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Γ.Ο.Χ. γιὰ λόγους πίστεως. Τώρα ὅμως οἱ λόγοι αὐτοὶ δὲν ὑφίστανται, διότι οἱ Γ.Ο.Χ. ἔχουν πλέον διορθωθεῖ, καὶ ἔτσι μποροῦμε νὰ ἐπιστρέψουμε σὲ κοινωνία μὲ αὐτούς. (Κατ᾿ ἀλήθειαν ὅμως, ὅπως θὰ δοῦμε καὶ κατωτέρω, οὐδέποτε ἀπεκήρυξαν ὁ Κυπριανὸς καὶ οἱ ὁμόφρονές του τὴν ᾿Εκκλησίαν Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος, ἀλλὰ τὴν πραξικοπηματικὴν ὀμάδα τοῦ 1979).

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ὅτι οἱ Γ.Ο.Χ. τοῦ κ. Καλλινίκου ὄχι μόνο ἐγνώριζαν τὴν ἀμετανοησίαν τῶν Κυπριανιτῶν, ἀλλ᾿ ὑπεχώρησαν εἰς τὰ κακόδοξα φρονήματά τους, προκειμένου νὰ πραγματοποιηθῇ ἡ ἕνωσις. ῾Υπάρχουν ἴσως κάποιες φωνὲς ποὺ λέγουν ὅτι οἱ Κυπριανίται ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ ἀπεκήρυξαν τὰ αἱρετικά τους φρονήματα. Βεβαίως κανεὶς δὲν γνωρίζει τί διημείφθη πίσω ἀπὸ κλειστὲς πόρτες. ᾿Αλλὰ ἀκόμα καὶ ἂν τοὺς ζητήθηκε νὰ παραιτηθοῦν ἀπὸ ὁρισμένες θέσεις σὲ ἰδιωτικὲς συναντήσεις, εἶναι προφανὲς (ὅπως θὰ δοῦμε ἀμέσως κατωτέρω) ὅτι δὲν ἔχουν ἀναστολὲς νὰ ἀποποιοῦνται δημόσια τὶς ἴδιες τους τὶς ἀποκηρύξεις! ῍Αν, λοιπόν, ἄλλα λέγουν κατ᾿ ἰδίαν καὶ ἄλλα δημόσια, αὐτὸ δὲν ἔχει κανένα νόημα, ἀλλὰ δείχνει δόλο, πονηρία καὶ ὑποκρισία· ἂν μὴ τί ἄλλο, ἀποδεικνύει ὅτι δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους εἰλικρίνεια καὶ εὐθύτητα καρδίας.

῾Η περιβόητος ὅμως καθαίρεσις τοῦ Κυπριανοῦ τὸ 1986 ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησίαν μας δεικνύει, ὅτι ἀνάμεσα εἰς τὶς δύο παρατάξεις ποὺ προσφάτως ἑνώθησαν ὑφίστανται πολλὰ κοινά, περισσότερα ἀπ᾿ ὅσα θὰ μποροῦσε νὰ φαντασθῇ κανείς. ῾Ο Καλλίνικος Σαραντόπουλος καὶ ὁ Κυπριανὸς Κουτσούμπας προέρχονται καὶ οἱ δύο ὡς ἐπίσκοποι ἀπὸ ἕνα πρωτοφανὲς εἰς τὰ χρονικὰ ἐκκλησιαστικὸ πραξικόπημα. Τὸ 1979 ὁ Κορινθίας Κάλλιστος καὶ Μεγαρίδος ᾿Αντώνιος προέβησαν σὲ χειροτονίες 8 ἀρχιμανδριτῶν εἰς ἐπισκόπους, ἐν ἀγνοίᾳ τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ῾Ο μακαριστὸς ᾿Αρχιεπίσκοπος κυρὸς Αὐξέντιος καὶ οἱ λοιποὶ ἱεράρχες δὲν ἐδέχθησαν τὸν πρόδηλον ἐκβιασμὸ νὰ εὑρεθοῦν πρὸ τετελεσμένων. ῎Εκριναν λοιπὸν ἀντικανονικὲς καὶ παράνομες τὶς χειροτονίες, καὶ ὡς ἐκ τούτου προέβησαν εἰς τὴν καθαίρεσιν τόσον τῶν χειροτονησάντων ὅσον καὶ τῶν χειροτονηθέντων σχισματικῶν ἀρχιερέων.

᾿Αργότερα, κρίμασιν οἷς εἶδεν Κύριος, ἐδέχθημεν —δυστυχῶς— κατὰ ἀντικανονικὸν καὶ πρόχειρον τρόπον τὴν προσχώρησιν τῶν Πενταπόλεως Καλλιοπίου, ᾿Αχαΐας Καλλινίκου καὶ Οἰνόης Ματθαίου. Καὶ τονίζουμε τὸ ἀντικανονικὸν καὶ πρόχειρον τοῦ τρόπου ἀποδοχῆς των, διότι εἰς τὰ πρακτικὰ ὅπου εἶναι καταχωρημένη ἡ τοιαύτη προσχώρησις ἀνάφέρεται ὅτι προέβησαν εἰς τὴν ἑκατέρωθεν ἄρσιν τῶν καθαιρέσεων, μία ἐνέργεια μὲ τὴν ὁποίαν δυστυχῶς ἡ ᾿Εκκλησία μας ἀνεγνώρισεν ἐν τῇ πράξει τὶς ἀνύπαρκτες καὶ ἀνυπόστατες καθαιρέσεις, τὶς ὁποῖες οἱ Πραξικοπηματίες ἐπέβαλλαν εἰς τοὺς ἱεράρχες τῆς ᾿Εκκλησίας μας.

Δυστυχῶς οἱ συγκεκριμμένοι ἀπεδείχθησαν ξένο σῶμα διὰ τὴν ᾿Εκκλησίαν μας, πολὺ δὲ περισσότερον, καθόσον δὲν ἐπέδειξαν ποτὲ ἔμπρακτη μετάνοιαν διὰ τὸ ἀνήκουστο καὶ πρωτοφανὲς ἐγχείρημά τους. Εἶναι καταφανέστατον ἀπὸ τὰ ὅσα ἐκτέθησαν, ὅτι ἡ δευτέρα καθαίρεσις τοῦ Κυπριανοῦ τὸ 1986 ἦτο περιττὴ καὶ ἤκιστα χρήσιμη διὰ τὴν ᾿Εκκλησίαν μας, ἀφοῦ προηγήθη ἡ καθαίρεσίς του τὸ 1979 ποὺ ποτὲ δὲν ἤρθη (καθὼς ὁ Κυπριανὸς ἀποχωρώντας ἀπὸ τοὺς Πραξικοπηματίες τὸ 1984, συνέστησε δικήν του «σύνοδον» καὶ παράταξιν καὶ δὲν ἐπέστρεψε ποτὲ εἰς τὴν κανονικὴν ᾿Εκκλησίαν ἀπὸ τὴν ἡμέραν τῆς χειροτονίας του εἰς ἐπίσκοπον) καὶ τὴν ὁποίαν ὅμως καθαίρεσιν ποτὲ δὲν ἀνεγνώρισαν τὰ μετέπειτα —κακῇ τῇ μοίρᾳ— μέλη τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας μας, Καλλιόπιος καὶ Καλλίνικος, διότι ἡ τοιαύτη καθαίρεσις εἶχε ἰσχὺν καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν.

Οἱ Κυπριανίται ὅμως πιστεύουν καὶ κάτι ἄλλο· ὅτι διὰ τὴν ὁριστικὴ καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ νέου ἡμερολογίου θὰ πρέπει νὰ συγκληθῇ εἰς τὸ μέλλον μία Μείζονα Σύνοδος (Πανορθόδοξος ἢ Οἰκουμενική), ἡ ὁποία καὶ θὰ ἔχει τὸν τελευταῖον λόγον. Θεωροῦν ὅτι οἱ Τοπικὲς καὶ οἱ μικρότερης ἐμβέλειας Σύνοδοι δὲν ἔχουν τὴν ἐξουσία νὰ καταδικάσουν καὶ νὰ ἀποβάλλουν τοὺς αἱρετικοὺς ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία. Αὐτὴ ἡ ἰδέα ἀναπτύχθηκε διὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Κυπριανὸ Κουτσούμπα εἰς τὸ διαβόητο ἔργο του «᾿Εκκλησιολογικὲς θέσεις». Λέγεται δὲ ὅτι ὁ σιωπηλὸς στόχος αὐτῶν τῶν θέσεων ἦταν νὰ ὑπονομεύσῃ τὸ περιεχόμενο τοῦ ἀναθέματος τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Διασπορᾶς κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τὸ προηγούμενο ἔτος! (πρβλ. Βλαδιμήρου Μός, ῾Η Καλλινιτικὴ Οὐνία, ὡς ἄνω)

Διὰ τὸν σκοπὸν αὐτό, κινητοποιήθηκαν ὁ Κυπριανὸς καὶ οἱ σύμμαχοί του μὲ μία ὁλόκληρη ποικιλία ἐπιχειρημάτων. Κάποιοι εἶπαν ὅτι τὸ ἀνάθεμα δὲν ἀποβάλλει κανέναν ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησίαν, ἀλλ᾿ ἦταν μόνο μία προειδοποίηση πρὸς τὴν ἐκκλησίαν τῶν Οἰκουμενιστῶν. Σύμφωνα μὲ τὸ ὡς ἄνω ἐπιχείρημα, ὅταν λέμε: «Πᾶσι τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα! ῞Ολοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα!», δὲν τοὺς ἀποβάλλουμε ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία, ἀλλ᾿ οἱ πάσης φύσεως αἱρετικοὶ συνεχίζουν νὰ εἶναι ἐντὸς τῆς ᾿Εκκλησίας, ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ποῖοι; Οἱ αἱρετικοί. ῎Απαγε τῆς βλασφημίας! ῎Αλλοι εἶπαν ὡς ἐπιχείρημα ὅτι ἐφόσον δὲν κατονομάζεται κανένας αἱρετικὸς εἰς τὸ ἀνάθεμα, αὐτὸ δὲν ἔπεσε σὲ κανένα. Δι᾿ αὐτὸ μᾶλλον καὶ οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου δὲν κατονομάζουν τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ δὲν γράφουν συγκεκριμμένα, ποῖοι μετέχουν εἰς τὸν Οἰκουμενισμό.

Μέχρι, λοιπόν, τὴν σύγκληση μίας τέτοιας Συνόδου οἱ αἱρετικοὶ παραμένουν μὴ καταδικασμένα, «ἄρρωστα» μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. Δὲν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει σήμερα Σύνοδος εἰς τὸν κόσμο ποὺ ἔχει τὴν χάρη καὶ τὴν δύναμη διὰ νὰ καταδικάσῃ καὶ νὰ ἀναθεματίσῃ τοὺς αἱρετικούς. Διὰ τοῦτο καὶ ζητᾶνε ὡς ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη εἰς τὴν παράγραφον 4 τοῦ Ζ΄ κεφαλαίου —ὅπου γράφουν διὰ τὴν σύγκλησιν Μεγάλης Συνόδου τῆς Γνησίας ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας— τὴν «ἕνωσιν εἰς ἓν κοινὸν Σῶμα πασῶν τῶν Τοπικῶν ᾿Εκκλησιῶν τῆς Γνησίας ᾿Ορθοδοξίας, προκειμένου νὰ δημιουργηθοῦν αἱ προϋποθέσεις πρὸς συγκρότησιν/σύγκλησιν Μείζονος Γενικῆς Συνόδου Αὐτῶν, πανορθοδόξου ἐμβελείας καὶ κύρους».

῎Εγραφαν οἱ Κυπριανίτες τὸ 2009, ὅτι «ἕνα τόσο μεγάλο δικαίωμα καὶ τιμὴ (τοῦ ἀναθεματισμοῦ) χορηγεῖται μόνο στὴ χορεία τῶν ᾿Αποστόλων καὶ σὲ ὅσους τυγχάνουν πραγματικοὶ διάδοχοι ἐκείνων». Καὶ συνεχίζουν: «᾿Αδυνατοῦμε νὰ κατανοήσουμε αὐτὴ τὴ βιαστικὴ τάση στὶς ἡμέρες μας νὰ ἀναθεματίζουν καὶ νὰ καταδικάζουν. Μέχρι νὰ ὑπάρξουν τέτοιοι διάδοχοι, ὅλοι ὅσοι εἶναι ὀρθόδοξοι μὲ κάθε σεβασμὸ ἀναθεματίζουν κάθε ἐνδεχόμενο αἱρετικό, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν γίνεται προφορικά» (Βλαδιμήρου Μός, ὡς ἄνω· ῞Αγιος Θεόδωρος Στουδίτης).  ᾿Εὰν ὅμως δὲν ὑπάρχουν σήμερα, τέτοιοι διάδοχοι τῶν ἀποστόλων, ἆρα ἐξέλιπε ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν καὶ ἑπομένως ἀναιροῦν καὶ ἀκυρώνουν αὐτὸ ποὺ γράφουν στὴν 6ην παράγραφον τοῦ Ε΄ κεφαλαίου, ὅτι «ἡ ᾿Αποστολικὴ Διαδοχὴ καὶ ἡ Κανονικότης τῆς Γνησίας ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας εἶναι ἀποδεδειγμένη καὶ βεβαιουμένη, ἀπρόσβλητος καὶ ἀναντίρρητος, θεοσημείαις δὲ ἐπικεκυρωμένη».

Καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχει σήμερα Σύνοδος ποὺ νὰ δύναται νὰ καταδικάσῃ τοὺς αἱρετικούς, τότε ἡ Μία, ῾Αγία, Καθολικὴ καὶ ᾿Αποστολικὴ ᾿Εκκλησία ἔχει χάσει τὴν δύναμή της τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν». ῾Η δύναμη ὅμως καὶ ἡ χάρη τῆς ᾿Εκκλησίας, λόγῳ τῆς καθολικότητός της, ὑπάρχει σὲ κάθε ᾿Ορθόδοξη Σύνοδο, ἀνεξαιρέτως τοῦ μεγέθους της. ῍Αν, ὅπως λέγουν οἱ Κυπριανίται, «ὅλοι ὅσοι εἶναι ὀρθόδοξοι ἀναθεματίζουν κάθε ἐνδεχόμενο αἱρετικό, ἀκόμη κι ἂν δὲν γίνεται προφορικῶς», τότε κατὰ μείζονα λόγο, οἱ ἱεράρχες τῆς ᾿Εκκλησίας ἔχουν τὴν ἐξουσία νὰ ἀναθεματίσουν καὶ νὰ καταδικάσουν κάθε αἱρετικό, ὄχι μόνο δυνητικά, ἀλλὰ καὶ στὴν πραγματικότητα, καὶ ὄχι μόνον “μέσα ἀπὸ τὰ δόντια τους”, ἀλλὰ προφορικὰ καὶ μεγαλοφώνως!! Διότι, ὅπως τονίζει ὁ ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος· εἰς κοσμικὰ θέματα πρέπει νὰ εἴμαστε πράοι ὅπως τὰ ἀρνιά, ἀλλ᾿ εἰς θέματα πίστεως πρέπει νὰ βρυχόμαστε σὰν τοὺς λέοντες.

῾Ο Κυπριανιτισμός, λοιπόν, εἶναι κατ᾿ οὐσίαν μία κρυφὴ μορφὴ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μία προσπάθεια ἀνήκουστη εἰς τὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων πατέρων, νὰ ξεχωρίσῃ τὴν χάριν ἀπὸ τὴν ᾿Ορθοδοξίαν, ὡσὰν νὰ ἠδύνατο νὰ ὑπάρξῃ τὸ ἕνα χωρὶς τὸ ἄλλο. Αὐτό, κατὰ τοὺς Κυπριανίτες, σημαίνει ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἕνας αἱρετικὸς καὶ νὰ παραμένῃ μὴ «καταδικασμένο» μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔχει τὴν χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ᾿Ακόμη καὶ ἂν ἀποκαλοῦν οἱ Κυπριανίτες κάποιους αἱρετικούς, ὅπως κάνουν μὲ τὸν Οἰκουμενισμό ποὺ τὸν χαρακτηρίζουν αἵρεση καὶ παναίρεση, δὲν «διαβεβαιοῦν» ὅμως —ἀπὸ ὅτι λένε (βλ. Κεφ. ΣΤ΄, παρ. ς΄)—, δὲν γνωρίζουν δηλαδὴ ἂν τὰ μυστήριά τους εἶναι ἔγκυρα ἢ ὄχι.

Παρόλα αὐτὰ ὁ 46ος ᾿Αποστολικὸς Κανόνας διακηρύττει ὅτι τὰ μυστήρια ὅλων τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν σχισματικῶν εἶναι σίγουρα ἄκυρα, ὁ αἱρετικὸς ὅμως ἀποτελεῖ σεσηπὸς μέλος, σάπιο δηλαδή, καὶ ἡ ἀποκοπὴ τοῦ σεσηπότος μέλους ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἐπιβεβλημένη, διὰ νὰ ἐμποδισθῇ ἡ ἐξάπλωσις τῆς γάγγραινας τῆς αἱρέσεως εἰς τὰ ὑγιῆ μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. Δὲν μπορεῖς νὰ ἀποκαλῇς κάποιον αἱρετικὸν καὶ νὰ πιστεύῃς ὅτι τὰ μυστήριά του δύνανται νὰ εἶναι ἔγκυρα. Αὐτὸ εἶναι καὶ ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον οἱ συντάκται τοῦ κειμένου φροντίζουν νὰ ἀποσιωποῦν καὶ νὰ μὴν ἀναφέρουν τοὺς αἱρετικοὺς πρωτοστάτας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Διότι ὅταν ἀποκαλεῖς αἵρεσιν τὸν Οἰκουμενισμόν, αὐτὸ συνεπάγεται πὼς ὅσοι ἐμπλέκονται μὲ αυτὸν καὶ ἀσπάζονται τὶς θεωρίες του, εἶναι κατ᾿ ἀδήριτον ἀνάγκην αἱρετικοί. Αὐτοὺς ὅμως δὲν τοὺς κατονομάζουν καὶ δὲν διαφωτίζουν τοὺς ἀναγνώστες τους, ἐπὶ τοῦ σημείου τούτου.

Εἰς ὅλον τὸ ἐκκλησιολογικὸν ἐκτενὲς τοῦτο κείμενο θὰ ἀνέμενε κανεὶς νὰ γίνεται πρωτίστως ἀναφορὰ εἰς τὸν ἀοίδιμον ῾Ιεράρχην καὶ πνευματικὸν ἠγήτορα τοῦ ῾Ιεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος Χρυσόστομον πρώην Φλωρίνης καὶ εἰς τὰς τρεῖς ὁμολογιακὰς διακηρύξεις τοῦ 1935, τοῦ 1950 καὶ τοῦ 1974. Διακηρύξεις κεφαλαιώδους σημασίας διὰ τὴν ᾿Εκκλησίαν τῶν Γ.Ο.Χ., καθὼς ἀποτελοῦν τὴν βάσιν τοῦ πιστεύω τους καὶ δίχως τὶς ὁποῖες καταργεῖται ἡ ὕπαρξις καὶ ἀκυρώνεται ἡ ἀποστολή των. Εἰς τὰς ὁμολογίας αὐτὰς χαράσσονται οἱ κατευθυντήριες γραμμὲς τῆς πορείας τῶν Γ.Ο.Χ., καθὼς ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ νέου ἡμερολογίου χαρακτηρίζεται σχισματική, σύμφωνα μὲ τὶς ἀποφάσεις τριῶν Πανορθοδόξων Συνόδων τῶν ἐτῶν 1583, 1587 καὶ 1593, καὶ τὰ μυστήριά της ἄκυρα καὶ στερούμενα τῆς ἁγιαστικῆς χάριτος, σύμφωνα καὶ μὲ τὸν Α΄ Κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου· ἐνῶ «ἐντέλλονται ἅπαντες οἱ κληρικοὶ τῶν Γ.Ο.Χ. ὅπως περιορισθῶσιν εἰς τὴν ἐξυπηρέτησιν μόνον τῶν μελῶν τῆς καθ᾿ ἡμᾶς ᾿Εκκλησίας», νὰ μὴν μεταδίδουν τουτέστιν τὰ μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας μας εἰς τοὺς σχισματικοὺς καὶ οἰκουμενιστὰς νεοημερολογίτας. Τοὺς δὲ ἐπιστρέφοντας εἰς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν ἐνετείλαντο ὅπως χρίωνται δι᾿ ῾Αγίου Μύρου.

Τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν γίνεται μνεία τῶν ὡς ἄνω ὁμολογιῶν —ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι πουθενὰ δὲν φαίνεται νὰ ἀποποιοῦνται ρητὰ οἱ Κυπριανίτες ὅσα ἐπὶ 30 ἔτη διεκήρυτταν καὶ δημοσίευαν διαρκῶς, δηλαδὴ ὅλα ὅσα περιεγράψαμε ἀνωτέρω— ἐπιβεβαιώνει ἔτι περισσότερον πὼς οἱ Γ.Ο.Χ. ὑπεχώρησαν εἰς τὰ κακόδοξα φρονήματα τῶν Κυπριανιτῶν. Τὸ συμπέρασμα θλιβερόν: Οἱ «᾿Ενιστάμενοι» τοῦ Κυπριανοῦ χάριν τῆς ἑνώσεως ἀπαρνήθηκαν τὸν τίτλον «᾿Ενιστάμενοι» καὶ προσέλαβαν τὸν τίτλον «᾿Εκκλησία Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος», ἐνῶ ἡ Σύνοδος τοῦ Καλλινίκου-Χρυσοστόμου Κιούση, χάριν τῆς ἑνώσεως, ἀπαρνήθηκε τὸ ὁμολογιακὸ πιστεύω ἑνὸς ῾Ιεροῦ ᾿Αγῶνος 90 ἐτῶν, προσλαμβάνουσα ὅλα τὰ χλιαρὰ φρονήματα τοῦ Κυπριανοῦ Κουτσούμπα καὶ προσχωρώντας εἰς τὸν «Κυπριανιτισμόν». ῎Οφειλαν πρὶν ἀπὸ ὅλα οἱ δύο παρατάξεις, ὡς ἀκολουθούσαι τὸ πάτριον ἑορτολόγιον, νὰ θυμηθοῦν τὸ 1935, τὸ 1950 καὶ τὸ 1974, καὶ ὄχι νὰ ἐνεργοῦν ὡσὰν νὰ μὴν τοὺς ἀφοροῦν καὶ νὰ τὰ ἀποσιωποῦν ἐνόχως.

᾿Αναγινώσκοντας κανεὶς τὸ κείμενό τους ἀποκομίζει τὴν αἴσθηση ὅτι, ὁ ἱερὸς ἀγὼν τῶν «Παλαιοημερολογιτῶν» ἀρχίζει μὲ τὴν δική τους ἕνωση! Τηρεῖται σιγὴ ἰχθύος διὰ τὸ παρελθόν, ὡσὰν νὰ μὴν ὑπάρχει αὐτό. ῾Ωσὰν νὰ ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν ἀρχή. Πρόκειται οὐσιαστικά —ἐὰν μοῦ ἐπιτρέπεται ἡ ἔκφρασις— διὰ μίαν ἐπανίδρυσιν τοῦ χώρου τοῦ πατρίου ἑορτολογίου, βασισμένη πάνω σὲ σαθρὲς βάσεις καὶ σάπια θεμέλια. Δυστυχῶς ἐνταῦθα καταδεικνύεται ὅτι οἱ «᾿Ενιστάμενοι» κατηδάφισαν σιωπηρῶς, ἀκύρωσαν καὶ ἠφάνισαν τὸ πιστεύω τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ., ἀντικαθιστώντας αὐτὸ μὲ τὸ φρόνημά τους, ὅτι διὰ νὰ κηρυχθοῦν σχισματικοὶ ἢ αἱρετικοὶ οἱ ὑποτεταγμένοι εἰς τὸν Οἰκουμενισμόν-Νεοημερολογιτισμὸν ᾿Εκκλησίαι, χρειάζεται σύγκλησις μίας (Μεγάλης) Γενικῆς Συνόδου τῶν Γνησίων ᾿Ορθοδόξων.

᾿Ακολουθοῦν εἰς τοῦτο κατὰ πόδας τοὺς «ἀντιοικουμενιστὰς» (ὑποτίθεται) θεολόγους καὶ ἱεράρχας τοῦ νέου ἡμερολογίου, ποὺ προσπαθοῦν νὰ συγκρατήσουν ὅσους ἀνησυχοῦν καὶ προβληματίζονται ἀπὸ τὸ ποίμνιό τους, παραπέμποντας τὴν τελικὴ κρίση καὶ καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σὲ μελλοντικὴ Σύνοδο. Διὰ τοῦτο καὶ οἱ συντάκται τοῦ κειμένου δὲν ἀποκαλοῦν ξεκάθαρα αἱρετικὴ τὴν «ἐπίσημον ᾿Ορθοδοξίαν»· ἢ, καὶ ὅταν τὸ κάμουν ἔμμεσα, χαρακτηρίζοντας γενικὰ τὸν Οἰκουμενισμὸν αἵρεσιν καὶ παναίρεσιν, ἀφήνουν καὶ πάλιν τὴν ὁριστικὴ λήψη ἀποφάσεων εἰς τὴν Μείζονα Σύνοδο.

Εἰς περίπτωσιν ὅμως ποὺ ἡ Μείζων Σύνοδός τους ἀποφασίσει ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι αἵρεσις, οἱ Κυπριανίτες εἶναι ἕτοιμοι νὰ ἀκυρώσουν καὶ ὅλους τοὺς ἀγώνας ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἔκαναν κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τὰ προηγούμενα χρόνια, ὅπως τὰ ἀντιοικουμενιστικὰ συνέδρια καὶ ἐκδηλώσεις, τὰ ἀντιοικουμενιστικὰ κηρύγματα, καὶ οὕτω καθ᾿ ἑξῆς. Μὲ τὸ νὰ παραπέμπουν ὅμως σὲ Σύνοδο τοῦ μέλλοντος δι᾿ ἐξέτασιν θεμάτων ποὺ ἀφοροῦν αὐτονόητες καὶ θεμελιώδεις ἐκκλησιολογικὲς θέσεις τῆς ῾Αγίας μας ᾿Εκκλησίας, κάνουν αὐτὸ ποὺ στηλίτευσαν (ὑποτίθεται) εἰς τὸ τέλος τοῦ κειμένου τους. «Κατελέγχουν ἐλλιπῆ τὴν κεκηρυγμένην ᾿Ορθόδοξον Πίστιν. ᾿Αλλ᾿ Αὕτη πεπληρωμένη ἤδη ἐσφράγισται, μὴ ἐπιδεχομένη μήτε μείωσιν, μήτε αὔξησιν, μήτε ἀλλοίωσιν ἡντιναοῦν, καὶ ὁ τολμῶν ἢ πρᾶξαι ἢ συμβουλεῦσαι ἢ διανοηθῆναι τοῦτο, ἤδη ἠρνήθη τὴν Πίστιν τοῦ Χριστοῦ».

῎Ετσι, λοιπόν, γενικολογοῦν, ὁμιλοῦν ἀόριστα, λέγουν, ἀλλ᾿ αὐτοαναιροῦνται, φάσκοντες καὶ ἀντιφάσκοντες, διότι δὲν φαίνεται νὰ πιστεύουν αὐτὰ ποὺ γράφουν. Διὰ τοῦτο καὶ τὸ συντεθὲν κείμενο εἶναι μᾶλλον ἀδογμάτιστο καὶ ἀόριστο, οἱ δὲ συνυπογράφοντες καὶ δι᾿ αὐτοῦ ἑνωθέντες, οὔτε συνομολογοῦν τί πιστεύουν, οὔτε συναποφαίνονται ἢ συναποφασίζουν διὰ τὸ ὁ,τιδήποτε. Κατέληξαν ἔπειτα ἀπο μακροχρόνιον διάλογον εἰς τὸ ἑνωτικὸν συλλείτουργον ἄνευ οὐδεμιᾶς, κοινῆς καὶ συμφώνου ῾Ομολογίας Πίστεως. ᾿Ενήργησαν ἐν προκειμένῳ, ὅπως ὁ Πάπας μὲ τὸν Βαρθολομαῖον ποὺ προχωροῦν σὲ ἕνωση, παραπέμποντας τὴν ἐπίλυση τῶν διαφορῶν τους σὲ μελλοντικὴ Σύνοδο. Πράττουν (οἱ δύο παρατάξεις) αὐτὸ τὸ ὁποῖον οἱ ἴδιοι γράφουν εἰς τὴν παράγραφον 11 τοῦ Β΄ κεφαλαίου· δηλαδή «μία συμβατικὴ ἕνωσις τῶν διεστώτων», διαφορετικὸ φρόνημα ἐχόντων (ὑποτίθεται), ἡ ὁποία «ἀποκαθιστᾷ τὴν εὐχαριστιακὴν κοινωνίαν, ἄνευ βεβαίως κοινῆς ῾Ομολογίας Πίστεως».

Πρόκειται λοιπὸν δι᾿ ἕνα χλιαρὸν κείμενον, τὸ ὁποῖον φαίνεται νὰ ἀρνεῖται καὶ νὰ ἀπεμπολῇ τὸ πιστεύω καὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος τῶν ὁμολογητῶν προκατόχων ἡμῶν ἁγίων ἀρχιερέων, Χρυσοστόμου πρώην Φλωρίνης, Γερμανοῦ Δημητριάδος καὶ Χρυσοστόμου Ζακύνθου, καθὼς καὶ τοῦ μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν κυροῦ Αὐξεντίου.

Σήμερον, μετὰ παρέλευσιν 90 ἐτῶν ἀφ᾿ ὅτου διακηρύττεται καὶ ἐφαρμόζεται ἐν τῇ πράξει ὁ Παναιρετικὸς Οἰκουμενισμός, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ λέγονται διάδοχοι τῶν ῾Αγίων ἐκείνων καὶ ῾Ομολογητῶν ἀνδρῶν καὶ συνεχισταὶ τῶν πατρώων παραδόσεων, διὰ τοῦ προαναφερθέντος κειμένου δὲν κηρύττουν τὴν Νεοημερολογιτικὴν ᾿Εκκλησίαν τῶν Οἰκουμενιστῶν —τουλάχιστον κατὰ τρόπον ξεκάθαρον καὶ σαφῆ— οὔτε σχισματικήν, οὔτε αἱρετικήν. ᾿Επίσης δὲν προσδιορίζουν καὶ δὲν διαβεβαιοῦν διὰ τὰ μυστήρια τῆς Παναιρέσεως αὐτῆς. Οὔτε δὲ ἀποφασίζουν ὡς Σύνοδος ἀποτελουμένη ἀπὸ 20 καὶ πλέον ἐπισκόπους, ἕνα ἑνιαῖον μέτρον περὶ τῆς ἀποδοχῆς τῶν προσερχομένων εἰς τὴν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν. Καὶ αὐτό, καθ᾿ ἣν στιγμὴν οἱ σωματειακοὶ ἀναχειροτονοῦν —ἄπαγε τῆς βλασφημίας!— ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοὺς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησίαν μας (χειροθεσία τὸ ὀνομάζουν αὐτοί).

῾Η τραγικὴ εἰρωνεία τῆς ὑποθέσεως εἶναι, ὅτι οἱ δρόμοι τῶν δύο πραξικοπηματιῶν τοῦ 1979, Καλλινίκου Σαραντόπουλου καὶ Κυπριανοῦ Κουτσούμπα, πάλιν συναντῶνται —ὄχι διὰ καλόν— ἀφοῦ οἱ παρατάξεις τους ἑνώνονται καὶ γίνονται μία «ἐκκλησία». Μία ἕνωσις ποὺ δικαιώνει τοὺς σκοποὺς καὶ τοὺς στόχους τοῦ πραξικοπήματος, ποὺ δὲν ἦσαν ἄλλοι ἀπὸ τὴν ὑφαρπαγὴ τῆς καθόλου ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καὶ την ἐκ τῶν ἔσω διάβρωσιν καὶ ἀλλοίωσιν τοῦ φρονήματος τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ.. Καὶ τὸ πέτυχαν αὐτό· ὁ ἕνας (Καλλίνικος) μὲ τὴν Σωματειοποίησιν τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. καὶ ὁ ἄλλος (Κυπριανός) μὲ τὰ αἱρετικὰ κρυπτοοικουμενιστικά του φρονήματα.

Καὶ μποροῦν μὲν τὸ «Κ.Σ.» καὶ «Ε.τ.Ν.» νὰ ἐπικαλοῦνται τὸ θυσιαστικὸ πνεῦμα, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖον ὑποτίθεται ὅτι ἔγινε ἡ τοιαύτη ἕνωσις, ὅμως —ὅπως ἀναντίρρητα ἀποδείχθηκε ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω— ἐκεῖνα ποὺ θυσίασαν Σωματειακοὶ καὶ Κυπριανίτες εἰς τὸν βωμὸν τῆς ἑνώσεως, δὲν ἦσαν ἄλλα ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ τὰ πιστεύω ποὺ ἀπετέλεσαν καὶ ἀποτελοῦν τὴν βάσιν καὶ τὰ θεμέλια τοῦ  Ἱεροῦ ἡμῶν γῶνος τῶν Γ.Ο.Χ. τὰ τελευταῖα ἐνενήκοντα ἔτη. Πῶς θὰ μπορούσαμε, λοιπόν, ἐμεῖς νὰ συμμετέχουμε εἰς μίαν τέτοιαν ἕνωσιν; Πῶς θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπιλέξουμε ὁποιαδήποτε ἄλλην στάσιν, πέραν τῆς αὐθεντικῆς; Ἀπέναντι εἰς ἕνα —ὅπως ἀπεδείχθη, καὶ θλιβόμεθα ποὺ θὰ τὸ ποῦμε— ἐκτρωματικὸ ἐγχείρημα, ποὺ μπορεῖ νὰ φέρῃ τὸ ὄνομα τῶν Γ.Ο.Χ., ἀλλ’ ἀπέχει ἀπὸ τοὺς Γ.Ο.Χ. —τοὺς ὄντως, τοὺς ἀληθινοὺς Γ.Ο.Χ.· διότι τώρα δυστυχῶς πρέπει νὰ μιλᾶμε πλέον καὶ διὰ γνησίους καὶ ἀληθινοὺς Γ.Ο.Χ., εἰς ἀντιδιαστολὴν μὲ τοὺς ψεύτικους καὶ κάλπικους— ὅσον ἀπέχει ἡ Ἀνατολὴ ἀπὸ τὴν Δύσιν, ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴν γῆν.

᾿Εμεῖς ἐκ τῆς θέσεως ταύτης, μὲ συνοχὴ καρδίας καὶ ἀδελφικὸ ἐνδιαφέρον, τοὺς καλοῦμε σὲ μετάνοια τώρα, ὅσον εἶναι ἀκόμη καιρός, προτοῦ τὰ πράγματα ἐπιδεινωθοῦν. ῍Ας συναισθανθοῦν ποῦ ὁδηγοῦνται· καὶ ἂν δὲν λυποῦνται τὸν ἑαυτόν τους, ἂς φεισθοῦν τουλάχιστον τοῦ ποιμνίου ποὺ τοὺς ἀκολουθεῖ. Τοὺς προειδοποιοῦμε, ὅτι ἂν δὲν τὸ πράξουν, θὰ μᾶς βροῦν ἀπέναντί τους. Καὶ θὰ δικαιώσουν ὅλες ἐκεῖνες τὶς φωνὲς ποὺ τοὺς ἀποκαλοῦν προδότας τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος καὶ Δούρειον ῎Ιππον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐντὸς τοῦ χώρου τοῦ πατρίου ἑορτολογίου. ᾿Αδελφοί μου, προσοχή! Στῶμεν καλῶς! Στῶμεν μετὰ φόβου!

Τα νέα Θρησκευτικά: μύηση στην πανθρησκεία του Αντιχρίστου

Υπό θεοφιλεστάτου Επισκόπου Πέτρας Δαβίδ.

       Πολύς θόρυβος, που ήταν απολύτως δικαιολογημένος, προεκλήθη τον τελευταίο καιρό γύρω από τα νέα προγράμματα που κατήρτισε η κυβέρνηση για το μάθημα των θρησκευτικών. Ήταν άραγε τυχαία και αυτόβουλη η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας για ένα τόσο ευαίσθητο και σημαντικό ζήτημα; Η σκέψη μας αναποφεύκτως πηγαίνει στους σκοπούς και τις επιδιώξεις των εχθρών της πίστεως και της πατρίδας μας, που δεν είναι άλλοι από το να αποκόψουν τον ελληνικό λαό από τις ρίζες του. Τη γλώσσα, την ιστορία και τη Θρησκεία του.

Παρακολουθούμε ιδίως τα τελευταία έτη την εφαρμογή των ως άνω σχεδίων για την πνευματική, πολιτιστική και εθνική υποδούλωση και αφομοίωση των Ελλήνων από τη νέα τάξη πραγμάτων, που εργάζεται πυρετωδώς για την έλευση του Αντιχρίστου. Αφού πρώτα έπληξαν την ελληνική γλώσσα με την επιβολή της δημοτικής και του μονοτονικού συστήματος και την σταδιακή αποξένωση των ελληνοπαίδων από τη γνώση της αρχαίας ελληνικής και πατερικής γραμματείας, στη συνέχεια προχώρησαν στη διαστροφή της ιστορικής αλήθειας σε σχέση με σημαντικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας και τώρα έφθασε η ώρα των Θρησκευτικών.

Ουσιαστικά το νέο μάθημα των θρησκευτικών θα αποτελεί μύηση των μαθητών στην πανθρησκεία του Αντιχρίστου, κατήχηση στο συγκρητιστικό οικουμενισμό, μέσω μεθοδευμένης πλύσης εγκεφάλου, με απώτερο στόχο τη διασάλευση της πίστεως των ορθοδόξων ελληνοπαίδων. Τα νέα θρησκευτικά εξισώνουν την Ορθοδοξία με τις αιρέσεις και τις διάφορες θρησκείες και επιδιώκουν να περάσουν το μήνυμα στους μαθητές, ότι όλες οι θρησκείες πιστεύουν στον ίδιο Θεό, απλά του δίδουν διαφορετική κάθε φορά ονομασία. Αυτή η νεφελώδης διδασκαλία υπηρετεί τη σκόπιμη αντίληψη της νέας εποχής, που δεν θέλει να υπάρχει ξεκάθαρη άποψη για τον Θεό, προκειμένου να επιτευχθεί ο απώτερος στόχος της που δεν είναι άλλος – ως ανωτέρω επισημαίνομεν – από την επικράτηση της πανθρησκείας του Αντιχρίστου.

  Τήν εἴπαν ΄΄ Ἅγία ΄΄ ἄλλά εἴναι ληστρική και βλάσθυμος, διότι στήν αἴρεση δέν ὑπάρχει ἁγιότης. Τήν εἴπαν μεγάλη καί εἴναι πραγματικά Μεγάλη ἀλλά στήν προδοσία καί τήν αἴρεση.

   Μερικοί μπορεί νά μας ψέξουν γιατί ἀργήσαμε νά ἀναφερθούμε σ’ αὐτήν γρήγορα και ἄμεσα, αὐτό ὄμως ἔγινε γιά δύο λόγους. Πρῶτον διότι δέν ἤμαστε αὐτοί πού ἤταν ἐμπλεκόμενοι στά πεπραγμένα της, στίς ἀποφάσεις τής γιά τα ὁποία ἔπρεπε νά ἀναφερθούμε καί να ἀπολογηθούμε.

Δεύτερο γιά νά δοῦμε πιά θα εἴναι ἤ συμπεριφορά αύτῶν πού παρίσταναν τούς τιμητές, αύτῶν πού φραστικά καταδίκαζαν τήν αἴρεση, αύτῶν πού με πύρινα γραπτά στηλίτευαν συνεχώς ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μελετίου Μεταξάκη, την ἐποχή του Ἀθηναγόρα τήν ἐποχή τοῦ Δημητρίου, τοῦ Βαρθολομαίου. Γράφουν χωρίς οὐσία, χωρίς ἀποτέλεσμα, ἁπλῶς γράφουν για να παγιδεύουν τοῦς εύσεβείς καί να τους ἐγκλωβίζουν στήν αἴρεση.

Joomla SEF URLs by Artio

Τελευταίες αναρτήσεις